Σύμφωνα με τις τελευταίες ενδείξεις, οι ελληνικές εκλογές, οι πρώτες ή οι δεύτερες, μπορεί να συμπέσουν με της Τουρκίας οι οποίες έχουν οριστεί για τις 14 Μαΐου. Πώς θα επηρεάσουν τις σχέσεις των δύο χωρών; Ο Τούρκος ιστορικός και διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Washington Institute, Σονέρ Τσαγαπτάι, πιστεύει πως έχουμε να δούμε τέτοια κλιμάκωση στη ρητορική μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας από την εποχή της κρίσης των Ιμίων. Αλλά, αυτή τη φορά, οι λόγοι των διενέξεων είναι περισσότεροι, πιο περίπλοκοι, πιο δύσκολοι στην επίλυσή τους, δηλώνει στην «Κ».
Για πολύ καιρό οι δύο χώρες διαφωνούσαν «περίπου για τα πάντα στο Αιγαίο, και βέβαια για την Κύπρο», σημειώνει ο κ. Τσαγαπτάι. «Τελευταίως, όμως, έχουν προστεθεί καινούργιες στρώσεις στις “παραδοσιακές” ελληνοτουρκικές διαφωνίες – ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων στη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο, εξερεύνηση ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο, θέματα κυριαρχίας γύρω από το Καστελλόριζο», τονίζει στην «Κ». Και συμπληρώνει: «Οι διαφωνίες έχουν μεταφερθεί από το Αιγαίο στη Μεσόγειο – το αποτέλεσμα θα είναι μια πολύ έντονη προεκλογική περίοδος», κατά την οποία πιστεύει πως οι πολιτικοί τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας θα κλιμακώσουν τη ρητορική τους. Ομως, δεν θεωρεί ότι υπάρχει πιθανότητα πολέμου. «Παραμένει βέβαια πάντα το ρίσκο μια αερομαχία να καταλήξει σε απώλεια αεροσκαφών ή προσωπικού».
Οσον αφορά το αποτέλεσμα των εκλογών της Τουρκίας, ο κ. Τσαγαπτάι πιστεύει ότι είναι «κορώνα – γράμματα». «Δεν κάναμε πρόωρες εκλογές γιατί, παρά τον αυξανόμενα απολυταρχικό έλεγχο των θεσμών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της καταστολής της αντιπολίτευσης, ήταν ξεκάθαρο στον Ερντογάν ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει – κι ακόμη δεν είναι σίγουρο ότι θα κερδίσει», αναφέρει. Αυτό που θα καθορίσει το αποτέλεσμα των εκλογών είναι η οικονομία, τονίζει, την οποία αποκαλεί «αχίλλειο πτέρνα της Τουρκίας· αυτή βρίσκεται πίσω από τη δυναμική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, από την εξαγωγή drones κ.ά.». «Αν η οικονομία δεν συνέλθει, δεν θα μπορέσει ο Ερντογάν να κερδίσει. Γι’ αυτό έχει αποκαταστήσει σε κάποιο βαθμό τις σχέσεις με τις μοναρχίες του Κόλπου, γι’ αυτό έδωσε στους Σαουδάραβες αυτό το “δώρο”. Το να παραχωρήσει στο Ριάντ τη δικαιοδοσία μιας δικαστικής υπόθεσης που συνδεόταν άμεσα με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας», εξηγεί, αναφερόμενος στη δολοφονία του αρθρογράφου της Washington Post Τζαμάλ Κασόγκι. «Η Σαουδική Αραβία είναι μια απόλυτη μοναρχία, δεν θα καταδικάσουν τον μονάρχη τους, επομένως η υπόθεση έκλεισε – αυτό σημαίνει οικονομικές εισροές από τη Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της».
Τελευταίως έχουν προστεθεί καινούργιες στρώσεις στις «παρα- δοσιακές» ελληνοτουρκικές διαφωνίες.
Ακόμη πιο σημαντικά, τονίζει, είναι τα χρήματα από τη Ρωσία, τα οποία πιστεύει ότι έχουν βοηθήσει την τουρκική οικονομία να επιβιώσει. Ο Ρώσος πρόεδρος, σημειώνει ο Τούρκος ιστορικός, έχει «επενδύσει στη νίκη του Ερντογάν», αναφέροντας τα χρήματα της εφάπαξ πληρωμής δισεκατομμυρίων που ήρθαν στη χώρα από τη Ρωσία για το εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας στο Ακούγιου, στη νότια Τουρκία. «Ο Ερντογάν ποντάρει στις συνεχιζόμενες οικονομικές εισροές από τον Κόλπο και τη Ρωσία, και αυτός είναι ο λόγος που δεν θα υπογράψει τις οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, παρόλο που η Τουρκία υποστηρίζει την Ουκρανία στρατιωτικά. Η ελπίδα του είναι ότι όλα αυτά τα χρήματα θα δημιουργήσουν την οικονομική ανακούφιση που χρειάζεται για να εξασφαλίσει τη νίκη», υπογραμμίζει.
Ο κ. Τσαγαπτάι πιστεύει πως «αν χάσει ο Ερντογάν, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση θα επαναρρυθμιστούν. Αλλά ακόμη και η επανεκλογή του Ερντογάν, πάλι θα οδηγήσει σε αυτή την επαναρρύθμιση», λέει. «Ο Ερντογάν έχει έντονα αισθήματα για τη Δύση αλλά επίσης ξέρει ότι, παρόλο που έχει προσπαθήσει να αλλάξει την ταυτότητα της Τουρκίας και εσωτερικά και διεθνώς, η χώρα είναι οικονομικά συνδεδεμένη με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις διεθνείς αγορές», αναφέρει.
Θα υπάρξει, πιστεύει, προσπάθεια ομαλοποίησης των σχέσεων και με την Ελλάδα, αλλά μέχρι ενός ορίου. Οπως τονίζει, ο πρόεδρος Ερντογάν βασίζεται πολύ στην προσωπική χημεία που έχει με άλλους ηγέτες. Και αναφέρει την επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον ως έναν από τους λόγους που και μετά την «επαναρρύθμιση» των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, ο Ερντογάν παρέμεινε ελαφρώς αποξενωμένος από τον κ. Μητσοτάκη. «Νομίζω», λέει στην «Κ», «η απουσία της προσωπικής χημείας θα επηρεάσει την πλήρη ομαλοποίηση των σχέσεων».