Πώς αποφάσισα τι θα ψηφίσω

Είναι γνωστό το ευφυολόγημα ότι η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους πολιτικούς. Το πνεύμα του είναι κατανοητό σε κάθε ευαίσθητο πολίτη. Ομως οι εκλογές δυστυχώς δεν είναι πεδίο άσκησης ευαισθησίας

6' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι γνωστό το ευφυολόγημα ότι η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους πολιτικούς. Το πνεύμα του είναι κατανοητό σε κάθε ευαίσθητο πολίτη. Ομως οι εκλογές δυστυχώς δεν είναι πεδίο άσκησης ευαισθησίας. Είναι μια εξόχως ρεαλιστική πράξη: πάμε σε ένα εκλογικό τμήμα, διαλέγουμε ένα από τα ψηφοδέλτια που μας δίνουν και το ρίχνουμε στην κάλπη. Μετά περιμένουμε τα αποτελέσματα για να μάθουμε ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση της χώρας.

Βέβαια, οι πρώτες επερχόμενες εκλογές, της 21ης Μαΐου, λόγω του συστήματος της απλής αναλογικής και βάσει της συνισταμένης των μετρήσεων που διαθέτουμε –και κάθε μέτρηση, όσο άστοχη, είναι εγκυρότερη από κάθε κουτσομπολιό– δεν θα αναδείξουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Οσο για το αν θα οδηγήσουν σε κυβέρνηση συνεργασίας εξαρτάται, πέραν των ποσοστών των κομμάτων, από τις φιλοδοξίες των στελεχών τους.

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις τους, όλοι οι πολιτικοί ορμώνται κυρίως από προσωπική φιλοδοξία. Τι να κάνουμε, είναι στη φύση του επαγγέλματός τους. Ετσι, όπως οι περισσότεροι πολίτες που έχουν μεγάλη πείρα ζωής, δεν περιμένω από τους πολιτικούς περισσότερα από όσα μπορούν από τη φύση τους να προσφέρουν. Το όνειρο είναι απαραίτητο στοιχείο της ανθρωπιάς μας. Αλλά κανένας πολιτικός δεν μπήκε στη δουλειά αυτή –και αν μπήκε δεν άντεξε– για να πραγματοποιήσει τα όνειρά μας. Από αυτό το πρώτο ρεαλιστικό αξίωμα ξεκινώ να σκέφτομαι πώς θα κρίνω τι θα ψηφίσω στις εκλογές.

Αλλά προσθέτω σε αυτό και ένα δεύτερο: ότι δεν πιστεύω καμία απολύτως προεκλογική διακήρυξη, κανενός πολιτικού κανενός κόμματος. Δεν δίνω πίστη σε κανενός πολιτικού τα «θα». Δεν λέω ότι υποχρεωτικά κανένα δεν θα τηρηθεί, αλλά το ποια «θα» θα τηρηθούν θα εξαρτηθεί από παράγοντες για τους οποίους ως πολίτης δεν έχω πληροφορίες. Γιατί σε πολλά «θα» κάποιοι πολιτικοί ψεύδονται συνειδητά, σε κάποια αυταπατώνται, ενώ σε άλλα πλανώνται. Μα και ειλικρινείς και γεμάτοι βούληση να είναι για κάποια, πολλά θα σκαλώσουν στον συμβιβασμό με κάποια σκληρή πραγματικότητα, που δεν θα μπορούν να αντιμετωπίσουν.

Τι μένει αν αγνοήσει κανείς πλήρως τις καλές προθέσεις και τα «θα»; Μονάχα ένα: το δείγμα γραφής που έχουμε για τα κόμματα και τους πολιτικούς από την έως τώρα πορεία τους στην εξουσία. Οσο για τα κόμματα που δεν άσκησαν ποτέ εξουσία, πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα – προσωπικά δεν την κρίνω καλή στρατηγική.

Οσα γράφω παραπάνω είναι γενικά σχόλια για την πολιτική ζωή, πέραν προσωπικών απόψεων και ιδεολογιών. Από εδώ και κάτω μιλάω υποκειμενικά, εκθέτοντας δικές μου απόψεις για το πώς θα κρίνω στις εκλογές ανάμεσα στις υπαρκτές επιλογές – τονίζω, όχι ανάμεσα στις ιδανικές επιλογές που ονειρεύομαι, αλλά ανάμεσα στα ψηφοδέλτια που θα μου δώσουν στο εκλογικό τμήμα.

Τα κόμματα που έχουν ελπίδες εξουσίας μετά τις εκλογές, είτε αυτοδύναμα στις δεύτερες, είτε ως επικεφαλής κυβερνήσεων συνεργασίας, στις πρώτες ή τις δεύτερες, είναι η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, κάποια αριθμητικά σενάρια δίνουν πιθανώς ρυθμιστικό ρόλο στο ΠΑΣΟΚ. Αλλά τα περί «αγνώστου Χ» ως πρωθυπουργικής επιλογής του αρχηγού του μαζί με τη μηδενική του εμπειρία στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν μου δίνουν κανέναν λόγο να τον εμπιστευτώ. Οσο για το κόμμα του, ο ρεαλισμός με τον οποίο αντιμετωπίζω την πολιτική με βεβαιώνει ότι η όποια απόφασή τους για τυχόν μετεκλογική συνεργασία θα είναι καθαρά οπορτουνιστική. Προσωπικά, δεν θέλω να του δώσω την ευκαιρία να την πάρουν.

Για τα δύο μεγάλα κόμματα έχω κριτήρια, καθώς βρέθηκαν στην εξουσία και μάλιστα με τους τωρινούς ηγέτες τους πρωθυπουργούς.

Για τα δύο μεγάλα κόμματα έχω κριτήρια, καθώς βρέθηκαν στην εξουσία και μάλιστα με τους τωρινούς ηγέτες τους πρωθυπουργούς.

Βάσει αυτού, αξιολογώ πιο θετικά τη Νέα Δημοκρατία. Βέβαια την ψήφισα και στις προηγούμενες εκλογές και ομολογώ ότι με απογοήτευσε σε πολλά. Δεν έκανε πράγματα που περίμενα σε κάποιους βασικούς τομείς και είχε σοβαρά ελλείμματα σε άλλους. Πολλούς υπουργούς της τους κρίνω ανεπαρκείς και κάποιους χειρότερα. Υπήρξαν βέβαια οι υποκλοπές –οι πραγματικές διαστάσεις της υπόθεσης θα αποτιμηθούν σωστά μόνο στο μέλλον– και η εντελώς αποφευκταία τραγωδία των Τεμπών. Με πίκραναν και με απογοήτευσαν και, ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, θεωρώ ότι ο Μητσοτάκης πρέπει ακόμα να κάνει βήματα για να αποδοθούν προς κάθε κατεύθυνση οι πολιτικές ευθύνες. Αλλά δεν ξεχνώ το Μάτι. Δεν συμψηφίζω, αλλά κάνοντας συγκρίσεις δεν το βγάζω από τον λογαριασμό.

Παρ’ όλες όμως τις απογοητεύσεις μου, τα θετικά της διακυβέρνησης Μητσοτάκη υπερτερούν, γιατί κατάφερε σημαντικό έργο σε καίριους τομείς. Πρώτους ανάμεσά τους βάζω την εξωτερική πολιτική, την αμυντική θωράκιση της χώρας, κάποιες ενέργειες στην οικονομική πολιτική και βέβαια την ψηφιακή μεταρρύθμιση. Επιπλέον, και κυριότατα, είναι μια κυβέρνηση στην οποία έτυχαν δύο σημαντικές και εντελώς αναπάντεχες κρίσεις, η πανδημία και η άοπλη απόπειρα εισβολής από την Τουρκία, στον Εβρο. Και η κυβέρνηση τις αντιμετώπισε με τον καλύτερο τρόπο.

Καμία χώρα δεν χειρίστηκε άριστα την πανδημία – η κρίση παραήταν μεγάλη για να γίνει κάτι τέτοιο. Αλλά αν λάβουμε υπ’ όψιν την πλήρη έλλειψη προετοιμασίας του κράτους και τις γνωστές του δυσλειτουργίες, ο χειρισμός της κυβέρνησης ήταν άθλος. Αυτό οφείλεται στον Μητσοτάκη, στη νοοτροπία που έφερε στην πολιτική, μοντέρνα και ευρωπαϊκή, και στην ομάδα των νέων ικανών ανθρώπων που επέλεξε, όπως τον Πιερρακάκη και τον Σκέρτσο, αφανή ήρωα στον συντονισμό του έργου. Υπήρξε βέβαια ένα σοβαρό έλλειμμα: ο αριθμός των θανάτων ήταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι θα περιμέναμε ως προς τα κρούσματα. Αλλά αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην ανεπάρκεια των δομών υγείας σε μεγάλο μέρος της επαρχίας, το οποίο δεν μπορεί να χρεωθεί σε μια κυβέρνηση που είχε αναλάβει πριν από ένα χρόνο την εξουσία. Είναι διαχρονικό αίσχος, και φταίνε για αυτό όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις.

Είμαι βέβαιος ότι αν η πανδημία είχε χτυπήσει επί ΣΥΡΙΖΑ, η εικόνα θα ήταν τελείως διαφορετική. Εχουμε τόσα δείγματα ανικανότητας, ώστε η εντύπωση αυτή βασίζεται σε γνώση και στοιχεία. Τρέμω ακόμα με την ιδέα ότι θα αντιμετώπιζε την πανδημία ένα πολιτικό μόρφωμα από ανθρώπους ανίκανους για καθετί πρακτικό, καθοδηγούμενους από νεκρές ιδεοληψίες και συνδικαλιστική νοοτροπία. Και νιώθω φρίκη με τη σκέψη και μόνο ότι ο κύριος χειριστής θα ήταν ο Πολάκης, με τους επαμφοτερισμούς του για τα εμβόλια, τα φάρμακα για βοοειδή που πρότεινε για ανθρώπους, και την πρωτόγονη και άξεστη επικοινωνιακή του τακτική.

Για την κρίση στον Εβρο, νομίζω ότι οι περισσότεροι συμπολίτες δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα τη σοβαρότητά της. Ουσιαστικά ήταν μια άοπλη επίθεση κατά της χώρας που χωρίς τον αστραπιαίο και δυναμικό χειρισμό θα οδηγούσε σε ντε φάκτο διάλυση των συνόρων μας ή, με λάθος κινήσεις, σε πόλεμο. Στην αντιμετώπισή της ο Μητσοτάκης έδειξε εξέχουσες ηγετικές ικανότητες. Και ο Χρυσοχοΐδης, ο άνθρωπος που επέλεξε ως αρμόδιο για τα σώματα δημόσιας ασφάλειας, που έφεραν το κύριο βάρος της απόκρουσης, δεν απογοήτευσε τις προσδοκίες του.

Ας το καταλάβουμε πια: στον Εβρο βγήκαμε νικητές σε έναν άκρως επικίνδυνο υβριδικό πόλεμο με μια ισχυρότερη χώρα. Τι θα γινόταν αν είχε συμβεί αυτή η επίθεση επί Τσίπρα; Με τα πολλά δείγματα γραφής που είχαμε στην εξωτερική πολιτική από τη διακυβέρνησή του, με τον ενδοτισμό και τη φοβία του για τον Ερντογάν –ξεκάθαρο παράδειγμα οι απαράδεκτες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη για να στείλει πίσω τους οκτώ ικέτες Τούρκους αξιωματικούς που αντισυνταγματικά και παράνομα του έταξε– θα είχαμε οδηγηθεί, είμαι βέβαιος, σε κάποιας μορφής εθνική τραγωδία.

Ο Τσίπρας δεν έχει ούτε ηθικά πλεονεκτήματα –κανένας πολιτικός δεν τα δικαιούται– ούτε το ελαφρυντικό της απειρίας. Τον ξέρουμε πια. Λέει βέβαια ότι έχει μάθει πολλά από τα λάθη του. Αλλά δεν είδαμε ποτέ υπουργό ή στέλεχός του να παραιτείται για τα όσα διαπιστωμένα στραβά έκαναν, επί της διακυβέρνησής του. Αντίθετα, αυτό συνέβη πολλές φορές επί Νέας Δημοκρατίας, με υπουργούς να παραιτούνται και βουλευτές και στελέχη να διαγράφονται. Ο Τσίπρας αντίθετα, ακόμα και σήμερα όχι απλώς δεν κατακρίνει αλλά επιβραβεύει όσους προκαλούν, με κορυφαία πρόσφατα δείγματα την κωλοτούμπα του για τον Πολάκη και την προκλητική προβολή του Παππά στο πλευρό του, μόλις είχε καταδικαστεί ομόφωνα για παράβαση καθήκοντος.

Αν η αυτοκριτική δεν οδηγεί σε πράξεις, δεν είναι τίποτε παραπάνω από κοροϊδία. Και δεν μου αρέσει να με κοροϊδεύουν. Είναι το τρίτο, προσωπικό μου αξίωμα, βάσει του οποίου θα ψηφίσω. Είμαι βέβαιος ότι το συμμερίζονται πολλοί συμπολίτες μου.

* Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT