Η σκοπιμότητα της Τουρκίας

3' 10" χρόνος ανάγνωσης

Υπάρχει ένα πολύ κακό σενάριο. Η τοξικότητα και η λεκτική βία που εκπέμπεται σταθερά πλέον από την Αγκυρα να αποτελεί μέρος ενός σχεδίου του οποίου ένα από τα βασικά επόμενα στάδια είναι μια κρίση που θα περιλαμβάνει και μια υψηλής έντασης και διακυβεύματος στρατιωτική αντιπαράθεση. Αυτή η καθημερινή επιθετικότητα, οι απροκάλυπτες απειλές, η έξαψη των εθνικιστικών αντανακλαστικών μιας μερίδας της τουρκικής κοινής γνώμης δεν μπορεί πλέον να ερμηνευθεί μόνο στο πλαίσιο εσωτερικών πολιτικών επιδιώξεων και αναγκών. Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος χρειάζεται το ακροατήριο του Μπαχτσελί και θα συνεχίζει να το ερεθίζει.

Ομως, αυτή η σκοπιμότητα δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει τη συγκυρία. Ακόμη και μετά την εισβολή στην Κύπρο, στα Ιμια ή στην περίπτωση του εγκληματικού χειρισμού της υπόθεσης Οτσαλάν, η Αγκυρα δεν εγκατέλειψε τη διπλωματική –έστω υψηλότατων τόνων– γλώσσα.

Για τους ρέκτες των ιστορικών αναλογιών, της ναζιστικής εισβολής στην Πολωνία προηγήθηκε και τη συνόδευσε μια επιθετική προπαγάνδα ψεύδους περί πολωνικών επιθέσεων με θύμα τη γερμανική εθνοτικά κοινότητα της χώρας (Volksdeutschen). Της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και το 2014 και το 2022 προηγήθηκε μια σταθερή εκπομπή προπαγάνδας περί ναζί στο Κίεβο. Και βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε και το τι προηγήθηκε των Σεπτεμβριανών του 1955.

Η τουρκική τακτική επιχειρεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο στο οποίο η Ελλάδα περιγράφεται ως ο επιτιθέμενος και ως πιόνι των εχθρών της Τουρκίας. Κατά σύμπτωση όλοι αυτοί εντοπίζονται στη Δύση. Επαναπροωθεί πρόσφυγες και μετανάστες σε στεριά και θάλασσα, φιλοξενεί και εκπαιδεύει τρομοκράτες, προσφέρει προστασία σε πραξικοπηματίες, παρενοχλεί τα τουρκικά μαχητικά και πάνω από όλα έχει καταλάβει τουρκικά νησιά πριν από 20 χρόνια και έχει στρατιωτικοποιήσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τα οποία θα χάσει όταν η Τουρκία «θα έλθει μια νύχτα».

Το χειρότερο σε μια έτσι κι αλλιώς οριακή, όπως εξελίσσεται, διπλωματική κατάσταση είναι ότι η καθημερινή προπαγάνδα και η αναπαραγωγή της μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ρεαλιστική αποτύπωση. Στο ενδεχόμενο μιας ομαδικής παράκρουσης, μια κατασκευασμένη εικόνα αντιμετωπίζεται πιο εύκολα απ’ ό,τι πιστεύουν κάποιες και κάποιοι ως «πραγματική».

Την ίδια στιγμή, υπάρχει μια γεωπολιτική πραγματικότητα που ίσως αλλάζει ταχύτατα και δεν είναι καθόλου εικονική. Για το καθεστώς Ερντογάν η Δύση δεν είναι πλέον –και μάλλον δεν ήταν ποτέ– το πλαίσιο αναφοράς της τουρκικής κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής, ακόμη και οικονομικής εξέλιξης. Πέρα από τις γνωστές (νεο)οθωμανικές αυτοκρατορικές αυταπάτες, για την ελίτ που κυβερνάει τη χώρα εδώ και είκοσι χρόνια η Τουρκία είναι ένα «Κεντρικό Κράτος» (Central State) που δεν περιορίζεται στις επιλογές και προτιμήσεις της από κανένα θεσμικό ή άλλο γεωπολιτικό περιορισμό. Η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ είναι σημαντική για τα μέλη του, αλλά για την Τουρκία είναι χρήσιμη στον βαθμό που αναγνωρίζεται η αυτονομία της. Οι σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν είναι απόδειξη, από τη μία, στρατηγικής χειραφέτησης και, από την άλλη, μοχλός πίεσης στη Δύση. Η Ουάσιγκτον και αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πασχίζουν να ισορροπήσουν μεταξύ μιας Τουρκίας που δεν εμπιστεύονται και δεν ελπίζουν στη συμμαχική συμπόρευση (βλ. Ουκρανία, Λιβύη, Συρία), αλλά και δεν είναι καθόλου έτοιμες να τη δουν να συμμαχεί με τη βασική της απειλή. Για τις δυτικές ελίτ, η ελπίδα είναι ότι οι εκλογές θα λύσουν αυτό το αφόρητο δίλημμα.

Ο πρόεδρος Ερντογάν προφανώς και εκμεταλλεύεται αυτή τη στρατηγική παράλυση που προκαλεί το τουρκορωσικό «παίγνιο». Για τη Μόσχα, η Τουρκία είναι χρήσιμη ως μέλος της Δύσης και του ΝΑΤΟ. Ως ένας παράγοντας που θα υπονομεύει συνεχώς τη συνοχή της και θα πιέζει την Ελλάδα, στην οποία αρκετοί στη Δύση επενδύουν ως σημαντικό κομμάτι στο παζλ της δυτικής στρατηγικής ανάσχεσης του ρωσικού αναθεωρητισμού.

Πέρα από τη γεωπολιτική συγκυρία, για το καθεστώς Ερντογάν η Ρωσία του Βλαδίμηρου Πούτιν έχει και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στον νέο κόσμο που αναδύεται, η Τουρκία του Ερντογάν έχει ήδη ταχθεί με το μέτωπο των «ανελεύθερων δημοκρατιών» (illiberal democracies). Εκεί όπου οι «ηγέτες» δεν φεύγουν έπειτα από εκλογές.

* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT