Κυβερνήσεις και εκλογικό σύστημα

Ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο των προβληματικών επιδόσεων που χαρακτηρίζουν τη νομοθετική λειτουργία του πολιτικού κόσμου της χώρας αποτελεί το σχετικό με τον καθορισμό του συστήματος με το οποίο διεξάγονται οι εθνικές εκλογές

2' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο των προβληματικών επιδόσεων που χαρακτηρίζουν τη νομοθετική λειτουργία του πολιτικού κόσμου της χώρας αποτελεί το σχετικό με τον καθορισμό του συστήματος με το οποίο διεξάγονται οι εθνικές εκλογές.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σταθερό και συνταγματικά κατοχυρωμένο εκλογικό σύστημα. Το στοιχείο αυτό έτυχε εκμετάλλευσης από κόμματα που άσκησαν τη διακυβέρνηση, προκειμένου να διαμορφώσουν κατά καιρούς τις καλύτερες δυνατές για εκείνα συνθήκες έναντι των αντιπάλων τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταπολιτευτική ιστορία χωρίζεται σε δύο περιόδους, την πριν και τη μετά το 2001. Το μείζον που σημειώθηκε εκείνη τη χρονιά ήταν, μέσω της τότε διαδικασίας αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη της χώρας, η δέσμευση όλων των μετέπειτα πλειοψηφιών, όταν αποφασίζουν αλλαγή του εκλογικού νόμου, η ισχύς του νέου να αρχίζει από τις μεθεπόμενες και όχι τις αμέσως επόμενες εκλογές, όπως έως τότε ίσχυε. Μοναδική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα και εφαρμογή νέου εκλογικού νόμου από τις επόμενες εκλογές προβλέπεται μόνο στην περίπτωση που ο νέος εκλογικός νόμος ψηφιστεί «με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών», δηλαδή τουλάχιστον 200 βουλευτές.

Η συνταγματική αυτή ρύθμιση απέτρεψε, επί της ουσίας, το ενδεχόμενο να επαναληφθούν όσα συνέβησαν λίγο πριν από τις εκλογές του 1989: η τότε κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ, πρωθυπουργός Ανδρ. Παπανδρέου), βλέποντας ότι η Ν.Δ. όδευε προς εκλογική νίκη, θέλησε να την αναχαιτίσει με ένα πολύπλοκο νομοθέτημα (ενισχυμένη αναλογική με κάποια στοιχεία απλής αναλογικής). Πράγματι, χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και η συνεργασία, τελικώς, της μονοεδρικής ΔΗΑΝΑ (Κ. Στεφανόπουλος) προκειμένου να αναδειχθεί πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αφού, παρά τα κάθε φορά υψηλά ποσοστά της, η Ν.Δ. δεν μπορούσε να αποκτήσει κυβερνώσα πλειοψηφία.

Η μεταπολιτευτική ιστορία χωρίζεται σε δύο περιόδους, την πριν και τη μετά το 2001.

Η νέα κυβέρνηση των 151 βουλευτών, όπως ήταν αναμενόμενο, άλλαξε τον εκλογικό νόμο επαναφέροντας την ενισχυμένη αναλογική (σύστημα το οποίο ίσχυε από το 1974 έως και το 1985). Το συγκεκριμένο σύστημα διατηρήθηκε ουσιαστικά και μετά την αλλαγή του νόμου το 2004 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, πρωθυπουργός Κ. Σημίτης), με την πρόβλεψη να λαμβάνει το πρώτο κόμμα «πριμ» –ή αλλιώς «μπόνους»– 40 εδρών, ώστε να διαμορφώνονται όροι σταθερής μονοκομματικής κυβέρνησης. Αργότερα (κυβέρνηση Ν.Δ., πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής) το «μπόνους» αυξήθηκε σε 50 έδρες.

Αυτό το πλεονέκτημα ως πρώτο κόμμα, και παρά τις εξαγγελίες του για καθιέρωση απλής αναλογικής, διατήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις κάλπες του Ιανουαρίου 2015, «διασφαλίζοντας» σε εκείνη τη συγκυρία την επανεκλογή του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Θυμήθηκε, ωστόσο, την απλή αναλογική παρατηρώντας ότι στις εκλογές του 2019 θα κέρδιζε η Ν.Δ. (του Κυρ. Μητσοτάκη) και προσβλέποντας σε «επαναφορά» του μέσω νέας συνεργασίας στη διακυβέρνηση, στις μεθεπόμενες πλέον εκλογές.

Η νέα κυβέρνηση του σημερινού πρωθυπουργού επανέφερε, ως γνωστόν, την ενισχυμένη αναλογική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT