Άρθρο της Α. Παπανικολάου στην «Κ»: Οι παρεκκλίσεις ενός καλοδεχούμενου νομοσχεδίου

Άρθρο της Α. Παπανικολάου στην «Κ»: Οι παρεκκλίσεις ενός καλοδεχούμενου νομοσχεδίου

Η εμπειρική παρατήρηση εύκολα καταδεικνύει ότι στον μακρύ ιστορικό χρόνο, οι κρίσεις κάποτε λειτουργούν ως εφαλτήριο για θεσμικό αναστοχασμό και επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων που συνέχουν την κοινωνική συμβίωση

5' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εμπειρική παρατήρηση εύκολα καταδεικνύει ότι στον μακρύ ιστορικό χρόνο, οι κρίσεις κάποτε λειτουργούν ως εφαλτήριο για θεσμικό αναστοχασμό και επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων που συνέχουν την κοινωνική συμβίωση. Η εν εξελίξει υπόθεση διάρρηξης της εμπιστοσύνης σε σχέση με διαδικαστική επάρκεια του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου και την αποτελεσματική, τελικώς, προστασία του δικαιώματος στο επικοινωνιακό απόρρητο, δεν φαίνεται να εμπίπτει στην παραπάνω εκδοχή του τρόπου που γράφεται η ιστορία.

Το σχέδιο νόμου για τη «διαδικασία άρσης του απορρήτου» που μόλις πριν από λίγες μέρες δόθηκε στη δημοσιότητα, συνιστά κατ’ αρχάς μια πολυαναμενόμενη –και γι’ αυτό καλοδεχούμενη– νομοθετική πρωτοβουλία. Και τούτο, όχι μόνο για να κατευνάσει με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης τα εξημμένα πολιτικά πάθη και να ανατάξει τα επίδικα της ζέουσας επικαιρότητας. Οι προσδοκίες αφορούν πρωτίστως τον ανασχεδιασμό της διοικητικής πρακτικής και την αποκατάσταση κανονιστικών αστοχιών που απομειώνουν τον «απόλυτα απαραβίαστο» χαρακτήρα του δικαιώματος, όπως αυτός εξαγγέλλεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος και διασφαλίζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Στις λίγες αποσπασματικές επισημάνσεις που ακολουθούν επιχειρείται μια πρώτη, αβαθής αποτύπωση μέρους των ζητημάτων που είναι πολύ πιθανό να απασχολήσουν τον δημόσιο –επιστημονικό και πολιτικό– διάλογο των επόμενων ημερών. Κατ’ αρχάς, η απόπειρα για νομοθετική απαρίθμηση ενδεικτικών συνιστωσών της εθνικής ασφάλειας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρόβλημα ωστόσο γεννά η ευρύτητα του ορισμού. Ειδικότερα, ως λόγοι «εθνικής ασφάλειας» ορίζονται «οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως ιδίως λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος» [άρθρο 3 περ. (α)]. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ορισμό που εκτείνεται στο σύνολο φάσμα των κρατικών δραστηριοτήτων. Το πρόβλημα μάλιστα γίνεται οξύτερο συνδυαζόμενο με μία από τις πλέον κρίσιμες παραλείψεις τού υπό συζήτηση σχεδίου: οι διατάξεις που αφορούν την εθνική ασφάλεια θα εξακολουθούν δυστυχώς να εκδίδονται από μονοπρόσωπο εισαγγελικό όργανο και να είναι αναιτιολόγητες, καθόσον ούτε τώρα καθιδρύεται σχετική υποχρέωση. Η βαθύτερη ουσία όμως, η ζείδωρη μήτρα του κράτους δικαίου συμπίπτει και προϋποθέτει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κάθε κρίσης που εκφέρεται από πολιτειακά όργανα. Οσο δεν εννοούμε να αντιληφθούμε ότι η διαπίστωση αυτή δεν συνιστά εμμονικό αφορισμό, αλλά συναρτάται ευθέως με την ποιότητα της δημοκρατίας αυτής καθεαυτήν, καμία νομοθετική μεταβολή δεν μπορεί να αποβεί γνησίως μεταρρυθμιστική.

Η επαναφορά του δικαιώματος γνωστοποίησης και στις διενεργηθείσες για λόγους εθνικής ασφάλειας άρσεις συμβάλλει οπωσδήποτε στην επί τα βελτίω εξέλιξη. Εντούτοις, η δυνατότητα υποβολής σχετικού αιτήματος μόνο μετά την πάροδο τριετίας εμφανίζεται ως μείζων και αδικαιολόγητος, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμός. Επιπλέον, σοβαρά ζητήματα τίθενται όσο ως προς το τριμελές όργανο που θα αποφαίνεται επί των επίμαχων αιτημάτων, όσο και ως προς την προβλεπόμενη στο σχέδιο διαδικασία. Ειδικότερα, πλην του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, τα άλλα δύο μέλη είναι ο διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και ο εκεί εγκαταβιών εισαγγελέας ως εκπρόσωπος της δικαστικής αρχής. Κατά τα παγίως όμως νομολογηθέντα κριτήρια του ΕΔΔΑ, πρόκειται για μέλη που δεν διαθέτουν εχέγγυα ανεξαρτησίας, καθόσον στα πρόσωπά τους συμπίπτει η ιδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση άρσης και εκείνου που εκ των υστέρων καλείται να αποφανθεί επί της γνωστοποίησής της στον θιγόμενο.

Περαιτέρω, ο συντακτικός νομοθέτης έχει εμπιστευθεί τα ζητήματα διασφάλισης του απορρήτου –των όρων που διενεργήθηκαν οι άρσεις από τη δικαστική αρχή, περιλαμβανομένων– στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (άρθρο 19 παρ. 2). Η αποξένωση συνεπώς της συνταγματικής περιωπής αρχής από την οικεία αρμοδιότητα συνιστά δικαστικώς ελεγκτέα νομοθετική ανακολουθία, ενώ διασπά αδικαιολογήτως τη διαδικαστική ενότητα ως προς την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος (τα αιτήματα για γνωστοποίηση άρσεων που αφορούν τα «ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα» εξακολουθούν να απευθύνονται ενώπιον της ΑΔΑΕ).

H απόπειρα για νομοθετική απαρίθμηση ενδεικτικών συνιστωσών της εθνικής ασφάλειας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρόβλημα ωστόσο γεννά η ευρύτητα του ορισμού.

Ας αθροιστεί στα παραπάνω η ανοίκεια και απολύτως ασύμβατη με τα δικαιοκρατικά minima πρόβλεψη του σχεδίου νόμου περί μη τήρησης πρακτικών και καταγραφής τυχόν μειοψηφίας, στο πλαίσιο της απόφασης που λαμβάνεται από το προαναφερόμενο τριμελές όργανο.

Ετερο ζήτημα που προσκρούει ευθέως στη νομολογία του ΕΔΔΑ είναι η αόριστη χρονική διάρκεια των άρσεων στο πεδίο της εθνικής ασφάλειας. Κι ενώ το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου φαίνεται κατ’ αρχάς να αντιμετωπίζει το πρόβλημα περιορίζοντας τη συνολική διάρκεια των παρατάσεων στους δέκα μήνες, στο αμέσως επόμενο εδάφιο της ίδιας διάταξης (άρθρο 8 παρ. 8) ο κανόνας αναιρείται. Επαναφέρεται δηλαδή η δυνατότητα επ’ αόριστον παρατάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι η υπέρβαση στηρίζεται σε «συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας». Μολονότι η εθνική ασφάλεια συνδέεται με την ιδιοπροσωπία κάθε έννομης τάξης, είναι ακατανόητη για τον καλόπιστο αναγνώστη η επιμονή της καθ’ ημάς νομοθέτησης σε διατάξεις ευθέως ασύμβατες προς τις απορρέουσες από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση υπερεθνικές μας δεσμεύσεις. Διερωτάται τελικά ευλόγως κανείς για την επιλεκτική κατανόηση που μοιάζει να προσδοκούμε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε ό,τι αφορά το πλεόνασμα ευαισθησίας περί τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

Δεν σταματάει εδώ προφανώς η ανάγκη για σημειακή ανάδειξη παρεκκλίσεων του επίμαχου σχεδίου νόμου. Εκτιμούμε όμως ότι οι προεκτεθείσες αποσπασματικές επισημάνσεις είναι ήδη αρκετές για να καταστεί σαφές ότι η εκπλήρωση όσων ευαγγελίζεται το Σύνταγμα περί «απολύτ[ως] απαραβίαστο[υ]» δικαιώματος στο απόρρητο της «ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας», καθώς επίσης και η σκοπούμενη από την ΕΣΔΑ «αποτελεσματική και συγκεκριμένη» προστασία του δικαιώματος εξακολουθούν να αποτελούν επιτακτικό ζητούμενο.

Συμβαίνει κάποτε, στη διαχρονία της ιστορίας, να «ταράττεται, εν ώραις σοβαρών σπουδών», ακόμα και «η ακοή» του σοφού νομοθέτη και να μην αντιλαμβάνεται ούτε αυτός –ή κυρίως αυτός– τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων». Τότε, είναι βέβαιο ότι η ποιότητα της δημοκρατίας, ενίοτε και η ακεραιότητα των θεσμών της, τίθενται σε διακινδύνευση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα θεσμικά πολιτειακά αντίβαρα και η κοινωνία των πολιτών οφείλουν, κατά το ήθος τους, να αρθούν στο ύψος της αποστολής τους. Πολλώ δε μάλλον, όταν η «βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» έχει προ πολλού πάψει να είναι μυστική. Η γνώση δημιουργεί υποχρεώσεις και ο επιστημονικός πατριωτισμός δεν είναι υπόθεση των ακαδημαϊκών εργαστηρίων.

* H δρ Αικατερίνα Π​απανικολάου είναι δικηγόρος, μέλος στην ​Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών​.

Η γράφουσα διευκρινίζει ότι οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν κείμενο απηχούν προσωπικές επιστημονικές θέσεις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT