Ολοκληρώθηκε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, η πρώτη επεξεργασία του νομοσχεδίου για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και του εκφοβισμού στα σχολεία.
Η υπουργός παιδείας Νίκη Κεραμέως διαβεβαίωσε ότι θα ενσωματώσει βελτιωτικές προτάσεις που κατατέθηκαν τόσο από φορείς όσο και από κόμματα.
Το νομοσχέδιο έγινε δεκτό επί της αρχής του κατά πλειοψηφία, με την υπερψήφιση του από τους βουλευτές της ΝΔ. Από τα κόμματα της Αντιπολίτευσης ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μαζί με την Ελληνική Λύση και το ΜεΡΑ25 επιφυλάχθηκαν για την Ολομέλεια, ενώ το ΚΚΕ το καταψήφισε. Σημειώνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες.
Η συζήτηση του θα συνεχιστεί αύριο σε δεύτερη ανάγνωση.
Η υπουργός Παιδείας, απαντώντας στα πυρά που δέχθηκε από την αντιπολίτευση, απέρριψε τις κατηγορίες ότι πρόκειται για ένα νομοσχέδιο ελλιπές, αναποτελεσματικό και αποσπασματικό που δεν δίνει καμία έμφαση στη πρόληψη, ενώ επεσήμανε ότι στόχος της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης είναι να σπάσει η σιωπή και ο φόβος των μαθητών και να μιλήσουν. Παράλληλα υπεραμύνθηκε της δυνατότητας ανώνυμης καταγγελίας από μαθητές μέσα από την ειδική ηλεκτρονική πλατφόρμα.
Η κ. Κεραμέως έδωσε έμφαση στην αναφορά του υπεύθυνου της γραμμής βοήθειας Ασφαλούς Διαδικτύου, Γιώργου Κορμά, που ανέφερε ότι σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνε μόλις το 3% των μαθητών προχωρά σε καταγγελία σχολικής βίας και εκφοβισμού. «Μόνο το 3% των μαθητών καταγγέλλουν φαινόμενα βίας που έχουν υποστεί. Το υπόλοιπο 97% μένει σιωπηλό. Ιδανικές λύσεις δεν υπάρχουν. Πρέπει να σπάσουμε αυτή τη σιωπή. Θεωρούμε ότι είναι πολύ σημαντικό να αισθάνεται ασφαλής ο μαθητής και να καταγγείλει περιστατικά βίας που δέχεται. Αυτός είναι ο στόχος μας. Πρόταση άλλη για το πώς θα το καταφέρουμε αυτό δεν άκουσα», τόνισε η κ. Κεραμέως.
Νωρίτερα, είχαν κληθεί στην Επιτροπή και κατέθεσαν τις απόψεις τους επί του νομοσχεδίου, αρμόδιοι εξωκοινοβουλευτικοί φορείς οι οποίοι προχώρησαν σε παρατηρήσεις και προτάσεις.
Ο πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος, Θανάσης Κικίνης, τάχθηκε κατά του νομοσχεδίου το οποίο όπως είπε,» προκλητικά αγνοεί όλο το πλέγμα των δράσεων που έχουν πραγματοποιηθεί όλα αυτά τα χρόνια από την εκπαιδευτική κοινότητα», ενώ κατηγόρησε την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ότι αρνήθηκε να κάνει διάλογο και να ακούσει τις προτάσεις τους. «Οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βία πρέπει, σύμφωνα με την Ουνέσκο και τη διεθνή βιβλιογραφία, να είναι αποτελεσματικές και ολιστικές με ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Και αυτό συνιστά μια απάντηση που υπερβαίνει το σχολείο και αφορά όλη τη κοινωνία όχι μόνο το σχολείο. Στο νομοσχέδιο γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει απασχολήσει κατ ελάχιστο τους συντάκτες του», υποστήριξε και συμπλήρωσε: «Διαπιστώνεται η απουσία σύνδεσης των ορισμών του φαινομένου με τις επιστημονικές εννοιολογικές προσεγγίσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναφορά που εντάσσει στον σχολικό εκφοβισμό, την παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας των μαθημάτων, η οποία είναι φανερό ότι αποτελεί πολιτική και όχι επιστημονική προσέγγιση, αφού ολοφάνερα παραπέμπει στα φαινόμενα των καταλήψεων». «Για μια ακόμα φορά αυτοί που θα επωμιστούν το βάρος της διαχείρισης των παρεμβάσεων και του συνόλου των επώνυμων, αλλά και των ανώνυμων καταγγελιών θα είναι οι εκπαιδευτικοί που θα ορίζονται δίχως επαρκή επιστημονική στήριξη και με την επιβάρυνση της ατέλειωτης γραφειοκρατίας», είπε. Υποστήριξε ακόμα ότι, «η ειδική ηλεκτρονική πλατφόρμα για τις καταγγελίες θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι επιλύει» και πρόσθεσε ότι «καμία προστασία και διασφάλιση δεν παρέχεται για τους εκπαιδευτικούς για τυχόν ψευδείς και κακόβουλες αναφορές».
Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε και η Γενική Γραμματέας της ΟΛΜΕ, Στέλλα Μανουσογιωργάκη, χαρακτηρίζοντας το «επιεικώς ανεπαρκές και αστήριχτο», ενώ υποστήριξε ότι το υπουργείο Παιδείας δεν έκανε καμία διαβούλευση και δεν δέχτηκε καμία από της προτάσεις της Ομοσπονδίας. «Δεν υπακούει στις επιταγές των διεθνών Οργανισμών, αλλά και της σχετικής διεθνής βιβλιογραφίας που αναλύουν τα αίτια και τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης, του φαινομένου. Εμείς για τα μέτρα αντιμετώπισης του εκφοβισμού και της βίας στα σχολεία είπαμε στο Υπουργείο Παιδείας ότι είναι αποσπασματικά και ανεπαρκή ενώ δεν υπάρχουν πουθενά στο νομοσχέδιο μέτρα πρόληψης», ανέφερε. «Ως πρώτο βήμα, χρειαζόμαστε απαραίτητα καθολική επιστημονική επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών και όχι αποσπασματική αντιμετώπιση όπως προβλέπεται στο νομοσχέδιο», πρόσθεσε. Αναφερόμενη στη δυνατότητα ανώνυμων καταγγελιών, τόνισε ότι «η μη ύπαρξη δικλείδας ασφαλείας θα φέρει σωρεία ψευδών καταγγελιών για διάφορους λόγους και κυρίως δεν θα επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να διερευνήσουν τα περιστατικά. Πως θα προστατεύσουμε ένα παιδί που κινδυνεύει αν δεν γνωρίζουμε ποιο είναι;» σημείωσε.
Ακόμα, επεσήμανε ότι «για την ΟΛΜΕ είναι αδιαπραγμάτευτη η εμπλοκή μαθητών και μαθητριών σε όλες τις διαδικασίες αποφάσεων, προτάσεων, επίλυσης ζητημάτων, κάτι που το λέει ρητά και η σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού που δυστυχώς δεν φαίνεται να υιοθετείται από το Υπουργείο». « Διερωτόμαστε πως θα γίνουν τα παιδιά κοινωνοί του προβλήματος, αλλά και των λύσεων αν δεν θεωρούν ότι υπολογίζεται η άποψη τους;» σημείωσε. Θετική χαρακτήρισε η γενική γραμματέας της ΟΛΜΕ την αύξηση των προσλήψεων ψυχολόγων, ωστόσο όπως είπε, δεν είναι αρκετή και τόνισε ότι «πρέπει να υπάρξει τουλάχιστο ένας ψυχολόγος σε κάθε σχολείο».
«Εμείς ζητάμε να παγώσει το νομοσχέδιο, η Υπουργός Παιδείας να έρθει σε πραγματικό διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα, τους γονείς και τους μαθητές αν πραγματικά υπάρχει η θέληση να υπάρξει μία ουσιαστική συνεργασία», κατέληξε.
Ο πρόεδρος της Συνόδου των Πρυτάνεων και Πρύτανης του Ιονίου Πανεπιστημίου, Ανδρέας Φλώρος, έκανε λόγο για «ένα νομοσχέδιο με σημαντικές διατάξεις το οποίο κινείται σε θετική κατεύθυνση σε σχέση με το θέμα της παιδαγωγικής επάρκειας».
«Πέρα από τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις που εισάγονται , υπάρχει η πλειοψηφία της Ακαδημαϊκής κοινότητας που λέει ότι παραδοσιακές καθηγητικές σχολές θα έπρεπε να παρέχουν προγράμματα παιδαγωγικής επάρκειας με τη διαφορά όχι άκριτα, αλλά κατόπιν πιστοποίησης και σχετικής αξιολόγησης τους. Αυτή είναι μία παράμετρος σημαντική. Στο παρελθόν υπήρχαν και τμήματα μη καθηγητικά τα οποία οργάνωναν προγράμματα σπουδών παιδαγωγικής διδακτικής επάρκειας και θεωρούμε ότι με το καινούργιο πλαίσιο, όπως ορίζεται στο νομοσχέδιο, συγκλίνει το νέο τοπίο της παιδαγωγικής επάρκειας με αυτό που προϋπήρχε. Αν μη τι άλλο δίνεται ικανός χρόνος στα πανεπιστήμια να μπορέσουν να οργανώσουν αυτά τα προγράμματα με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο για τους φοιτητές», ανέφερε.
«Από κει και πέρα, σε σχέση με τους ενδιαφερόμενους για εκπόνηση διδακτορικών σπουδών, είναι πολύ σημαντική -και ήταν κάτι που είχαν ζητήσει τα πανεπιστήμια- η δυνατότητα αποφοίτων χωρίς μεταπτυχιακό πρόγραμμα, που έχουν τουλάχιστο 300 μονάδες, να μπορούν να εγγραφούν με την προϋπόθεση ότι αυτό ορίζεται στον εσωτερικό κανονισμό διδακτορικών σπουδών. Σε σχέση με τους εντεταλμένους διδάσκοντες, είναι πολύ σημαντική και η ρύθμιση περί μη κατοχής διδακτορικού διπλώματος , δεδομένου ότι υπάρχουν αντίστοιχες διατάξεις ακόμα και για τα μέλη ΔΕΠ που εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή, και υπάρχουν πολλά πανεπιστήμια, σχολές και τμήματα, όπως η Σχολή Καλών Τεχνών, που είναι υπέρ γιατί πραγματικά υπάρχουν γνωστικά αντικείμενα, τα οποία πρέπει να καλυφθούν. Καλύπτονται σήμερα παραδοσιακά από συμβασιούχους, και αυτή τη στιγμή, με τον θεσμό του Εντεταλμένου Διδάσκοντα -ειδικά αν εξετάσει κανείς το δεδομένο ότι δεν θα υπάρχει η δυνατότητα για απασχόληση και ακαδημαϊκών υποτρόφων στο μέλλον αλλά και ότι ο θεσμός του ΠΔ 407 έχει καταργηθεί- νομίζω ότι είναι μονόδρομος να υπάρξει η συγκεκριμένη ρύθμιση».
Σημαντική χαρακτήρισε επίσης και τη διάταξη για συνεργασίες με αναγνωρισμένα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, καθώς όπως είπε, θέτει κάποιους παραμέτρους που εξειδικεύουν και διευκολύνουν τα πανεπιστήμια για να αναπτύξουν συνεργασίες.
Για σημαντικές ρυθμίσεις σε ότι αφορά τα ερευνητικά κέντρα μίλησε ο Χρήστος Ζερεφός, γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών, τονίζοντας ότι ενισχύονται τα προγράμματα τους.
Ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ένωσης διευθυντών και διευθυντριών Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Τηλέμαχος Κουντούρης, χαρακτήρισε «πολύ σημαντική τη διαμόρφωση κοινών πρωτοκόλλων αντιμετώπισης περιστατικών σχολικής βίας σε όλα τα σχολεία», τονίζοντας ότι «αυτό θα πρέπει να γίνει άμεσα».
Παράλληλα, επέμεινε «στη καθολική επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών σε φαινόμενα βίας και εκφοβισμού» τονίζοντας ότι «είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να προχωρήσει για να υπάρχει μια κοινή προσέγγιση όλων των εκπαιδευτικών στην αναγνώριση, στον χειρισμό και στη πρόληψη των περιστατικών». Πολύ σημαντικό χαρακτήρισε «τη θεσμοθέτηση λειτουργίας σχολών γονέων σε όλα τα σχολεία, όπως και τη σταδιακή κάλυψη όλων των σχολικών μονάδων, από επιτροπές διεπιστημονικής υποστήριξης με ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό», τονίζοντας ότι ο ρόλος και το εύρος τους είναι πολύ ουσιαστικός στα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας». Σχολιάζοντας τη δυνατότητα ανώνυμης καταγγελίας από μαθητές, σημείωσε ότι «κατανοούμε την αναγκαιότητα καθώς αυτά τα παιδικά που φοβούνται να καταγγείλουν επώνυμα πρέπει να βρουν έναν τρόπο έκφραση», ωστόσο όπως είπε, «υπάρχει ένας προβληματισμός για το αν είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που ξεφύγει από το στόχο».
Αναφερόμενος στα εργαστήρια δεξιοτήτων, σημείωσε ότι «μπορεί να συμβάλουν περαιτέρω στη πρόληψη των φαινομένων βίας χρειάζεται όμως να υπάρξει πιο συστηματική εφαρμογή ψυχοκοινωνικών προγραμμάτων πρόληψης για τις κοινωνικές σχέσεις των παιδιών ξεκινώντας από το δημοτικό ώστε να χτίζονται υγιείς σχέσεις μεταξύ των παιδιών».
«Είμαστε καταρχήν θετικοί στο να ιδρύονται νέα κέντρα, να προχωράει η έρευνα και να προάγεται υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται όλες οι σχετικές διαδικασίες», δήλωσε ο Ιωάννης Καραχρήστος, πρόεδρος του Συλλόγου Ερευνητικών Κέντρων της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Γιώργος Κορμάς, υπεύθυνος γραμμής βοήθειας Ασφαλούς διαδικτύου, χαρακτήρισε δύσκολη υπόθεση το θέμα των ανώνυμων και επώνυμων καταγγελιών, τονίζοντας ότι μόλις το 3% των μαθητών που έχουν υποστεί βία ή εκφοβισμό προχωρούν σε καταγγελία. «Η άποψη μας είναι ότι εφόσον το Υπουργείο Παιδείας μπορεί να καλύψει το κομμάτι των ανώνυμων καταγγελιών δηλαδή τη νομιμοποίηση τους με ειδικό πρωτόκολλο και να μπορεί να αίρεται το απόρρητο σε περίπτωση αυτοκτονίας, με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει και το κομμάτι των ανώνυμων καταγγελιών», σημείωσε ο κ. Κορμάς και συμπλήρωσε: «Είναι πράγματι μεγάλη η πρόκληση, γιατί τα παιδιά φοβούνται να μιλήσουν. Μόνο το 3%, σύμφωνα με δική μας έρευνα, οι μαθητές μιλούν στους εκπαιδευτικούς και αναφέρουν περιστατικά σχολικού εκφοβισμού Είναι απογοητευτικά, μικρό το νούμερο. Ένας ακόμα λόγος που δεν μιλούν πέραν του φόβου, είναι και γιατί πιστεύουν ότι δεν θα βρουν το δίκαιο τους. Είναι μια πραγματικά δύσκολη υπόθεση εμείς σαν Κέντρο είμαστε πάντα δίπλα στη πολιτεία και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε».
Έμφαση έδωσε στην αναβάθμιση του ρόλου του μαθητικού συμβουλίου στην όλη διαδικασία, τονίζοντας ότι «το σημαντικότερο από όλα είναι ο μαθητικός κανονισμός κάποιου σχολείου να γίνει συμμετοχικός, να εμπλέκεται και ο ρόλος των μαθητών και των γονέων». Αναφερόμενος στο θέμα της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, υπογράμμισε ότι «το υλικό της Γραμμής Βοήθειας βρίσκεται στη διάθεση τους, ωστόσο το πρόβλημα είναι ότι καθημερινά ο διαδικτυακός εκφοβισμός έχει καινούργια πράγματα καινούργιες προκλήσεις».
« Το διαδίκτυο εξελίσσεται άρα εξελίσσονται και τα πάντα μέσα εκεί, επομένως χρειάζεται μια καθημερινή ενημέρωση και προφανώς αυτό είναι και η δυσκολία του όλου εγχειρήματος στο κομμάτι της εκπαίδευσης που είναι καθημερινή και δια βίου», συμπλήρωσε. «Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει να κάνει με όλη τη κοινωνία και έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε και όχι σπασμωδικά και να το αφήσουμε στο κομμάτι του σχολείου αυτό το τόσο δύσκολο ζήτημα. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά, ειδικά στο διαδίκτυο, ότι μπορεί να έχεις ένα ιδανικό σχολείο , να έχεις εξωσχολικούς κανονισμούς και ξαφνικά μέσα σε αυτό να γίνουν τα πάντα», κατέληξε.
Ο Ιωάννης Λυμβαίος, οργανωτικός γραμματέας της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία, υπογράμμισε ότι «σε ένα σημαντικό βαθμό λήφθηκαν υπόψη οι παρατηρήσεις και απόψεις που έγιναν από την Συνομοσπονδία στο πλαίσιο της διαβούλευσης». «Το ζητούμενο δεν είναι σε ποια βαθμό εναρμονιζόμαστε με τα διεθνή πρότυπα, αλλά το κατά πόσο μπορούν να εφαρμόζονται αυτά που ψηφίζονται», τόνισε.
«Η πρόκληση είναι τα προτεινόμενα μέτρα να εφαρμοστούν στη βάση της ενίσχυσης και της εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας και με γνώμονα την ενεργή συμμετοχή, κυρίως, των μαθητικών κοινοτήτων και των συλλόγων των γονέων. Θα πρέπει να εναρμονίζονται και με τις αρχές της διεθνούς σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού που είναι η αρχή της μη διάκρισης, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, το δικαίωμα στη ζωή, και η συμμετοχικότητα και ο ρόλος τω γονέων», υπογράμμισε από την πλευρά της η Κατερίνα Χαροκόπου, επιστημονική συνεργάτιδα της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Όπως είπε, «στη πράξη αυτό που χρειάζεται είναι η πιστοποιημένη εμπειρία όλων των εμπλεκομένων επαγγελματιών εκπαιδευτικών και στο πρώτο στάδιο της σχολικής κοινότητας και στο δεύτερο επίπεδο της διεύθυνσης εκπαίδευσης αλλά και στο επίπεδο του υπουργείου». «Απαιτούνται ενιαίες προδιαγραφές δεοντολογίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης Η Εθνική Επιτροπή καλεί τη πολιτεία να αξιοποιήσει τη τεχνογνωσία και την εμπειρία της στο σχεδιασμό και στη παραγωγή ενημερωτικού υλικού κατά το σκέλος που άπτεται στα ανθρώπινα δικαιώματα», σημείωσε .
Η κ. Χαροκόπου, χαρακτήρισε κρίσιμο σημείο τον συντονισμό των αρμόδιων φορέων, ενώ τάχθηκε υπέρ της ψηφιακής πλατφόρμας εφόσον όπως είπε, «λειτουργήσει σε ένα ασφαλές υποστηρικτικό και συμπεριληπτικό πλαίσιο όπου θα ενθαρρύνονται όλα τα παιδιά να καταγγέλλουν τα συμβάντα βίας».
Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε η Στέλλα Βαλαβάνη, εκπρόσωπος τύπου της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Γονέων Μαθητών Ελλάδος, ζητώντας την απόσυρση του. «Καλούμε την Υπουργό Παιδείας, που εδώ και 4 χρόνια αρνείται να μας συναντήσει να πάρει πίσω το νομοσχέδιο και να κάτσει να συζητήσει ουσιαστικά με όλη την εκπαιδευτική κοινότητα. Δεν θα τοποθετηθούμε στο θέμα και θα αποχωρήσουμε. Ζητάμε να αποσυρθεί γιατί θεωρούμε, ειδικά σήμερα, ότι είναι απόλυτα υποκριτικό να κουβεντιάζουμε κάτι τέτοιο», δήλωσε.
Η Άννα Απέργη Κωνσταντινίδη, πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών, έδωσε έμφαση στο θέμα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, επισημαίνοντας ότι «πρέπει να έχει μία μορφή ολιστική». Ζήτησε παράλληλα «να συμμετέχει στις επιτροπές εμπειρογνωμόνων και ένα τρανς πρόσωπο, ενώ τόνισε ότι «σύμφωνα με έρευνες, τα ποσοστά αυτοκτονιών των ΛΟΑΤΚΙ οικογενειών είναι σε υψηλά επίπεδα». «Θα πρέπει στα νομοσχέδια η γλώσσα που επιλέγεται να είναι ουδέτερη ως προς το φύλο. Είναι λάθος να παραμένουν αναφορές μόνο στο αρσενικό φύλο», σημείωσε. Χαρακτήρισε επίσης, «πολύ θετικό και σημαντικό ότι έχουν γίνει δεκτές κάποιες από τις προτάσεις που κατατέθηκαν και υπάρχουν πλέον προβλέψεις για την απαγόρευση του εκφοβισμού και της βίας στα σχολεία για λόγους και σεξουαλικού προσανατολισμού, έκφρασης ταυτότητας και χαρακτηριστικό φύλου. «Το νομοσχέδιο βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση», είπε ενώ πρότεινε «την διαμόρφωση εξειδικευμένου αναλυτικού και υποχρεωτικού εκπαιδευτικού προγράμματος ανά τάξη για τη σεξουαλική εκπαίδευση με μία μορφή συμπεριληπτική και ολιστική» σημειώνοντας ότι «διαφορετικά ο νόμος θα μείνει γράμμα κενό».
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr