Ο θάνατος και η κηδεία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ αποτέλεσε ένα κατεξοχήν ειδησεογραφικό γεγονός (news event). Υποτασσόμενα στις αξιώσεις της οικονομίας της προσοχής, με τον συνδυασμό ποικίλων αισθητικών κωδίκων για να τις πλαισιώσουν, τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης προβάλλουν ειδήσεις για διασημότητες, πρόσωπα-ελίτ και χώρες-ελίτ τόσο και έτσι, ώστε να εξασφαλίσουν σε συνθήκες επικοινωνιακού ανταγωνισμού το μέγιστο δυνατό μερίδιο του διαθέσιμου εθνικού ακροατηρίου. Στο πλαίσιο αυτό παράγουν εκ συστήματος αληθοφανείς μεσοποιημένες πραγματικότητες υπό την έννοια ότι υποκρύπτεται ο σκηνοθετημένος και «κατασκευασμένος» χαρακτήρας του ειδησεογραφικού μηνύματος.
Επί περίπου μία εβδομάδα, το επεισόδιο «Κωνσταντίνος» σχεδόν μονοπώλησε ειδήσεις, εκπομπές λόγου και έντυπα αφιερώματα. Για άλλη μία φορά η υπερπροβολή λειτούργησε ενισχυτικά και πολλαπλασιαστικά, έτσι ώστε η συγκεκριμένη ατζέντα των Μέσων –ψηφιακών και ηλεκτρονικών κυρίως– να φαίνεται ότι ταυτίζεται με την ατζέντα του κοινού. Με άλλα λόγια, η προσοχή που έδωσαν τα Μέσα στον θάνατο και στην κηδεία του «ανθρώπου Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ» ήταν μάλλον αναντίστοιχη του ενδιαφέροντος των καθημερινών ανθρώπων για το όλο θέμα. Χτυπητό παράδειγμα ήταν η περίπτωση της πρώτης επίσημης επίσκεψης της βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα τη 15η Φεβρουαρίου 2003 με σκοπό την τέλεση μνημοσύνου στους τάφους των βασιλέων Παύλου και Φρειδερίκης. Την ημέρα εκείνη, σε πρωτεύουσες και μεγάλες πόλεις, εκατομμύρια Ευρωπαίοι διαδήλωσαν ταυτοχρόνως ενάντια στη διαφαινόμενη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ, κάτι που οδήγησε τον Χάμπερμας να την ανακηρύξει ως την ιδρυτική ημερομηνία ανάδυσης μιας αυθεντικής ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Την ημέρα εκείνη λοιπόν, μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι εθνικής εμβέλειας, με διευθυντή ειδήσεων εξαιρετικά επώνυμο δημοσιογράφο, επέλεξε να στείλει συνεργείο που ακολούθησε κατά πόδας και μετέδιδε «ζωντανά» τη διαδρομή της οικογένειας σε διαφορετικά σημεία της επικράτειας, αγνοώντας παντελώς τη μεγάλη κινητοποίηση υπέρ της ειρήνης που έγινε στην Αθήνα και αλλού. Την επόμενη ημέρα, αν θυμάμαι καλά, ο διευθυντής ειδήσεων ζήτησε συγγνώμη για το ατόπημα. Βέβαια, το περιστατικό εκείνο διέφερε σημαντικά από τον θάνατο του τέως βασιλέως, ένα γεγονός με έντονη συναισθηματική χροιά για τους οικείους και τους νοσταλγούς της μοναρχίας τουλάχιστον.
Σύστοιχη με τη μιντιακή υπερπροβολή –πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πένθιμο τελετουργικό– ήταν και η έντονη πολιτική αντιπαράθεση, ωσαύτως μεσοποιημένη, η οποία λίγο ώς πολύ νομίζω πως παραπέμπει σε δύο συνελκούμενα φαινόμενα: α) Σε μια «απολιτική υπερ-πολιτικοποίηση», στο πλαίσιο της οποίας η συζήτηση για τον «τέως» λειτούργησε ως παρακαμπτήριος διαφυγή από άλλα σοβαρά ζητήματα, ή έστω ως τεχνητή αφορμή κομματικής θορυβομανίας και μικροαντιλογίας. β) Σε μια αμφιβολία για την ψυχική ανθεκτικότητα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας: σαν ένα ορισμένο φορτίο του παρελθόντος να λιμάρει κρυφά το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Σαν να λέμε, δηλαδή, ότι η δημοκρατία μας δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, αλλά συνάμα να μην το πολυπιστεύουμε, κι έτσι να έχουμε ξαφνικά «αντιβασιλικούς» εν απουσία βασιλείας.
Αν ωστόσο ένα εκδηλούμενο αντιβασιλικό φρόνημα συνιστά παραδοξολογία στο πλαίσιο μιας σταθερής προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα ήταν άραγε φιλοπεριέργεια γύρω από κάτι το ασήμαντο αν σκαλίζαμε τις στάχτες των ανεκδήλωτων προδιαθέσεων των νοσταλγών της μοναρχίας; Ή μήπως έτσι θα αναλαμβάναμε το ρίσκο της αναφλόγησης ενός δυναστικού εθνο-ρομαντισμού ικανού να συγκαταριθμηθεί με όσους δεξιώνονται τις δάδες της Χρυσής Αυγής και των παραφυάδων της, ακόμη δε και με όσους ακόμη αναπολούν τον φλεγόμενο φοίνικα στο σήμα της δικτατορίας;
Η προσοχή που έδωσαν τα Μέσα στην κηδεία του «ανθρώπου Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ» ήταν μάλλον αναντίστοιχη του ενδιαφέροντος των καθημερινών ανθρώπων για το όλο θέμα.
Οπως έχει προσφυώς ειπωθεί, παντού η Ακροδεξιά υφίσταται ως μια «πολύπλοκη αλχημεία» και χρειάζεται προορατική πολιτική σκέψη και πράξη, αφενός, και πιο οργανωμένη επιστημονική ενασχόληση, αφετέρου, προκειμένου να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε τα επιμέρους ρεύματα και ομάδες που τη συγκροτούν, καθώς και τα υλικά και άυλα-συναισθηματικά κίνητρα των μελών τους. Πρόκειται για ένα σημαντικό καθήκον σε μια περίοδο που το «μίσος για τη (συνταγματική) δημοκρατία» αυξάνεται εν μέσω πολλαπλών κρίσεων.
Δεν είναι σπάνιο, ποικίλες κοινωνικές έξεις και προδιαθέσεις να περνούν κάτω από το ραντάρ της έρευνας είτε γιατί αυτές τελούν εν υπνώσει, είτε γιατί δεν δίνουν δυνατά σημάδια, είτε γιατί, τέλος, το γνωστικό ενδιαφέρον των πολιτικών κοινωνιολόγων είναι στραμμένο αλλού, ίσως σε πλέον επείγοντα θέματα της «επίσημης» πολιτικής. Οι άδηλες, όμως, προδιαθέσεις και κομματικές διαθεσιμότητες του εκλογικού σώματος δεν είναι αδάπανες και βραχύβιες λεπτομέρειες. Οπότε η πολιτική κοινωνιολογία θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εγκύψει σε άτυπες και «ανυπόληπτες» πολιτικές υποκουλτούρες, να μελετήσει τη δυναμική και την απήχησή τους έτσι ώστε οι μερικές χιλιάδες προσκυνητές της σορού του τέως βασιλέα να μην εκπλήσσουν αδόκητα, αλλά ως φαινόμενο να αποτιμηθεί στις σωστές του διαστάσεις.
Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ, πρόεδρος του ΕΚΚΕ.