Ποια Αρχή προηγείται;
Του Φίλιππου Κ. Σπυρόπουλου
Το άρθρο 19 Σ. α) κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας, β) προβλέπει για τη διασφάλισή του τη θέσπιση νόμου για τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής και γ) επιτρέπει στη δικαστική αρχή να αίρει το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας και για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Θεσπίσθηκε ο νόμος για την ΑΔΑΕ, όπου καθορίσθηκαν –και στη συνέχεια, έπειτα από διάφορες τροποποιήσεις, ανακαθορίσθηκαν– η συγκρότηση, η λειτουργία της και οι αρμοδιότητές της. Ο σχετικός νόμος δεν είναι ούτε πάγιος ούτε απόλυτος. Υπόκειται σε αλλαγές κατά την εκάστοτε εκτίμηση του νομοθέτη, εφόσον βεβαίως η ΑΔΑΕ δεν απογυμνώνεται από τη συνταγματική αρμοδιότητά της τής διασφάλισης του απορρήτου.
Τίθεται το ζήτημα ποια είναι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η σχέση μεταξύ της ΑΔΑΕ αφενός (που διασφαλίζει το απόρρητο) και της δικαστικής αρχής αφετέρου (που δεν δεσμεύεται από το –διασφαλιζόμενο από την ΑΔΑΕ– απόρρητο). Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η ΑΔΑΕ προηγείται χρονικώς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της σε σχέση με τη διασφάλιση του απορρήτου, η δε δικαστική αρχή έπεται για την άρση του. Διαφορετική άποψη, ότι δηλαδή προηγείται η άρση του απορρήτου από τη δικαστική αρχή και έπεται η διασφάλισή του από την ΑΔΑΕ, θα είχε ως αποτέλεσμα ότι η δικαστική αρχή υπόκειται στον έλεγχο της ΑΔΑΕ ή ότι δεσμεύεται από τις αποφάσεις της, πράγμα ασύμβατο με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών εν γένει, δηλαδή της υποταγής της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική εξουσία, και με τον ειδικό κανόνα του άρθρου 19 Σ. ότι η άρση του απορρήτου για συγκεκριμένους λόγους εναπόκειται στη δικαστική αρχή.
Η ΑΔΑΕ είναι αρμόδια για τη διασφάλιση του απορρήτου και η δικαστική αρχή είναι αρμόδια για την άρση του. Χρονικώς, δηλαδή, η ΑΔΑΕ προηγείται.
Σημαίνει άραγε αυτό ότι, αν αρθεί το απόρρητο, παύει πλήρως και η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ; Η απάντηση είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι εξακολουθεί μεν να υπάρχει, αλλά ότι είναι χωλή: Περιορίζεται μόνο στη συλλογή στοιχείων για να καταστεί εφικτή η λογοδοσία της στη Βουλή. Αν δε η ΑΔΑΕ διαπιστώσει ότι η άρση του απορρήτου δεν έγινε σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, ενημερώνει και τη δικαστική αρχή διά τα καθ’ εαυτήν. Αλλη αρμοδιότητα, «διασφαλιστική» του απορρήτου, δεν φαίνεται να έχει η ΑΔΑΕ βάσει του ισχύοντος νόμου. Το δε Σύνταγμα δεν ορίζει κάτι διαφορετικό ούτε απονέμει άλλη αρμοδιότητα στην ΑΔΑΕ. Αναθέτει στον νόμο να καθορίζει τις αρμοδιότητές της. Η ΑΔΑΕ δεν έχει εκ του Συντάγματος «αποκλειστική» αρμοδιότητα για τη διασφάλιση του απορρήτου (όπως έχει το ΕΣΡ για τον έλεγχο της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης). Η δε αρμοδιότητα «καθορίζεται», και μάλιστα ρητώς. Δεν τεκμαίρεται, δεν συνάγεται. Τεκμήριο αρμοδιότητας δεν υφίσταται.
* Ο κ. Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αντίβαρα και δυσανεξίες
Του Γιώργου Δελλή
Ας ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα. Αυθεντική και οριστική ερμηνεία του Συντάγματος δίνουν τα δικαστήρια. Οχι ο νομοθέτης, η επιστημονική κοινότητα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μία ανεξάρτητη αρχή για ζητήματα που την αφορούν. Το ίδιο θα συμβεί και στο σίριαλ των επισυνδέσεων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την τιμή και την ευθύνη να προσδιορίσει το περιεχόμενο του άρθρου 19 Σ για το απόρρητο των επικοινωνιών και τον ρόλο της Ανεξάρτητης Αρχής (ΑΔΑΕ) που το Σύνταγμα συστήνει για τη διαφύλαξή του. Θα είναι το καλύτερο τέλος μιας διένεξης που κινδυνεύει να «ξεφύγει». Εκτός εάν εμπλακούν και τα ποινικά δικαστήρια, υπάρξει αντίθετη συνταγματική ερμηνεία, το ζήτημα καταλήξει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, εξελίξεις τις οποίες απεύχομαι.
Κατά τα λοιπά, η προσέγγιση πως μπορούν να περιορισθούν απόλυτα οι ελεγκτικές εξουσίες της ΑΔΑΕ, ακόμη και στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ναι, η ΑΔΑΕ, όπως κάθε άλλη Ανεξάρτητη Αρχή, δεν διαθέτει κανονιστική αυτονομία· το ειδικότερο πλαίσιο λειτουργίας της προσδιορίζεται από τον νομοθέτη. Ναι, η εθνική ασφάλεια συνιστά τη σημαντικότερη μορφή απορρήτου και ενδέχεται να δικαιολογήσει μια πιο αυστηρή οριοθέτηση του τρόπου δράσης της ΑΔΑΕ. Και στην περίπτωση αυτή, εντούτοις, η Ανεξάρτητη Αρχή επιβάλλεται να διατηρεί την ελάχιστη, κρίσιμη μάζα εξουσιών οι οποίες είναι αναγκαίες για να επιτελεί τη θεσμική της λειτουργία. Δεν μπορεί να τίθενται υπό επιτροπεία οι αποφασιστικές της αρμοδιότητες. Η εξουσία της να προβεί ή όχι σε ελέγχους ως προς το κατά πόσον παραβιάσθηκε το απόρρητο επικοινωνίας –χωρίς την οποία, ο ρόλος της ως εγγυήτρια του άρθρου 19 Σ θα έχανε τον λόγο ύπαρξής του– δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από την έγκριση άλλου οργάνου· ακόμη και ενός στο οποίο συμμετέχουν κατά πλειοψηφία εισαγγελικοί λειτουργοί. Υιοθετώντας το συγκεκριμένο σκεπτικό, η γνωμοδοτική παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν συνέβαλε στην επίλυση των καυτών ζητημάτων που μας ταλανίζουν από το καλοκαίρι. Υπερέβη, μάλιστα, το γράμμα του πρόσφατου νόμου 5002/2022. Ο τελευταίος ρυθμίζει το πότε και πώς ένα πρόσωπο ενημερώνεται για την παρακολούθησή του, όχι το κατά πόσον η ΑΔΑΕ μπορεί αυτεπάγγελτα να διενεργεί ελέγχους.
Η Ανεξάρτητη Αρχή επιβάλλεται να διατηρεί την ελάχιστη, κρίσιμη μάζα εξουσιών οι οποίες είναι αναγκαίες για να επιτελεί τη θεσμική της λειτουργία, χωρίς να τίθενται υπό επιτροπεία οι αποφασιστικές της αρμοδιότητες.
Η ουσία βρίσκεται, όμως, αλλού: σε μία διπλή δυσανεξία απέναντι στη θεσμική λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών. Πρώτον, η εξηγήσιμη δυσανεξία των εκάστοτε κυβερνώντων. Σε ένα συνταγματικό σύστημα που καθιερώνει την παντοδυναμία της κυβερνητικής πλειοψηφίας, οι κυματοθραύστες μη πολιτικής προέλευσης είναι πολύτιμοι αλλά και «ενοχλητικοί». Η συμπολίτευση παραβλέπει πόσο θα επιθυμούσε μία ισχυρή ΑΔΑΕ και ένα θαρραλέο πρόεδρο όπως ο εξαιρετικός κ. Ράμμος, εάν το ξεχείλωμα των επισυνδέσεων λάμβανε χώρα με άλλους στο τιμόνι της εξουσίας. Αντίστοιχα, η αντιπολίτευση ορθότατα υπεραμύνεται της ΑΔΑΕ, αλλά ξεχνά την ενόχλησή της όταν τα δικαστήρια εμπόδισαν την απαξίωση μιας άλλης Αρχής, του ΕΣΡ, στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών (2016). Δεύτερον, δυσανεξία μέρους των δικαστών απέναντι στις Ανεξάρτητες Αρχές, την οποία ίσως εκφράζει το κείμενο του κ. Ντογιάκου. Ειδικά η ποινική Δικαιοσύνη ενοχλείται, όχι πάντα άδικα, από τον τρόπο που ορισμένες αρχές (ΑΠΔΠΧ, ΑΔΑΕ) επηρεάζουν το έργο της. Είναι, ωστόσο, μεγάλη απώλεια τα σημαντικότερα θεσμικά αντίβαρα απέναντι στην πολιτική εξουσία –Δικαιοσύνη και Ανεξάρτητες Αρχές– να μη συνεργάζονται. Ας ελπίσουμε ότι θα βρουν τρόπο να το πράξουν.
* Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Αθηνών.