Οι προβλέψεις αναφορικά με το αποτέλεσμα της κάλπης την προσεχή Κυριακή, σύμφωνα με τις οποίες είναι απίθανο να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση, φέρνουν στη μνήμη καταστάσεις πολιτικών κρίσεων, αβεβαιότητας και σχηματισμού βραχύβιων κυβερνήσεων περιορισμένης ευθύνης. Ιστορικά, τέτοιες καταστάσεις προκλήθηκαν κυρίως έπειτα από εκλογές που διεξήχθησαν με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, το Σύνταγμα δίνει την εξουσία διαχείρισης περιπτώσεων αδυναμίας σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης στο πρόσωπο του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα.
Η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου θα είναι το δεύτερο πρόσωπο πέραν του Χρ. Σαρτζετάκη σε εκλογές με απλή αναλογική και το τέταρτο συνολικά στη Μεταπολίτευση, μαζί με τους Κ. Παπούλια και Πρ. Παυλόπουλο, που θα κάνει χρήση της σχετικής συνταγματικής πρόβλεψης: Βάσει του άρθρου 37 του Καταστατικού Χάρτη της χώρας, όταν δεν προκύπτει αυτοδυναμία, ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διαδοχικά στους αρχηγούς των τριών πρώτων σε κοινοβουλευτική δύναμη κομμάτων εντολές διερεύνησης πιθανότητας σχηματισμού κυβέρνησης που να τυγχάνει της εμπιστοσύνης της νέας Βουλής. Αν αποβούν άκαρπες, ο/η Πρόεδρος καλεί σε διαβουλεύσεις όλους τους πολιτικούς αρχηγούς για να διερευνηθεί η δυνατότητα κυβέρνησης που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής, ή κυβέρνησης όλων των κομμάτων για τη διεξαγωγή εκλογών, αλλιώς υπηρεσιακής για τον ίδιο σκοπό.
Σύστημα απλής αναλογικής είχε υιοθετηθεί μεταξύ άλλων το 1946, με αποτέλεσμα έως το 1950 να ορκιστούν δέκα κυβερνήσεις.
Το 1989 χρειάστηκε να γίνουν τρεις φορές εκλογές εξαιτίας του αναλογικού συστήματος που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ. Στις κάλπες της 18ης Ιουνίου 1989 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, με ποσοστό 44,28%, κέρδισε μόνο 145 έδρες. Το ΠΑΣΟΚ είχε 125 και ο Συνασπισμός με τον Χαρ. Φλωράκη αναδείχθηκε τρίτη δύναμη με 28 έδρες.
Ο τότε Πρόεδρος Χρ. Σαρτζετάκης έδωσε στους τρεις αρχηγούς διερευνητικές εντολές, οι οποίες απέβησαν άκαρπες. Ωστόσο, από τις διαβουλεύσεις που ακολούθησαν προέκυψε συγκυβέρνηση «ειδικού σκοπού» από Ν.Δ. και Συνασπισμό υπό πρωθυπουργό τον Τζ. Τζαννετάκη για τη διερεύνηση της υπόθεσης Κοσκωτά. Οταν δρομολογήθηκε η παραπομπή του Α. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο και ολοκληρώθηκε ο «ειδικός σκοπός», η κυβέρνηση διαλύθηκε και η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές τον Νοέμβριο. Ο εκ νέου νικητής Κων. Μητσοτάκης διέθετε μόνο 148 έδρες, οπότε η ειδική συνταγματική πρόνοια ενεργοποιήθηκε, με κατάληξη σε υπό τον Ξ. Ζολώτα οικουμενική κυβέρνηση, με συμμετοχή δηλαδή και του ΠΑΣΟΚ. Η μετέπειτα αυτοδύναμη κυβέρνηση Μητσοτάκη επανέφερε την ενισχυμένη.
Οπως έχει καταγράψει η «Κ» (Π. Παπαδόπουλος, 12.1.2020), περιόδους αστάθειας είχαμε και στο μακρινό παρελθόν έπειτα από εκλογές με απλή αναλογική – σύστημα που θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το 1926: έως το 1928, που καταργήθηκε, άλλαζαν οι κυβερνήσεις κάθε πέντε μήνες. Επανήλθε το 1932, προκαλώντας ακυβερνησία, κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και κόπωση σε τέτοιο βαθμό ώστε το 1936 οι βουλευτές ανέθεσαν τη διακυβέρνηση στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος λίγους μήνες μετά επέβαλε δικτατορία. Η απλή αναλογική επέστρεψε το 1946, με αποτέλεσμα έως το 1950 να ορκιστούν δέκα κυβερνήσεις, προτού επιστρέψει η ενισχυμένη αναλογική, το 1951.
Οι διερευνητικές και τα χρόνια των μνημονίων
Στη μεταπολιτευτική ιστορία, η δια-δικασία των «διερευνητικών εντολών» ενεργοποιήθηκε και σε περιπτώσεις που οι εκλογικές αναμετρήσεις διεξάγονταν με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής. Ηταν στα ταραγμένα μνημονιακά χρόνια.
Μετά την αναμέτρηση του Ιουνίου του 2012, με Πρόεδρο τον κ. Παπούλια, επετεύχθη συμφωνία τρικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας από τους Αντ. Σαμαρά – Ευ. Βενιζέλο και Φ. Κουβέλη.
Πρώτη φορά, στο πλαίσιο εκείνο, που χρειάστηκε ο τότε ανώτατος πολιτειακός παράγων Κάρ. Παπούλιας να ενεργοποιήσει τη διαδικασία των διερευνητικών, ήταν το 2012. Στις κάλπες του Μαΐου, πρώτο κόμμα αναδεικνύεται η Ν.Δ. του Αντ. Σαμαρά με 108 έδρες, δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα με 52, τρίτο το ΠΑΣΟΚ με αρχηγό τον Ευ. Βενιζέλο και 41 έδρες. Η διαδικασία απέβη άκαρπη και κατέστη αναγκαία η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες στις 17 Ιουνίου: Ιδια η σειρά των τριών πρώτων αλλά με διαφορετική ισχύ έκαστο κόμμα: Ν.Δ. 129 έδρες, ΣΥΡΙΖΑ 71 και ΠΑΣΟΚ 33.
Στις τότε διερευνητικές, ωστόσο, επετεύχθη συμφωνία τρικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας από τους Αντ. Σαμαρά – Ευ. Βενιζέλο και Φ. Κουβέλη – αρχηγό της ΔΗΜΑΡ με 13 βουλευτές. Εκείνο το κυβερνητικό σχήμα είχε διάρκεια ζωής κάτι περισσότερο από δύο χρόνια – έως τον Δεκέμβριο του 2014. Στις κάλπες του Ιανουαρίου 2015, δεν προέκυψε μεν δυνατότητα αυτοδύναμης κυβέρνησης, πλην όμως δεν χρειάστηκε να ανοίξει ο κύκλος των διερευνητικών, καθώς δίπλα στον νικητή εκείνων των εκλογών Αλ. Τσίπρα και στην κοινοβουλευτική ομάδα του (149 μέλη), στάθηκε άμεσα ο Π. Καμμένος με τους 13 δικούς του βουλευτές και έτσι σχηματίστηκε αμέσως η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ωστόσο, εκείνη την περίοδο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλος αναγκάστηκε να δρομολογήσει τη διαδικασία παροχής διερευνητικών εντολών, λίγους μήνες αργότερα με αφορμή μείζονα κρίση στην κυβέρνηση συνεργασίας (αποχώρηση 25 βουλευτών από τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον Π. Λαφαζάνη να δημιουργεί τη ΛΑΕ). Η δικομματική κυβέρνηση χάνει τη δεδηλωμένη, οπότε ενεργοποιήθηκε η διαδικασία με τις εντολές προς τους αρχηγούς των τριών μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών δυνάμεων (Αλ. Τσίπρα που την επέστρεψε αμέσως, τον τότε πρόεδρο της Ν.Δ. Ευ. Μεϊμαράκη και τον κ. Λαφαζάνη). Ακαρπες και οι τρεις, οδήγησαν στις κάλπες στις 20 Σεπτεμβρίου και στη νέα συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου.