Στις 3 Ιανουαρίου 2020 τα μεσάνυχτα, o διοικητής της Δύναμης Quds των Φρουρών της Επανάστασης –του πιο ελιτίστικου ιρανικού στρατιωτικού σώματος– Κασέμ Σολεϊμανί προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης προερχόμενος από τη Δαμασκό. Λίγα λεπτά μετά, δύο πύραυλοι που εκτόξευσε ένα αμερικανικό μη επανδρωμένο εναέριο όχημα ή drone κυριολεκτικά εξαέρωσαν το αυτοκίνητο που μετέφερε τον Ιρανό αξιωματούχο και τη συνοδεία του. Το περιστατικό θεωρείται ένα από τα πλέον εμβληματικά για το πώς η τεχνολογία των drones μετασχηματίζει τη φύση της ένοπλης σύγκρουσης. Σηματοδοτούν και το τέλος των όποιων ψευδαισθήσεων αντέχουν ακόμη ως προς την ηρωική διάσταση του πολέμου. Αν και δεν αλλάζουν τη λειτουργία και τη φύση της διεθνούς ασφάλειας, όπως την άλλαξαν τα πυρηνικά όπλα, η διασπορά τους και οι βαλλιστικοί πύραυλοι, η χρήση τους μπορεί να είναι αποσταθεροποιητική καθώς επηρεάζει τους στρατηγικούς υπολογισμούς και οξύνει τα διλήμματα ασφαλείας πολλών κρατών.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι ΗΠΑ απολάμβαναν ένα σχετικό μονοπώλιο. Ηδη όμως πολλές χώρες τα εντάσσουν με ταχύτατους ρυθμούς στα οπλοστάσιά τους. Τα κράτη αποκτούν νέες στρατιωτικές δυνατότητες, αξιολογώντας πως άλλες χώρες τις έχουν –ή δεν τις έχουν– υιοθετήσει και πόσο αποτελεσματικές έχουν αποδειχθεί στην πράξη. Το πρόβλημα είναι ότι η διασπορά των drones δεν ενισχύει την αποτροπή και την εξισορρόπηση. Μία χώρα δεν θα διστάσει να τα χρησιμοποιήσει επειδή ο ανταγωνιστής της έχει και αυτός την ίδια ικανότητα. Τα drones και η φονική βία που παράγουν δεν φαίνεται να λειτουργούν εξισορροπητικά, καθώς δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι διαμορφώνουν στρατηγικά δόγματα αμοιβαίας αποτροπής.
Το πιο κρίσιμο στοιχείο, ωστόσο, είναι ότι η εμφάνισή τους στα θέατρα των επιχειρήσεων περίπου μία δεκαετία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα το κατώφλι χρήσης βίας να χαμηλώνει συνεχώς. Από τη φύση τους τα drones καθιστούν την απόφαση για τη χρήση θανάσιμης ισχύος λιγότερο δύσκολη. Η μείωση των στρατηγικών επιφυλάξεων έχει να κάνει με τη φύση της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Το κόστος μιας επίθεσης είναι πολύ χαμηλότερο από μια επίθεση από ένα μαχητικό αεροσκάφος. Κυρίως όμως είναι η απουσία οποιουδήποτε κινδύνου για τους χειριστές. Οι ηγεσίες είναι πολύ πιο έτοιμες να εξουσιοδοτήσουν τη χρήση τους, γνωρίζοντας ότι δεν ρισκάρουν τις ζωές του προσωπικού. Πέρα από την απουσία ρίσκου έχουν και άλλα χαρακτηριστικά που τα καθιστούν ελκυστικά. Τα σύγχρονα drones μπορούν να πετούν έως και 15 ώρες. Ο συνδυασμός ηλεκτρονικής επιτήρησης και εκτόξευσης πυραύλων τα καθιστά πλατφόρμες που μπορούν να «περιπολούν» και να αντιδρούν άμεσα όταν εμφανίζεται ο στόχος, δυνατότητα που δεν έχουν ακόμη και τα πιο σύγχρονα μαχητικά.
Ενα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι η κατάρριψη ενός drone δεν σηματοδοτεί αυτομάτως κλιμάκωση. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση τους, ενώ αυξάνει την πιθανότητα μικρής κλίμακας συγκρούσεων, δεν οδηγεί αυτόματα σε κλιμάκωση σε επίπεδο ανοιχτής πολεμικής αντιπαράθεσης. Η κατάρριψη ενός drone δεν οδηγεί οπωσδήποτε σε αύξηση της έντασης και της βίας. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ολα βεβαίως είναι σχετικά και καμία περίπτωση δεν είναι ίδια με την άλλη.
Πώς η τεχνολογία των drones μετασχηματίζει τη φύση της ένοπλης σύγκρουσης.
Σε περιπτώσεις που υπάρχουν συνοριακές διαφορές, τα drones έχει παρατηρηθεί ότι ενθαρρύνουν τα κράτη να δρουν με τρόπους που πιθανότατα δεν θα επέλεγαν υπό άλλες συνθήκες. Κινεζικά drones πετάνε με μεγάλη συχνότητα πάνω από τα νησιά Senkaku/Diaoyu, κάτι που ανάγκασε το υπουργείο Αμυνας της Ιαπωνίας να υιοθετήσει συγκεκριμένους κανόνες εμπλοκής, τέτοιους που να καθιστούν την κατάρριψή τους λιγότερο δύσκολη απ’ ό,τι αν επρόκειτο για συμβατικά μαχητικά αεροσκάφη. Δυτικότερα, στον Κόλπο, το Ιράν έχει επιχειρήσει επανειλημμένως να καταρρίψει αμερικανικά drones, ενώ δεν επιδεικνύει την ίδια αποφασιστικότητα εναντίον επανδρωμένων μαχητικών. Το ζήτημα είναι ότι η παρουσία των drones σε διαφορές θαλάσσιων οριοθετήσεων έχει αυξήσει την πιθανότητα στρατιωτικής ενέργειας.
Στην περίπτωση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, η πιθανότητα η Τουρκία να εφαρμόσει ακόμη πιο επιθετικές τακτικές συμπεριφορές χρησιμοποιώντας drones είναι μεγάλη για λόγους που έχουν εξηγηθεί παραπάνω, αλλά και γιατί είναι ένα αμυντικό σύστημα για το οποίο μπορεί να νιώθει απόλυτη στρατηγική αυτονομία. Η ελληνική απάντηση θα πρέπει τάχιστα να διαμορφωθεί με όρους «αναλογικής αντίδρασης» και σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο, η ελληνική άμυνα πρέπει να αποκτήσει το συντομότερο δυνατόν αντι-drone αμυντικές ικανότητες και μάλιστα να επενδύσει στην εγχώρια παραγωγή τους. Τα τουρκικά drones θα γίνονται όλο και καλύτερα ενσωματώνοντας νέα χαρακτηριστικά σε ένα τεχνολογικό πεδίο που θα εξελίσσεται συνεχώς και ταχύτατα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρέπει να μελετηθεί πολύ προσεκτικά η τουρκική συμπεριφορά και να διαμορφωθούν κανόνες εμπλοκής, που δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνουν και οριακές περιπτώσεις κατάρριψης. Είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο πολιτικό πρόβλημα, γιατί μια τέτοια αντίδραση συνιστά κλιμάκωση και με δεδομένη την τουρκική συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει σε κρίση. Τα νερά είναι αχαρτογράφητα.
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του ΙΔΙΣ.
Η Αθήνα σηκώνει το θέμα των τουρκικών drones – Αναζητεί αντίμετρα
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr