Για την αποκατάσταση του Συνταγματικού Δικαίου

Για την αποκατάσταση του Συνταγματικού Δικαίου

Στην «Κ» της περασμένης Κυριακής υποστηρίχθηκε η άποψη ότι οι ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν το τελευταίο διάστημα στη Βουλή, για να αποκλεισθεί από τις εκλογές το «κόμμα Κασιδιάρη», είναι αντίθετες προς τη «συνταγματική τάξη» της χώρας μας, έτσι τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνεται ο αρθρογράφος

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην «Κ» της περασμένης Κυριακής υποστηρίχθηκε η άποψη ότι οι ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν το τελευταίο διάστημα στη Βουλή, για να αποκλεισθεί από τις εκλογές το «κόμμα Κασιδιάρη», είναι αντίθετες προς τη «συνταγματική τάξη» της χώρας μας, έτσι τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνεται ο αρθρογράφος.

Ο τελευταίος, συντασσόμενος εν πολλοίς με τις απόψεις και του κ. Αναστάσιου Κανελλόπουλου, επίτιμου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και προέδρου του κόμματος ΕΑΝ, στηρίζει την επιχειρηματολογία του κυρίως σε μίαν «ιστορική» ερμηνεία του άρθρου 29 του ισχύοντος Συντάγματος, δηλαδή στις προθέσεις του συντακτικού νομοθέτη, όπως αυτές είχαν εκφραστεί στη συγκυρία της Μεταπολίτευσης, το 1975.

Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 29, που κατοχυρώνει το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, ενόσω ορίζει ότι «η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», δεν προβλέπει τελικά καμία κύρωση για όσα κόμματα παραβιάζουν την επιταγή αυτή.

Νομίζω ότι η επιχειρηματολογία του αρθρογράφου σας δεν ευσταθεί, για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:

1. Διότι, κατά πρώτο λόγο, παραβλέπει ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι πολιτικό κόμμα, αλλά «εγκληματική οργάνωση». Ετσι τουλάχιστον την χαρακτήρισε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ύστερα από μίαν εξαντλητική δίκη, που κράτησε πάνω από πέντε χρόνια.

Ιδού, επί λέξει, η διατύπωση της σχετικής σκέψης του δικαστηρίου: «Κύριο χαρακτηριστικό της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία εκκολάφθηκε στους κόλπους του πολιτικού σχηματισμού και μετέπειτα πολιτικού κόμματος με την επωνυμία “Λαϊκός Σύνδεσμος Χρυσή Αυγή” και δραστηριοποιείτο υπό την κάλυψή του, ήταν η ιεραρχική δομή της» (σελ. 11.059-11.060).

Και παρακάτω: «Η επιχειρησιακά δομημένη διαρκής εγκληματική δράση της, η οποία είχε σκοπό την αντιμετώπιση διά της βίας των αντιφρονούντων, των αλλοδαπών, αλλά και όσων θεωρούνταν σοβαροί ιδεολογικοί εχθροί της και, κατ’ επέκταση, τη βίαιη επιβολή των πολιτικών ιδεών της, εκδηλωνόταν μέσω των τοπικών οργανώσεων και πάντοτε υπό την καθοδήγηση ανωτέρων στην ιεραρχία, με βάση οργανωμένο σχέδιο, το οποίο εκτελούσαν τα μέλη των ομάδων κρούσεως, επονομαζόμενα “Τάγματα Εφόδου” […] τα μέλη των οποίων είχαν ιδιαίτερα σωματικά προσόντα και κατάλληλη εκπαίδευση […]» (σελ. 11.536).

Το στοιχείο, με άλλα λόγια, που μετρούσε, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, δεν ήταν η ιδεολογία της Χρυσής Αυτής, όσο η χρήση της βίας, με έναν ιεραρχικά δομημένο παραστρατιωτικό μηχανισμό.

Ποιος πιστεύει ότι, ως «κομματικά» στελέχη (και όχι ως κουμπουροφόροι), οι χρυσαυγίτες πρέπει να προστατεύονται, διότι τάχα διασφαλίζουν και αυτοί με τη δράση τους την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών;

Το ελάχιστο που θα περίμενε κανείς από έναν πρώην δικαστή θα ήταν, αν όχι να αναγνώσει ολόκληρη τη δώδεκα και πλέον χιλιάδων σελίδων καταδικαστική απόφαση του Εφετείου, όπως θα επέβαλε ο σεβασμός προς τον κόπο των συναδέλφων του, τουλάχιστον να διακρίνει μεταξύ πολιτικού κόμματος και παραστρατιωτικής οργάνωσης. Κάτι που ορθά υπενθύμισε στην «Κ» της περασμένης Κυριακής και η συνάδελφος καθηγήτρια Πην. Φουντεδάκη. Θυμίζω ότι στη Γαλλία, έχουν τεθεί εκτός νόμου πάνω από διακόσιες milices privées, βάσει ενός νόμου του 1936, ο οποίος εξακολουθεί να εφαρμόζεται έως σήμερα, με το Conseil d’ Etat να απορρίπτει όλες τις σχετικές προσφυγές ως αβάσιμες. Το ίδιο και το Δικαστήριο του Στρασβούργου.

2. Αλλά ακόμη και αν, ενάντια στη λογική, θεωρούνταν ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί πολιτικό κόμμα, προστατευόμενο από το άρθρο 29 του Συντάγματος, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς ένας έμπειρος νομικός παραβλέπει ότι το Σύνταγμα θέτει «υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας», άρα και του νομοθέτη, την «ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης» (άρθρο 52). Εκτός, βέβαια, και αν ο ίδιος πιστεύει ότι, ως «κομματικά» στελέχη (και όχι ως κουμπουροφόροι που πράγματι ήταν), οι χρυσαυγίτες πρέπει να προστατεύονται, διότι τάχα διασφαλίζουν και αυτοί με τη δράση τους τον πλουραλισμό των απόψεων και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Δεν θέλω να το πιστέψω. Η Βουλή, επομένως, όφειλε να παρέμβει για να αποτρέψει ένα βέβαιο ανοσιούργημα, που ήταν έτοιμοι να διαπράξουν οι ορκισμένοι εχθροί της δημοκρατίας στο όνομά της, και να μην περιμένει την επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.

3. Είναι ορθό προφανώς, ενόψει του άρθρου 51 του Συντάγματος, ότι δεν μπορούν να αφαιρεθούν τα πολιτικά δικαιώματα κανενός προτού η καταδικαστική απόφαση σε βάρος του γίνει αμετάκλητη. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται περί αυτού. Διότι δεν αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα του Κασιδιάρη, ούτε του Μιχαλολιάκου και κανένας δεν τους εμποδίζει να διεκδικήσουν ως ανεξάρτητοι την ψήφο των εκλογέων. Καμιά αρχή, εν τούτοις, κανένας συνταγματικός κανόνας δεν υποχρεώνει το κράτος να διευκολύνει την είσοδο στη Βουλή σχηματισμών που αποδέχονται τη χρήση ωμής βίας –ήδη από σήμερα και όχι σε κάποιο απώτερο μέλλον– ως μέσου πολιτικού αγώνα.

4. Είναι παραπειστική η επίκληση απόφασης του 2014 του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε ένσταση κατά της συμμετοχής της Χρυσής Αυγής στις ευρωεκλογές εκείνου του έτους. Διότι τότε δεν είχε καν αρχίσει η πρωτόδικη δίκη της οργάνωσης, η οποία κατέληξε με την καταδίκη του ηγετικού πυρήνα της σε πολύχρονες ποινές κάθειρξης τον Οκτώβριο του 2020 και με τον χαρακτηρισμό της ως εγκληματικής οργάνωσης.

5. Μια τελευταία παρατήρηση για την επίκληση των απόψεων του Ηλία Ηλιού. Τον Δεκέμβριο του 1974, λίγο μετά την κατάργηση του περίφημου α.ν. 509/1947 και τη νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος, η κυβέρνηση Καραμανλή, στο προσχέδιο Συντάγματος που έδωσε στη δημοσιότητα την παραμονή των Χριστουγέννων, επανέφερε μια παλιά ιδέα της προδικτατορικής ΕΡΕ, να μπορούν να τίθενται εκτός νόμου «ανατρεπτικά» κόμματα, με απόφαση ενός οιονεί συνταγματικού δικαστηρίου. Η αντίδραση κατά της πρότασης αυτής ήταν καθολική. Σε αυτήν πρωτοστάτησε με τρία άρθρα στην «Αυγή» ο Ηλίας Ηλιού. Με τον πραγματισμό που ανέκαθεν τον διέκρινε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποχώρησε και, τελικά, το άρθρο 29 του Συντάγματος δεν προέβλεψε, όπως είδαμε, καμιά κύρωση.

Το τι σχέση μπορεί να έχει η καταδίκη, το 1974, από τον ιστορικό ηγέτη της ελληνικής Αριστεράς ενός παρωχημένου μέτρου της ψυχροπολεμικής εποχής, που κάποιοι επιχειρούσαν να επαναφέρουν τότε, με τα επιχειρήματα του κυριακάτικου αρθρογράφου της «Κ», το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Θέλω απλά να θυμίσω ότι όταν ο Ηλίας Ηλιού κατακεραύνωνε από το βήμα της Βουλής, το 1965, έναν άλλον δικαστή του Συμβουλίου της Επικρατείας, συντάκτη όπως φαίνεται των περίφημων τριών βασιλικών επιστολών προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, εκστόμισε το ιστορικό έκτοτε «Μηδέν στο Συνταγματικό Δίκαιο».

Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT