Η τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή χθες το βράδυ η κυβέρνηση για το λεγόμενο «κόμμα Κασιδιάρη» δεν περιορίζεται μόνο στο τυπικό κριτήριο της μη καταδίκης –έστω και πρωτόδικης– ενός ή περισσότερων υποψηφίων βουλευτών για διεύθυνση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (άρθρα 187 και 187Α). Προχωρεί παραπέρα και προβλέπει ότι στη σχετική απαγόρευση εμπίπτουν και κόμματα που η «πραγματική ηγεσία» τους ασκείται από τέτοια πρόσωπα. Με άλλα λόγια, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν αποκλείει μόνο το «κόμμα Κασιδιάρη», αλλά και το «κόμμα “αχυρανθρώπων” του Κασιδιάρη» ή της Χρυσής Αυγής γενικότερα.
Σε σχέση με τα προσχέδια της κυβέρνησης αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα τις τελευταίες μέρες, η δεύτερη περίπτωση της κατατεθείσας ρύθμισης είναι βήμα προς την ορθή κατεύθυνση. Διότι, για τον αποκλεισμό ενός κόμματος δεν χρησιμοποιούνται πλέον ιδεολογικοί χαρακτηρισμοί, όπως αρχικά είχε προταθεί, αλλά το λιγότερο αυθαίρετο κριτήριο της «πραγματικής ηγεσίας». Σε αυτή τη διαπίστωση περιορίζεται πλέον η κρίση του Α΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, το οποίο θα κληθεί να διαπιστώσει αν πίσω από τον Χ «αχυράνθρωπο» κρύβεται στην πραγματικότητα ένας καταδικασμένος ακόμη και σε πρώτο βαθμό εγκληματίας. Ασφαλώς, αν κάτι τέτοιο υποστηρίζεται σε μια έκθεση της ΕΥΠ ή της ΕΛ.ΑΣ., θα είναι δύσκολο οι ανώτατοι δικαστές μας να κρίνουν διαφορετικά, ειδικά μάλιστα υπό την ασφυκτική πίεση των προθεσμιών του εκλογικού νόμου. Δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως ορίζεται ρητά, «προς υποβοήθηση» του δικαστηρίου, κόμματα και απλοί πολίτες θα μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα με αποδεικτικά στοιχεία.
Το θετικό βήμα της περίπτωσης (β) ανατρέπεται δυστυχώς από την περίπτωση (γ) της προτεινόμενης ρύθμισης, που, επαναλαμβάνοντας τη γενικόλογη διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 29 του Συντάγματος, ορίζει ότι μπορεί να αποκλειστούν κόμματα που η οργάνωση και η δράση τους δεν εξυπηρετούν «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι επικίνδυνη γιατί, εκτός από το αντικειμενικό κριτήριο της προηγούμενης καταδίκης, αφήνει ελεύθερο το πεδίο στον Αρειο Πάγο να προσφύγει και σε άλλα κριτήρια, όπως π.χ. τη μη δημοκρατική οργάνωση ενός κόμματος ή την απλή επίκληση της βίας όχι για το σήμερα, αλλά σε ένα απώτερο μέλλον (όπως συμβαίνει π.χ. με το ΚΚΕ, το οποίο τάσσεται καταστατικά υπέρ της δικτατορίας του προλεταριάτου).
Η καλύτερη λύση, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν να διαγραφεί ολόκληρη η περίπτωση (γ), αφού η ρύθμιση της περίπτωσης (β) καλύπτει τα περισσότερα ενδεχόμενα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε απλώς να προστεθεί σε αυτήν το επίρρημα «αποκλειστικά», ότι δηλαδή μοναδικό και μόνο κριτήριο για τη διάγνωση της «μη δημοκρατικότητας» ενός κόμματος είναι να υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες, έστω και σε πρώτο βαθμό, υποψηφίων βουλευτών.
Κοντολογίς, εφόσον και τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν αποφασίσει να αποκλεισθεί όχι μόνον η Χρυσή Αυγή από τις μελλοντικές εκλογές αλλά και οι όποιες μεταλλάξεις της, το κριτήριο της «πραγματικής ηγεσίας» είναι το λιγότερο επικίνδυνο. Κάθε άλλο κριτήριο, εκτός από την ύπαρξη καταδικών, έστω και σε πρώτο βαθμό, θα άνοιγε τον δρόμο για επικίνδυνες αυθαιρεσίες.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr