Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε την Ιστορία σχετίζεται άμεσα με την εκάστοτε συγκυρία και τα ερωτήματα που θέτει στο παρελθόν. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως ο τρόπος θέασης του ’21, αυτής της θεμελιώδους στιγμής για την ύπαρξη της σύγχρονης Ελλάδας, τείνει να αλλάζει χαρακτηριστικά και να μεταμορφώνεται ανάλογα με την ιστορική στιγμή. Περάσαμε από μια ηρωικού τύπου θέαση, καθαρά εστιασμένη στα ανδραγαθήματα των αγωνιστών και σε ιδρυτικούς μύθους, σε μια απομαγευμένη θέαση που ήθελε την Επανάσταση του ’21 να είναι η απαρχή μιας αλυσίδας από κακοδαιμονίες, όπως οι εμφύλιοι σπαραγμοί, τα επώδυνα δάνεια-προάγγελοι μελλοντικών χρεοκοπιών και η ξενοκρατία. Η πιο πρόσφατη αναθεώρηση του παρελθόντος ήταν πως τελικά η ελληνική περίπτωση ήταν ένα «success story» σε όλα τα επίπεδα: ένα επιτυχημένο πείραμα δόμησης έθνους-κράτους, που παρά τα ζιγκ ζαγκ και τις εκάστοτε κακοτοπιές δεν έχασε τον μπούσουλα προς τον εκσυγχρονισμό και, εντέλει, τον εξευρωπαϊσμό. Η νέα αυτή προσέγγιση επανοικειοποιούνταν τις τρισκατάρατες ελίτ ως οχήματα υπευθυνότητας και εκδυτικισμού.
Η χοντροκομμένη εθνοπατριωτική θέαση και οι πομφόλυγές της είναι βέβαια ανάξια λόγου. Ομως και η τελεολογική αντίληψη που θέλει τη σύγχρονη Ελλάδα-Ψωροκώσταινα, απόρροια όχι μόνο οθωμανικών κατάλοιπων αλλά και ενός ιδιότυπου εξανδραποδισμού από τις Μεγάλες Δυνάμεις, βασίζεται σε μια γραμμική οπτική σύμφωνα με την οποία οι κακοδαιμονίες της κομβικής, αφετηριακής στιγμής της ίδρυσης κράτους συνεχίζουν να μας κατατρύχουν έως σήμερα. Αλλά και η θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας ως αθροίσματος επιτευγμάτων, που εκτόξευσαν μια πρώην ασήμαντη και οπισθοδρομική οθωμανική επαρχία στο να διεκδικεί σταδιακά ισότιμη θέση στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, που θα μπορούσε να συμπτυχθεί ειρωνικά στο «από το μιλέτ στο ευρώ», μετριάζει επικίνδυνα τις ιστορικές αποχρώσεις.
Αν όμως μάθαμε κάτι στην επέτειο για τα διακόσια χρόνια είναι πως έφτασε η ώρα, πέρα από κλειστά σχήματα και «ελληνικού» τύπου ερμηνείες, να εντάξουμε το ’21 στα διεθνή, επαναστατικά συμφραζόμενά του. Μια παγκόσμια ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης κατ’ αρχήν θα αναγνώριζε το ’21 ως μια από τις πρώτες περιπτώσεις (αν όχι την πρώτη) επιτυχημένου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στη μεταναπολεόντεια Ευρώπη. Επίσης, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, είναι καιρός να ξαναδούμε τα νοτιοευρωπαϊκά ή μεσογειακά συγκείμενα του αγώνα, όπως τις επιπτώσεις της επιρροής των Ιταλών καρμπονάρων, των απολήξεων της επτανησίου πολιτείας, καθώς και του ισπανικού συντάγματος του Κάντιθ στην επαναστατημένη Ελλάδα. Να εντάξουμε ακόμη στο αφήγημα πως πέρα από τον Ατλαντικό, η μακρινή Αϊτή, προϊόν μιας ιακωβινικής επανάστασης μαύρων σκλάβων, έσπευδε πρώτη να αναγνωρίσει το νεότευκτο ελληνικό κράτος, την ίδια στιγμή που λατινοαμερικανικά κράτη ξεπηδούσαν σαν μανιτάρια μέσα από εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους.
Το ’21 πέτυχε πρωτίστως ως εκδήλωση μιας πρωτότυπης και καθ’ όλα επιτυχημένης εκστρατείας πολιτικής επικοινωνίας.
Αραγε ποιος θυμάται πως ένας από τους ήρωες των λατινοαμερικανικών επαναστάσεων, ο Βενεζουελάνος Φρανθίσκο ντε Μιράντα, διάβαζε μετά μανίας αρχαίους Ελληνες συγγραφείς από το πρωτότυπο (όπως άλλωστε και ο «ωραίος σαν Ελληνας» Σιμόν Μπολιβάρ) και είχε μάλιστα σπίτι στην Αθήνα; Από την άλλη, η αναγνώριση της παγκόσμιας διάστασης της Ελληνικής Επανάστασης και των συναφειών με κινήματα εκτός Ευρώπης είναι κρίσιμης σημασίας, αλλά δεν σημαίνει βέβαια πως οφείλει να επιβάλει μια πονηρή λογική περί χρόνιας και αποικιακού τύπου εξάρτησης της χώρας. Κάθε άλλο.
Το ’21 ως success story ίσως δεν ισχύει τόσο στο επίπεδο συγκρότησης έθνους-κράτους εκσυγχρονιστικού τύπου, αλλά πρωτίστως ως εκδήλωση μιας πρωτότυπης και καθ’ όλα επιτυχημένης εκστρατείας πολιτικής επικοινωνίας. Μια διεθνής καμπάνια για τον ελληνικό σκοπό που εκμεταλλευόταν στο έπακρο το ευρωπαϊκό φαντασιακό για την αρχαία Ελλάδα, επιτελώντας ταυτόχρονα το στερεότυπο του υπόδουλου χριστιανικού λαού που στέναζε κάτω από έναν βάρβαρο ανατολίτικο ζυγό. Εκμεταλλευόμενη αναδυόμενες έννοιες, όπως αυτή της διεθνούς κοινής γνώμης, μιας φιλελεύθερης Διεθνούς που ευαισθητοποιούνταν μέσα από αναπαραστάσεις της σφαγής της Χίου και της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου (αν και προς στιγμήν είχε «παγώσει» από περιγραφές των σφαγών των αμάχων στην Τριπολιτσά από τους εξαιρεθέντες), αλλά και της ενσυναίσθησης για τα δεινά «του άλλου». Και είναι αλήθεια πως χρειάστηκε στο τέλος μια ξένη παρέμβαση στο Ναυαρίνο για να εδραιωθεί· και πάλι σε παγκόσμιο επίπεδο μπορούμε ίσως να μιλήσουμε για μια πρώιμη περίπτωση εξωτερικής επέμβασης, ενδεδυμένη ανθρωπιστικούς λόγους.
Η ιστορική πραγματικότητα είναι αρκετά περίπλοκη για να ιδωθεί μέσα από τον φακό σχημάτων που εστιάζουν μονοσήμαντα είτε σε κατορθώματα μεγάλων ανδρών, είτε σε θεωρίες υποτέλειας, είτε σε μια αέναη παλινδρόμηση ανάμεσα σε εθνικές καταστροφές και εκσυγχρονιστικούς θριάμβους. Η ιστορία των επαναστάσεων έχει καταδείξει πως οι κληρονομίες τους είναι τόσο σύνθετες που δεν μπορούν να μετρηθούν με βάση την υποτιθέμενη επιτυχία ή αποτυχία τους, ενώ πέρα από το πρίσμα του βραχέος χρόνου και των άμεσων αποτελεσμάτων, υπάρχει πάντα ο μακρόσυρτος χρόνος των μακροπρόθεσμων συνεπειών. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να συνεχίσουμε να αναθεωρούμε το αποτύπωμα του ’21· ίσως μια προσπάθεια διεθνικής θέασης, πέρα από τα ελληνικά παροντικά σχήματα, να μπορεί να συνδράμει σε αυτό.
Ο κ. Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.