Άρθρο του Ν. Λοϊζίδη στην «Κ»: Ελληνοτουρκικά και απλή αναλογική: σενάρια κρίσης

Άρθρο του Ν. Λοϊζίδη στην «Κ»: Ελληνοτουρκικά και απλή αναλογική: σενάρια κρίσης

Ως αποτέλεσμα της ευρύτερης πόλωσης οι προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων να υιοθετήσουν ένα κοινώς αποδεκτό εκλογικό σύστημα έχουν αποτύχει

4' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ως αποτέλεσμα της ευρύτερης πόλωσης οι προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων να υιοθετήσουν ένα κοινώς αποδεκτό εκλογικό σύστημα έχουν αποτύχει. Είτε μας αρέσει είτε όχι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής παράλληλα με τις αυξανόμενες απειλές της Αγκυρας και την ορατή πλέον πιθανότητα να ξεσπάσει μια χωρίς προηγουμένου κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο ειδικά μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου εκλογών.

Το σενάριο αυτό είναι ίσως το πιο εφιαλτικό των τελευταίων δεκαετιών και σχετίζεται με τη γεωπολιτική διάσταση των επόμενων και μεθεπόμενων εκλογών. Είτε μέσω μιας ανοιχτής πρόκλησης είτε μέσω ενός ατυχήματος τα πολεμικά σενάρια έχουν μπει στην καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών. Οι παράγοντες που συντελούν στην όξυνση με την Τουρκία είναι πολλαπλοί σε βαθμό που εξετάζονται ακόμη και μεγάλες στρατιωτικές ασκήσεις με Ηνωμένες Πολιτείες και Γαλλία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Είναι όμως αμφίβολο κατά πόσο η στρατιωτική αποτροπή μπορεί (από μόνη της) να επιλύσει το πρόβλημα ειδικά σε ένα ασταθές κομματικό περιβάλλον. Το ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιο τρόπο μπορούν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα να αποφύγουν μια εσωτερική σύγκρουση που θα επιτρέψει στην κρίση να παίξει με τις αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Τι μπορούν να μάθουν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα από τις εμπειρίες άλλων κρατών με παρόμοιες συνθήκες.

Οι ευθύνες της ηγεσίας

Σε ένα πρώτο επίπεδο το πιο βασικό είναι η εξοικείωση των κομμάτων και των ψηφοφόρων τους όσον αφορά πολιτειακά συστήματα τα οποία μέχρι σήμερα ήταν άγνωστα στους Ελληνες πολίτες. Δεύτερον, η προετοιμασία τόσο των κομμάτων όσο και άλλων θεσμών (Αρείου Πάγου/δικαστικών, Προεδρίας) για «ακραία σενάρια», για παράδειγμα εάν προκύψει μια μεγάλης έντασης ελληνοτουρκική σύγκρουση στο διάστημα μεταξύ των ενδιάμεσων εκλογών, κάτι το οποίο θα απαιτήσει τον σχηματισμό σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μιας εθνικής κυβέρνησης. Η πιθανότητα για αυτοδύναμη κυβέρνηση στο άμεσο μέλλον φαντάζει σχεδόν αδύνατη, αφού με τα σημερινά ποσοστά των κομμάτων θα χρειαστούν δύο ή και περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις. Ακόμη και σε αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι σίγουρο ότι μια μονοκομματική κυβέρνηση θα καταφέρει να αντιμετωπίσει μια μελλοντική κρίση από μόνη της ειδικά αν έχει ισχνή πλειοψηφία.

Σε αυτό το σημείο η διεθνής εμπειρία (βλ. Campbell and Hall: The Paradox of Vulnerability, Princeton University Press) δείχνει ότι ευρύτερες συναινέσεις και κυβερνήσεις συνεργασίας ευνοούν τη διαχείριση των εξωτερικών κινδύνων είτε όσον αφορά συμμαχίες είτε όσον αφορά την οικονομική διαχείριση των κρίσεων. Εκτός του ότι είναι το πιο πιθανό σενάριο, μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας θα λειτουργήσει επίσης ως αποτρεπτικός παράγοντας στην κλιμάκωση μιας κρίσης ή εναλλακτικά στη διαχείρισή της με τη μεγαλύτερη αξιοπιστία. Το ιδανικότερο θα ήταν μέσω προσεγμένων διαπραγματεύσεων η επόμενη κυβέρνηση να έχει το εύρος των δυνατοτήτων να επιλύσει τα προβλήματα με την Τουρκία που μας οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Με άλλα λόγια η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μην έχει κουλτούρα συναίνεσης.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ευρύτερες συναινέσεις και κυβερνήσεις συνεργασίας ευνοούν τη διαχείριση των εξωτερικών κινδύνων.

Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι εξαιρετικά σημαντικές για τους Ελληνες πολιτικολόγους σε πολλαπλά επίπεδα. Συζητούνται ήδη σενάρια κυβερνήσεων μειοψηφίας όπως για παράδειγμα στη Σκανδιναβία, όπως επίσης και εναλλακτικά σενάρια με πολυκομματικές επιλογές όπως στην Κεντρική Ευρώπη. Από τη μια, η επιμονή κυβερνητικών στελεχών σε διπλές εκλογές ενισχύει τις φωνές στην ευρύτερη αντιπολίτευση για κυβέρνηση ευρύτερων συναινέσεων θέτοντας ένα υπαρξιακό ζήτημα επιβίωσης για τα κόμματα της Αριστεράς είτε να συνεργαστούν στις αμέσως επόμενες εκλογές είτε να επιτρέψουν την οριστική επικράτηση της σημερινής κυβέρνησης. Από την άλλη, και η ίδια η Νέα Δημοκρατία πιθανόν να μεταβάλει τη στάση της μέχρι τις εκλογές και να επιδιώξει ένα ευρύτερο κεντρώο συνασπισμό προβάλλοντας τα δικά της πλεονεκτήματα και ειδικά τον συναινετικό χαρακτήρα του ηγέτη της.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη στην Ελλάδα, οι συναινετικές δημοκρατίες θεωρούνται πιο αποτελεσματικές, κοινωνικά πιο δίκαιες (βλ. Lijphart), καθώς επίσης και πιο ανθεκτικές στη διαχείριση μεγάλων εθνικών και οικονομικών κρίσεων. Οι συναινετικές δημοκρατίες στηρίζονται στη λογική της απλής αναλογικής που εφαρμόζεται αποτελεσματικά σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ε.E. αποδεικνύοντας καθημερινά τη λειτουργικότητά της. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι επικριτές αναφέρονται στην έλλειψη πολιτικής κουλτούρας. Ενδεικτικά όμως, υπάρχουν παραδείγματα κοινωνιών που δεν είχαν κουλτούρα συνεργασίας αλλά έχτισαν πάνω στις πολιτειακές εμπειρίες άλλων χωρών όπως της Ελβετίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αφού κατά κανόνα όλες οι χώρες ακολουθούν τη λογική των εκλογικών συμμαχιών ακόμα και σε περιοχές όπως το Νότιο Τιρόλο και η Βόρεια Ιρλανδία που δεν υπήρχε εμπειρία συνεννόησης αλλά και κάποια κόμματα ήταν επιπλέον ταυτισμένα με τη διακοινοτική βία (συνθήκες πολύ χειρότερες από τις ελληνικές).

Μια ανάλογη ιδέα η «μαγική φόρμουλα» της Ελβετίας, όπως έχει ονομαστεί το συγκεκριμένο σύστημα της χώρας, επιτρέπει σε κάθε κόμμα να προτείνει συγκεκριμένα μέλη για το ομοσπονδιακό συμβούλιο, τα οποία τίθενται στην κρίση της Βουλής και μόνο αν συγκεντρώσουν την εμπιστοσύνη των υπολοίπων κομμάτων, μπορούν να αναλάβουν κυβερνητικά καθήκοντα. Αυτό βοηθάει την επιλογή ατόμων ευρύτερης αποδοχής αλλά και την απόρριψη των «άκρων» ακολουθώντας δημοκρατικές διαδικασίες. Η ελβετική φόρμουλα δείχνει ότι το συγκεκριμένο σύστημα μπορεί να εφαρμοστεί επιτυχώς ακόμη και ανεπίσημα ή μεταβατικά, κάτι το οποίο αναμένεται να διευκολύνει την άμεση εξεύρεση πολιτειακής λύσης, σε περίπτωση που δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές.

* Ο κ. Νεόφυτος Λοϊζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κεντ και διευθυντής στο Κέντρο Ερευνας για την Ανάλυση Συγκρούσεων (CARC).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT