Είναι «φούσκα» η άνοδος του ΚΙΝΑΛ;

Για να απαντηθεί το ερώτημα χρειάζεται να ληφθούν υπόψη μια σειρά από παράμετροι

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά την εκλογή Ανδρουλάκη, το ΚΙΝΑΛ καταγράφει σημαντική άνοδο στις δημοσκοπήσεις. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση της Pulse, λαμβάνει στην πρόθεση ψήφου 14%. Ποσοστό αυξημένο κατά 4,5 μονάδες συγκριτικά με την προηγούμενη μέτρηση της ίδιας εταιρείας δύο μήνες πριν. Πρόκειται για μια μεταβολή που δείχνει να επιβεβαιώνει έναν άτυπο κανόνα. Όσα κόμματα αλλάζουν ηγεσία, ενισχύονται δημοσκοπικά. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις μια άνοδος τέτοιου τύπου αποδεικνύεται βραχύβια. Αυτό συνέβη τόσο μετά την ανάδειξη Γεννηματά στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ το 2017, όσο και μετά την ανάδειξη Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το 2008. 

Μοιραία προκύπτει το ερώτημα εάν θα αποδειχθεί βραχύβια και στην περίπτωση Ανδρουλάκη. Με άλλα λόγια, θα είναι η άνοδος του ΚΙΝΑΛ διατηρήσιμη σε βάθος χρόνου; 

Για να απαντηθεί το ερώτημα χρειάζεται να ληφθούν υπόψη μια σειρά από παράμετροι. 

Πρώτον, το ΚΙΝΑΛ του 2021 διαφέρει από εκείνο του 2017. Τότε η Γεννηματά είχε εκλεγεί επικεφαλής ενός υπό διαμόρφωση πολυκομματικού φορέα με χαμηλό βαθμό συνοχής κι ομοιογένειας. Εξ ου και στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών εμφανίστηκαν φυγόκεντρες τάσεις που το αποδυνάμωσαν. Σήμερα ο Ανδρουλάκης ηγείται ενός κόμματος που είναι συγκριτικά περισσότερο συμπαγές και ομοιογενές από τότε και στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται κάποιο πολιτικό ζήτημα ανάλογης υφής. 

Δεύτερον, το ΚΙΝΑΛ του 2021 διαφέρει από το ΣΥΡΙΖΑ του 2008. Η ενίσχυση του τότε ΣΥΡΙΖΑ δεν οφειλόταν τόσο στην αλλαγή ηγεσίας (που όντως έπαιξε ρόλο), όσο στις συνέπειες της εμφύλιας διαμάχης στο ΠαΣοΚ. Λίγους μήνες πριν την εκλογή Τσίπρα, είχε εξελιχθεί η σκληρή σύγκρουση Παπανδρέου-Βενιζέλου για την ηγεσία του κόμματος με συνέπεια το κλίμα διχασμού να διαχυθεί στην κομματική βάση. Έτσι ακολούθησε η ραγδαία αποσυσπείρωση του που ευνόησε πρόσκαιρα το ΣΥΡΙΖΑ. Όταν όμως η ενότητα του ΠαΣοΚ αποκαταστάθηκε, επανήλθε σε τροχιά εξουσίας που επιβεβαιώθηκε το 2009. Σήμερα η ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι εισροές του δεν προέρχονται από μία μόνο δεξαμενή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Pulse, οι μετακινήσεις ψηφοφόρων που δέχεται από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είναι ισομερείς και υπολογίζονται σε τρεις μονάδες από την κάθε πλευρά. 

Τρίτον, οι εισροές του ΚΙΝΑΛ διευκολύνονται από αντικειμενικές συνθήκες. Αφενός την αναπόφευκτη φθορά της ΝΔ έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια διακυβέρνησης. Αφετέρου την παρατεταμένη δημοσκοπική στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος στην πρόθεση ψήφου, βάσει της χρονοσειράς της Pulse από τον Ιούλιο 2019 έως σήμερα, κινείται μεσοσταθμικά στα επίπεδα του 24%. 

Τέταρτον, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ αποδυναμώνει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο.  Κάτι που τη σειρά του επηρεάζει αρνητικά τη συνοχή της εκλογικής βάσης της ΝΔ. Διότι το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο τροφοδοτείτο από το «φόβο» επανόδου της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην εξουσία. Από τη στιγμή όμως που το σενάριο αυτό αποδυναμώνεται, μοιραία αποδυναμώνεται και ο λόγος ύπαρξης του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Κάτι που αποτυπώνεται άλλωστε στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων του μεσαίου χώρου. Σύμφωνα με την Pulse, στο ερώτημα «ποιος πολιτικός αρχηγός εκφράζει καλύτερα τον κεντρώο χώρο», ο πρωθυπουργός λαμβάνει 26%, ακολουθεί ο Ανδρουλάκης με 22% και ο Τσίπρας σε απόσταση αναπνοής με 20%. Συνεπώς ο Μητσοτάκης πλέον, δεν αξιολογείται τόσο με κριτήριο την ικανότητά του να αποτελέσει ανάχωμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Όσο με βάση τις κυβερνητικές του επιδόσεις στα ζητήματα που απασχολούν περισσότερο την κοινή γνώμη. Υπό αυτή την έννοια, η ανεπιτυχής διαχείριση μιας κρίσης, κοστίζει σήμερα, περισσότερο από ότι χθες.  

Πέμπτον, η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ για μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση, αφήνει εκ των πραγμάτων κενό χώρο για μετριοπαθή αντιπολίτευση. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν καταγράφεται δημοσκοπικά κάποιο ισχυρό (μέχρι τώρα τουλάχιστον) αντι-κυβερνητικό ρεύμα που να επιζητά πρόωρες εκλογές. 

Με βάση τα παραπάνω οι συνθήκες για τη διατήρηση τους επόμενους μήνες της ανόδου του ΚΙΝΑΛ μοιάζουν μάλλον ευνοϊκές. Η τελική έκβαση όμως ακόμα δεν έχει κριθεί. Θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες. Αφενός τις εξελίξεις σε οικονομία, πανδημία και διαχείριση κρίσεων. Αφετέρου τις στρατηγικές ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, πιθανή αλλαγή του εκλογικού νόμου ώστε να αποσυνδεθεί το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα από το εκλογικό του ποσοστό, πιθανότατα θα μετέβαλε τους όρους του κομματικού ανταγωνισμού. Πρώτον διότι θα διευκόλυνε την επίτευξη αυτοδυναμίας για το πρώτο κόμμα. Δεύτερον διότι θα ενίσχυε το δικομματισμό, άρα και το δεύτερο κόμμα. Τρίτον γιατί θα απάλλασσε το τρίτο κόμμα από το δίλημμα της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Μένει πάντως να φανεί η επίπτωση των όποιων εξελίξεων τους επόμενους μήνες. 

*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London (QMUL) και διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ). To βιβλίο του με τίτλο «Πρωθυπουργοί σε διαρκή εκλογική εκστρατεία: Κ. Σημίτης, Κ. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.    

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT