Συγκρατημένη ικανοποίηση επικρατεί στην κυβερνητική πλευρά για το τετ α τετ μεταξύ Κυριάκου Μητσοτάκη και Ταγίπ Ερντογάν την Κυριακή στην Κωνσταντινούπολη, μετά τις σχεδόν δύο ώρες που συνέφαγαν οι δύο ηγέτες με φόντο τον Βόσπορο. Τα οφέλη που εκτιμά η κυβερνητική πλευρά ότι υπήρξαν, είναι σε τρία κυρίως επίπεδα:
Πρώτον, η Αθήνα από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία, είδε ένα «παράθυρο» ώστε να «ρυμουλκήσει» την Τουρκία προς τη Δύση και να εγκαταλείψει η Αγκυρα την «αναθεωρητική νοοτροπία», αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η ρωσική εισβολή. Κυβερνητικοί παράγοντες σημείωναν πως ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι «ευκαιρία», αφενός, να κατανοήσει η Δύση τι ακριβώς πράττει η Τουρκία στην Αν. Μεσόγειο και στο Αιγαίο, αφετέρου, η ίδια η Αγκυρα, ως μέλος του ΝΑΤΟ, να βάλει φρένο στις απειλές εναντίον μιας χώρας-συμμάχου εντός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Η συζήτηση όπως κύλησε στην προεδρική κατοικία έδειξε πως ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί, καθώς Μητσοτάκης και Ερντογάν μίλησαν (και) ως σύμμαχοι του ΝΑΤΟ για τις νέες, ευρύτερες απειλές που αναδύονται στην περιοχή μας από τον πόλεμο. Το ΝΑΤΟ άλλωστε, μετά τη ρωσική εισβολή, βρίσκεται σε φάση αφύπνισης και θεωρείται αν όχι αδύνατον, τουλάχιστον πολύ δύσκολο κάποιο μέλος της Συμμαχίας να απειλήσει άλλο μέλος.
Το γεγονός ότι σε Ελλάδα και Τουρκία είναι προγραμματισμένες για το 2023 εκλογικές αναμετρήσεις μπορεί να οδηγήσει την Αγκυρα σε μια πολιτική χαμηλών τόνων.
Το δεύτερο επίπεδο είναι η συνεργασία σε οικονομικό επίπεδο και στα λεγόμενης «χαμηλής πολιτικής ζητήματα». Η συγκυρία επιβάλλει κάτι τέτοιο, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί ντόμινο ενεργειακής κρίσης που επηρεάζει και τις δύο χώρες και κανείς από τους δύο ηγέτες δεν θέλει να δει την κρίση να περνάει περαιτέρω στο εσωτερικό της χώρας του με μία ελληνοτουρκική αντιπαράθεση χαρακωμάτων. Ειδικά η Τουρκία, που τον τελευταίο ένα χρόνο αντιμετωπίζει πλήθος εσωτερικών προβλημάτων και αναζητεί θετική ατζέντα διαφυγής. Κυβερνητικός παράγοντας έλεγε στην «Κ» πως οι δύο ηγέτες εστίασαν «σε όσα μπορεί να ενώσουν τις δύο χώρες και όχι στα όσα τις χωρίζουν». Στο πλαίσιο αυτό συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί κοινή συνεδρίαση των δύο υπουργικών συμβουλίων το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, όπου και θα εξετασθούν ζητήματα συνεργασίας πρωτίστως στον οικονομικό τομέα, που ήδη «τρέχουν» ο κ. Φραγκογιάννης με τον ομόλογό του κ. Ονάλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι για πολλοστή φορά οι δύο πλευρές έχουν φθάσει πολύ κοντά στο να συμφωνηθεί η ακτοπλοϊκή διασύνδεση Σμύρνης – Θεσσαλονίκης. Ως προς το ενεργειακό σκέλος, η μόνη συνεργασία αφορά αποκλειστικά τη μεταφορά αζερικού φυσικού αερίου στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας (ΤΑΡ).
Το τρίτο επίπεδο που φαίνεται πως υπάρχει όφελος από τη συνάντηση είναι αμιγώς πολιτικό. Και οι δύο ηγέτες έχουν να αντιμετωπίσουν εντός του 2023 προγραμματισμένες εκλογικές αναμετρήσεις. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει την πλευρά της Τουρκίας να έχει αποδυθεί τους τελευταίους μήνες σε έναν αγώνα εξομάλυνσης –έστω και επιφανειακής– των σχέσεων της Αγκυρας με περιφερειακούς παράγοντες, όπως το Ισραήλ, και φαίνεται πως η Ελλάδα έχει να επωφεληθεί και η ίδια από αυτή την επιλογή.
Ο κ. Μητσοτάκης, άλλωστε, δεν θα ήθελε να δει τον τελευταίο ένα χρόνο της θητείας του να επανέρχεται η τουρκική επιθετικότητα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι χθες ο Τούρκος πρόεδρος επικοινώνησε με τον κ. Μητσοτάκη για να του ευχηθεί περαστικά και ταχεία ανάρρωση. Χθες ο πρωθυπουργός ξεκίνησε γύρο τηλεφωνικών επαφών με τους πολιτικούς αρχηγούς, ώστε να τους ενημερώσει για τη συνάντηση με τον κ. Ερντογάν.