Η ανοδική σταθεροποίηση του ΚΙΝΑΛ στις εκλογές του 2019 ταυτόχρονα ως τρίτου σε ισχύ κόμματος (ο «τρίτος πόλος») και ως κόμματος ιδεολογικά και προγραμματικά ενδιάμεσου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων αποτελεί τομή στην ιστορία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Συνιστά πραγματικό νεωτερισμό. Ποτέ στη Μεταπολίτευση δεν παρεμβαλλόταν ένας πολιτικά σταθερός και εκλογικά αξιόλογος ενδιάμεσος παίκτης ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα. Το τρίτο σε ισχύ κόμμα ήταν τοποθετημένο είτε στα αριστερά (κατά κανόνα) των δύο μεγάλων κομμάτων είτε, σε τρεις περιπτώσεις (1993: Πολιτική Ανοιξη, διπλές εκλογές του 2015: Χρυσή Αυγή), στα δεξιά ή προς τα δεξιά του κομματικού συστήματος. Ο τρίτος πόλος ως ενδιάμεσος μεταξύ των δύο «μεγάλων» εμφανίστηκε μόνο σε εκλογές μετάβασης ή εκλογικού σεισμού (1977: Ενωση Δημοκρατικού Κέντρου, 2012 Μάιος και Ιούνιος: ΠΑΣΟΚ). Είχε, συνεπώς, εντελώς βραχύβια χαρακτηριστικά.
Η αλλαγή ρόλου του ΠΑΣΟΚ δεν αφορά μόνο το ΠΑΣΟΚ. «Πειράζει» την όλη μικρο-μηχανική λειτουργίας του κομματικού συστήματος όπως την είχαμε γνωρίσει στη Μεταπολίτευση, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα δεν βρίσκονται πλέον χωρικά δίπλα δίπλα. Ιδιαίτερα επηρεάζει τον ΣΥΡΙΖΑ διότι περιορίζει την ικανότητά του, ως του κύριου μη δεξιού πόλου, να αποκτά εύκολα θέση υπεροχής απέναντι στη Ν.Δ. Αλλά ας επιστρέψουμε στο ΠΑΣΟΚ.
Ο βομβαρδισμός που σήμερα δέχεται το ΠΑΣΟΚ –και από τη Ν.Δ. και από τον ΣΥΡΙΖΑ– για να ξεκαθαρίσει με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει είναι ενδεικτικός του νέου état d’esprit που διαμορφώνεται με την καθιέρωσή του ως τρίτου πόλου.
Τι λοιπόν σημαίνει για το ΠΑΣΟΚ αυτή η τρίτη και ενδιάμεση θέση με δεδομένο το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής; Αποτελεί ευκαιρία ή παγίδα; Πώς θα πρέπει να τη διαχειριστεί στη μέση διάρκεια; Το συμφέρει –σε συνθήκες ενισχυμένης αναλογικής– η εναλλαγή συμμαχιών, ανάλογα με τη συγκυρία, με το ένα ή το άλλο μεγάλο κόμμα;
Η Ιστορία της Μεταπολίτευσης δεν βοηθάει πολύ στην απάντηση των ερωτημάτων. Ο τρίτος πόλος ως ενδιάμεσος πόλος είχε, όπως αναφέρθηκε, μόνο «φευγαλέα» παρουσία (1977 και 2012). Το γεγονός αυτό καθιστά ανέφικτη την εξαγωγή συμπερασμάτων που να αφορούν κατευθείαν το σημερινό ΠΑΣΟΚ.
Εντούτοις, η εικόνα για την ισχύ –γενικά– του τρίτου κόμματος θα μπορούσε να δώσει χρήσιμες ενδείξεις για την κατανόηση του σχηματισμού των εκλογικών προτιμήσεων στη διάρκεια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας – μιας δημοκρατίας που κυριαρχήθηκε από τον πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό. Οι ενδείξεις αυτές είναι πολύ ισχυρές για να αγνοηθούν.
Η δύσκολη συνθήκη
Στο σύνολο των 18 βουλευτικών αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα κατά τα έτη 1974-2019, ο μέσος όρος της εκλογικής επιρροής του τρίτου σε ισχύ κόμματος, όποιο και αν ήταν αυτό, ήταν 9,17% (βλ. κάτω στο γράφημα). Αν, όμως, εξαιρέσουμε –ως μη αντιπροσωπευτικές για τη δυναμική του τρίτου πόλου– τις εκλογές που έλαβαν χώρα σε συνθήκες απλής αναλογικής (οι τρεις αναμετρήσεις του 1989 και του 1990) ή σε συνθήκες «εκλογικού σεισμού» (1977 και Μάιος, Ιούνιος 2012), τότε ο μέσος όρος του τρίτου κόμματος διαμορφώνεται στο 7,77%. Είναι εξαιρετικά χαμηλός για ένα σύστημα που παραδοσιακά υπήρξε δομημένο γύρω από τρεις παρατάξεις.
Το πόσο περιορισμένη είναι η επιρροή του τρίτου πόλου φαίνεται και από έναν άλλον υπολογισμό. Το ποσοστό (μέσος όρος) που χωρίζει το τρίτο κόμμα από το εκλογικά δεύτερο είναι, για το σύνολο της Μεταπολίτευσης (18 εκλογές), 24,39 μονάδες. Ο δε μέσος όρος της απόστασης για τις 12 εκλογικές αναμετρήσεις που ενδιαφέρουν εδώ (χωρίς δηλαδή αυτές των ετών 1977, 1989α,1989β,1990, 2012α και 2012β) διαμορφώνεται στο μάλλον εκφοβιστικό 26,95%. Aρα, κατά μέσον όρο, το κάθε φορά τρίτο κόμμα υστερεί κατά 26,95 μονάδες όχι από το πρώτο, αλλά από το δεύτερο κόμμα! Ακόμη και στην πρόσφατη περίοδο, την περίοδο του λεγόμενου «μικρού δικομματισμού» (Ιαν. 2015-2019), η απόσταση του τρίτου από το δεύτερο κόμμα διαμορφώνεται στις 22,02 μονάδες (επεξεργασία δεδομένων: Γερ. Μοσχονάς).
Οι αριθμοί αυτοί απλοποιούν, όπως όλοι οι αριθμοί, την πολιτική πραγματικότητα. Αποκαλύπτουν, εντούτοις, σε βαθμό που εκπλήσσει, το πόσο πολύ το «τρίτο κόμμα» είναι στην πραγματικότητα ένας «μικρός», αν και καθόλου αμελητέος, παίκτης. Το μέγεθος του τρίτου πόλου και το συμμετρικά ιδιαίτερα μεγάλο (για τα ευρωπαϊκά στάνταρντ) μέγεθος των ισχυρών πόλων (παλαιότερα: Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, μετά το 2015: Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ) δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς την punctum quaestionis του εκλογικού νόμου. Η ενισχυμένη αναλογική –στην πραγματικότητα: σύστημα αποδυναμωμένης αναλογικής– ως σύστημα μεικτό, με ισχυρά πλειοψηφικά στοιχεία δίπλα στα αναλογικά, ευνοεί σε ποσοστό και αριθμό εδρών τα μεγάλα, και μόνο τα μεγάλα, κόμματα. Παράγει, δε, συστηματικά ανταγωνιστική κατωτερότητα για τα μικρότερα κόμματα.
Το κλειδί εδώ δεν είναι, όπως συχνά υποστηρίζει η Αριστερά, η στρέβλωση της αναλογικότητας μεταξύ ποσοστού ψήφων και ποσοστού εδρών, όσο ο επηρεασμός της ίδιας της ψήφου υπέρ των μεγάλων κομμάτων. Η γνωστή διατύπωση των στελεχών του παλαιού ΠΑΣΟΚ «τι θα κάνουν, στο τέλος θα μας ψηφίσουν!» βρίσκει την πιο ανάγλυφη εικονογράφησή της στους αριθμούς που προηγήθηκαν.
Βέβαια, υποστηρίζεται, το ΠΑΣΟΚ, ως ιδεολογικά ενδιάμεσο, θα μπορούσε να αναδειχτεί σε ρυθμιστή, όπως ακριβώς έκανε στην Ομοσπονδιακή Γερμανία το παλαιό Φιλελεύθερο κόμμα, στο πλαίσιο του γερμανικού συστήματος των «δυόμισι κομμάτων». Οσες και όσοι όμως υιοθετούν αυτή τη θέση συγκρίνουν δύο συστήματα με ασύμβατες λογικές λειτουργίας: ένα σύστημα με ισχυρά πλειοψηφικά χαρακτηριστικά (το ελληνικό) με ένα άλλο ουσιωδώς αναλογικό (το γερμανικό).
Η αλλαγή ρόλου του ΠΑΣΟΚ δεν αφορά μόνο το ΠΑΣΟΚ. «Πειράζει» την όλη μικρο-μηχανική λειτουργίας του κομματικού συστήματος όπως την είχαμε γνωρίσει στη Μεταπολίτευση.
Με λάθος προκείμενες μάλλον οδηγείσαι σε λάθος συμπέρασμα. «Μεγάλος ρυθμιστής» γίνεσαι όχι μόνο λόγω της θέσης σου αλλά και λόγω της ισχύος σου. Ο ελληνικός νόμος της ενισχυμένης αναλογικής φυσικά και δεν εμποδίζει τις συνεργασίες. Ωστόσο υπονομεύει την εκλογική ισχύ κάθε υποτιθέμενου μελλοντικού «ρυθμιστή» διότι έχει ως «πρώτον κινούν» τη μεταφορά ψήφων (και εδρών) από τα μικρότερα κόμματα προς εκείνα που μπορούν να διεκδικήσουν την πρώτη θέση και, άρα, την κατάκτηση της πλειοψηφίας ή την προσέγγιση σε αυτήν. Συμπερασματικά, ο εκλογικός μας νόμος τείνει να αποδυναμώσει τον τρίτο πόλο, ενώ ο γερμανικός, ως ουσιωδώς αναλογικός, του προσφέρει ένα ελάχιστο δίχτυ εκλογικής ασφάλειας.
Τα διλήμματα
Το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής (στις πολύ διαφορετικές εκδοχές του) διακρίνεται από εσωτερική σοφία. Τείνει να παράγει κυβερνητική σταθερότητα χωρίς να συνθλίβει τα μικρότερα ρεύματα και χωρίς να εμποδίζει την κοινοβουλευτική εκπροσώπησή τους. Βέβαια, στο μέλλον, καθώς παντού, και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, τα κραταιά κόμματα του παρελθόντος έχουν εξασθενήσει, τα μεγάλα κόμματα θα αναζητούν όλο και πιο συχνά συμμάχους και τα μικρότερα θα μπαίνουν όλο και πιο συχνά σε συμμαχίες. Είτε με ενισχυμένη είτε με απλή αναλογική.
Η ενισχυμένη αναλογική, εντούτοις, δεν συμφέρει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Το απειλεί. Κοινότοπο, αλλά οι αριθμοί «τρομάζουν». Το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στο παρελθόν χρησιμοποίησε συστηματικά τον εκλογικό νόμο ενάντια στους μικρότερους ανταγωνιστές του, κινδυνεύει να υποστεί –υφίσταται ήδη (παρότι οι πρώτες εκλογές διεξάγονται με απλή αναλογική)–, σαν τις «φριχτές ανταποδόσεις» του Καρυωτάκη, τη μεγάλη πίεση του εκλογικού συστήματος. Καλείται να ισορροπήσει «αιωρούμενο». Ως ενδιάμεσο κόμμα καταλαμβάνει μια πολιτική – ιδεολογική περιοχή που ενέχει τον κίνδυνο ασφυξίας.
Οσοι του προτείνουν εναλλακτικές συμμαχίες (μια με τη Ν.Δ., μια με τον ΣΥΡΙΖΑ) χωρίς αλλαγή του εκλογικού νόμου ή δεν έχουν κατανοήσει τη διαπλαστική δύναμη του εκλογικού συστήματος ή επηρεάζονται από την ιδεολογία τους. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να πάει μακριά μονίμως αιωρούμενο.
Η μεγάλη ιστορική τάση, από τον Πλαστήρα, τον Γεώργιο Παπανδρέου της δεκαετίας του ’60 μέχρι τον Ανδρέα της Μεταπολίτευσης, δείχνει ότι ο ενδιάμεσος ιδεολογικά χώρος ήταν ισχυρός μόνον όταν έτεινε να λειτουργήσει ως Κεντροαριστερά, όχι απλώς ως «άχρωμο» Κέντρο. Επιπλέον, το ελληνικό πολιτικό σύστημα διακρίνεται από τη μακρά εκλογική υπεροχή, από το 1981 μέχρι και τις εκλογές του Ιουλίου 2019, των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς.
Σε συνθήκες εκλογικής υπεροχής (όχι κυβερνητικής) του μη δεξιού χώρου, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει στρατηγικό συμφέρον να οδηγηθεί σε συμμαχίες με τη Ν.Δ. – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα καταφέρει να τις αποφύγει. Τέτοιες συμμαχίες θα είναι δώρο στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εισδύσει σταθερά στον ενδιάμεσο χώρο, το μέλλον του ΠΑΣΟΚ διαγράφεται σκοτεινό.
Συνασπισμός συμφέροντος
Συνεπώς, το ΠΑΣΟΚ έχει συμφέρον σε ένα συνασπισμό για την απλή αναλογική. Και μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να τον προσφέρει. Οχι μόνο λόγω ιδεολογίας. Αλλά και λόγω δικού του εκλογικού συμφέροντος και λόγω δικών του ισχυρών αδυναμιών.
Εάν οι στρατηγικές επί χάρτου είναι εύκολες, στο πραγματικό πεδίο οι διαδρομές χαράσσονται διά πυρός και σιδήρου. Στις επόμενες εκλογές, τουλάχιστον στις δεύτερες, η μόνη συμμαχία που ενδεχομένως θα προσφερθεί στο ΠΑΣΟΚ θα είναι αυτή με τη Ν.Δ. Αν φυσικά οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν. Το ΠΑΣΟΚ θα έχει δυσκολία να αποφύγει (με τη μια ή την άλλη μορφή) την προσφορά – όσες πόζες και αν πάρει, όσες διαπραγματεύσεις και αν κάνει.
Υποθέτω ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης θα προτιμούσε την αυτοδυναμία της Ν.Δ. Και υποθέτω ότι αν η Ν.Δ. δεν αποκτήσει αυτοδυναμία, κανείς δεν θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση του.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.