Το υπαρξιακό πρόβλημα της ΕΥΠ

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τηλεφώνημα που με ξύπνησε απότομα τα ξημερώματα στις 24 του περασμένου Φλεβάρη. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η Σούζι, μια Αμερικανίδα φοιτήτριά μου, που είναι παντρεμένη με έναν πολιτικό μηχανικό από την Ουκρανία

6' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τηλεφώνημα που με ξύπνησε απότομα τα ξημερώματα στις 24 του περασμένου Φλεβάρη. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η Σούζι, μια Αμερικανίδα φοιτήτριά μου, που είναι παντρεμένη με έναν πολιτικό μηχανικό από την Ουκρανία. Ζουν ήρεμα με τα δύο χαριτωμένα κοριτσάκια τους σε ένα ήσυχο προάστιο της πόλης μου εδώ στις ΗΠΑ. Ομως εκείνο το πρωί η Σούζι ήταν έντρομη. Ρωσικά στρατεύματα είχαν μόλις εισβάλει στην Ουκρανία και κατευθύνονταν προς τα αστικά κέντρα. Γνωρίζοντας ότι ειδικεύομαι στον τομέα των πληροφοριών και των μυστικών υπηρεσιών, η Σούζι με ρώτησε τι θα συνέβαινε τις επόμενες ημέρες. Επίσης πώς θα έπρεπε να αντιδράσουν τα μέλη της οικογένειας του συζύγου της, που ζούσαν εκεί; Να οχυρωθούν στο διαμέρισμά τους ή να καταφύγουν προς τα δυτικά;

Ενώ προσπαθούσα σαστισμένος να δώσω μια απάντηση, η Σούζι μου είπε κάτι που με συντάραξε: «Ξέρετε, είναι αδιανόητο πόσο γρήγορα άλλαξε η ζωή στην Ουκρανία. Χθες ήταν μια κανονική χώρα. Ο κόσμος πήγαινε στη δουλειά του, στον κινηματογράφο, και τα νέα παιδιά χαριεντίζονταν στον δρόμο. Οι ηλικιωμένοι κουβέντιαζαν στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και οι τροχονόμοι μοίραζαν κλήσεις στα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα. Σήμερα υπάρχουν πτώματα στους δρόμους, ενώ απελπισμένοι άνθρωποι λεηλατούν ημικατεστραμμένες αποθήκες τροφίμων για να επιβιώσουν».

Είναι πράγματι τρομακτικό το πόσο λεπτή είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της κανονικότητας μιας ομαλής δημοκρατικής χώρας και αυτού που ο φιλόσοφος Τόμας Χομπς ονόμασε το «χάος της κτηνώδους βαρβαρότητας». Προσωπικά, όσο ασχολούμαι με τον τομέα της ασφάλειας τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι ο μέσος πολίτης αυτού που ονομάζουμε «ανεπτυγμένο κόσμο» έχει πλήρη άγνοια του πόσο λεπτοφυής είναι αυτή η διαχωριστική γραμμή. Η τραγωδία της Ουκρανίας μπορεί να διαδραματιστεί –με διαφορετικές αιτίες και σε διαφορετικές μορφές– οπουδήποτε, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Θα έλεγα μάλιστα ότι οι πιο ευάλωτες κοινωνίες είναι εκείνες που βασίζονται στη δημοκρατία – σε αυτό το θεσπέσιο και συνάμα εύθραυστο πολίτευμα. Αλλωστε, ήδη από τα αρχαία χρόνια, οι πρωτεργάτες του δημοκρατικού πολιτεύματος γνώριζαν ότι για να ανθήσει και να ακμάσει πολιτικά η δημοκρατία προϋποθέτει υψηλούς βαθμούς σταθερότητας και ασφάλειας. Γι’ αυτό ακριβώς η δημοκρατία χρειάζεται, περισσότερο από κάθε άλλο πολίτευμα, υψηλών προδιαγραφών υπηρεσίες πληροφοριών.

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις αναφορικά με παρακολουθήσεις δημοσίων προσώπων από την Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) αξίζουν την προσοχή όλων. Οχι όμως μόνο για τον λόγο στον οποίο όλοι εστιάζουν, δηλαδή στην παράβαση του ιδιωτικού απορρήτου. Δεν εννοώ ότι οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις που βγήκαν στο φως της δημοσιότητας δεν είναι νομικά επιλήψιμες – κάθε άλλο. Κατά τη γνώμη μου, όμως, δεν είναι αυτές το μόνο ουσιώδες ζήτημα, ειδικά στην εποχή του Ιντερνετ, όπου η ιδιωτικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ευρεία αυταπάτη. Μέσα στη μαζική και δίχως όρια παρακολούθηση όλων μας από αμέτρητα τηλεοπτικά συστήματα ασφάλειας, τις εταιρείες παροχής Ιντερνετ, τους διαφημιστές, αλλά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ποιος από εμάς απολαμβάνει το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής;

Αναντίρρητα παρακολουθούμαστε όλοι συνεχώς, και ιδιαίτερα τα δημόσια πρόσωπα, που είναι δίχως εξαίρεση πιο στενά υπό παρακολούθηση από ποτέ άλλοτε. Κανείς πολιτικός, διπλωμάτης, επιχειρηματίας, κρατικός λειτουργός κ.λπ. δεν θα πρέπει να θεωρεί την ιδιωτική του ζωή απόρρητη, ιδιαίτερα εάν χρησιμοποιεί οποιαδήποτε κινητή τηλεφωνική συσκευή. Δεν περιμέναμε άλλωστε αυτό το σκάνδαλο για να συνειδητοποιήσουμε πόσο εκτεθειμένοι είμαστε όλοι μας μπροστά στους μηχανισμούς της παρακολούθησης που μας περιβάλλουν.

Το πιο ουσιώδες ζήτημα των αποκαλύψεων είναι ότι φανερώνουν τη γύμνια της πληροφοριακής υποδομής της Ελλάδας. Φανερώνουν επίσης τη θεσμική και επιχειρησιακή αδυναμία της ΕΥΠ να επιτελέσει την εθνική της αποστολή – και μάλιστα σε καιρούς όπου η σχετική ομαλότητα, στην οποία γενιές Ελλήνων έχουν συνηθίσει από την εποχή της Μεταπολίτευσης, απειλείται περισσότερο από ποτέ. Θέλω να τονίσω εδώ ότι στους κύκλους των ειδημόνων σε θέματα ασφάλειας, στους οποίους κινούμαι εδώ και δεκαετίες, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι εποχές που έρχονται θα είναι εξαιρετικά δύσκολες παγκοσμίως. Οι χρόνιες παθογένειες των ασταθών περιοχών του πλανήτη, όπως είναι τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή, ενδέχεται να επιβαρυνθούν έντονα από μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτική αβεβαιότητα διεθνώς.

Οσον αφορά την Ελλάδα, δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα που να μας κάνει να πιστεύουμε ότι η αστάθεια που η χώρα βίωσε την τελευταία δεκαετία θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, πιθανότατα θα παγιωθεί, και μάλιστα εντεινόμενη λόγω της επανεμφάνισης πολλαπλών διενέξεων στην ευρύτερη περιοχή, από τις οποίες η χώρα θα κληθεί να εξέλθει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Ωστόσο, κάτι τέτοιο φαντάζει δύσκολο, ιδιαίτερα δίχως τη συμβολή μιας σύγχρονης και προηγμένης υπηρεσίας πληροφοριών.

Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης μιας υπηρεσίας πληροφοριών όπως η ΕΥΠ; Είναι η συνεχής συλλογή και ανάλυση δεδομένων που θεωρούνται ζωτικά για την ασφάλεια της χώρας, καθώς και η έγκαιρη μεταβίβασή τους στους κύκλους της εκτελεστικής εξουσίας, οι οποίοι καλούνται να λάβουν αποφάσεις πάνω σε κρίσιμα εθνικά θέματα. Ο απώτερος στόχος αυτής της προσπάθειας είναι να μετριαστούν στο μέτρο του δυνατού, ή ακόμα και να εξαλειφθούν, οι περιπτώσεις λήψης λανθασμένων αποφάσεων, που θα μπορούσαν να αποδειχθούν ζημιογόνες για το μέλλον της χώρας. Βασική προϋπόθεση για μια επιτυχημένη υπηρεσία πληροφοριών είναι να ενεργεί αθόρυβα, ώστε να έχει τη δυνατότητα να συλλέγει υλικό που δεν είναι ευρέως προσπελάσιμο. Συνεπώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη αποτυχία για μια υπηρεσία πληροφοριών από το να βρεθεί η ίδια στο επίκεντρο της ειδησεογραφίας. Οι πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με την ΕΥΠ είναι ακριβώς αυτό: μια επιχειρησιακή αποτυχία, που ταυτόχρονα υποδηλώνει τις χρόνιες παθογένειες της υπηρεσίας.

Ηδη από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η ΕΥΠ και οι προκάτοχοί της χτίστηκαν βεβιασμένα και άναρχα μέσα σε συνθήκες εμφύλιου σπαραγμού, στρατιωτικών πραξικοπημάτων και συχνά ακραίων ψυχροπολεμικών αντιλήψεων. Η ανάπτυξη της υπηρεσίας καθώς και η σημερινή μορφή της είναι απόρροια βεβιασμένων και αυτοσχέδιων αντιδράσεων σε πραγματικές ή υποτιθέμενες απειλές. Ως αποτέλεσμα, η δομή της, οι αρμοδιότητές της, οι επιχειρησιακές της προτεραιότητες και η κατάρτιση του προσωπικού της παραμένουν άτακτες, ανεπαρκείς και μη ευθυγραμμισμένες με τις πληροφοριακές ανάγκες του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Διόλου δεν ξαφνιάζει μάλιστα το γεγονός ότι η ΕΥΠ είναι επί του παρόντος ξεκομμένη από τα στρατηγικά κέντρα της κυβέρνησης, όντας ανήμπορη να εκτελέσει το βαρυσήμαντο εθνικό της έργο.

Τι θα πρέπει να αλλάξει; Αρχικά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση η ΕΥΠ να εποπτεύεται μονομερώς από τον πρωθυπουργό. Αυτή είναι μια επικίνδυνη συνταγή, που ουσιαστικά προτρέπει και τις δύο πλευρές στην παραβατικότητα. Αντίθετα, η εποπτεία της υπηρεσίας θα πρέπει πάντοτε να ανατίθεται ακριβοδίκαια μεταξύ εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας. Μάλιστα η νομοθετική εξουσία θα πρέπει να λάβει τη μορφή ειδικευμένης κοινοβουλευτικής επιτροπής, η οποία θα ασχολείται μόνο με την ΕΥΠ και θα την ελέγχει θεσμικά, δημοσιονομικά και επιχειρησιακά. Ταυτόχρονα, οι πρακτικές της υπηρεσίας θα πρέπει να ελέγχονται όχι μόνο από εισαγγελείς αλλά και από τα στελέχη ενός τακτικού δικαστηρίου με ειδίκευση στον έλεγχο της υπηρεσίας. Στο καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο είναι προφανές ότι η παρούσα Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) είναι ανεπαρκής. Αντί αυτής απαιτείται η σύσταση μιας καινοτόμου ανεξάρτητης αρχής εποπτείας της ΕΥΠ, η ισχύς της οποίας θα πρέπει να κατοχυρωθεί νομικά και συνταγματικά.

Επιπλέον είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί μια ξεχωριστή σχολή με πληθώρα ειδικεύσεων, όπου θα φοιτούν τα μαθητευόμενα στελέχη της υπηρεσίας και όπου θα έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν όποτε απαιτείται για μετεκπαίδευση. Είναι αδικαιολόγητο να φοιτούν σε ειδικές σχολές μαθητευόμενοι φαντάροι ή αστυνομικοί και να μην κάνουν το ίδιο τα στελέχη της ΕΥΠ. Είναι επίσης σημαντικό η εκπαίδευση των στελεχών της ΕΥΠ να περιέχει πρακτικές γνώσεις –όπως, π.χ., συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών– αλλά και θεσμικές, όπως και νομικές. Ωστόσο, όλες οι παραπάνω προτάσεις θα είναι δύσκολο να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές εάν δεν επιχειρηθεί ταυτόχρονα η άμεση επανασύνδεση της ΕΥΠ με τα κέντρα στρατηγικών αποφάσεων του κράτους. Αυτό μπορεί να γίνει με τη σύσταση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, που θα αποσκοπεί στο να συγχρονίσει και να εμβαθύνει τον συντονισμό των πληροφοριακών δομών του κράτους.

Εν κατακλείδι, το πρόβλημα της ΕΥΠ είναι υπαρξιακό. Στους δύσκολους καιρούς που έπονται, η έλλειψη επαρκούς πληροφοριακής υποδομής ισοδυναμεί με εθνική καταδίκη. Ας διδαχτούμε από την περίπτωση της Ουκρανίας, οι μυστικές υπηρεσίες της οποίας απέτυχαν να εκτιμήσουν σωστά τις βλέψεις του Κρεμλίνου, με καταστροφικά αποτελέσματα. Η επόμενη Ουκρανία ίσως να είμαστε εμείς.

* Ο κ. Σήφης Φιτσανάκης είναι καθηγητής Πληροφοριών και Ασφάλειας στο Coastal Carolina University των ΗΠΑ και συγγραφέας του βιβλίου «Εθνική ασφάλεια και σύγχρονες υπηρεσίες κατασκοπείας στην Ελλάδα» (εκδόσεις Ποταμός).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT