Ιστορίες από το παραβάν

Η αναστάτωση και ο ενθουσιασμός των πρώτων εκλογών της Μεταπολίτευσης. Οι πολιτευτές, τα πεντοχίλιαρα και οι διορισμοί. Οι μεγάλες προσδοκίες και οι απογοητεύσεις. Ο Κύρκος στη Φωκίδα να ακούει για παιδικές χαρές και ο Κατσιφάρας στον δρόμο να ζυμώνεται με τον λαό.

18' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη «Σουηδία» του κομμένου πεντοχίλιαρου

Του Σωτήρη Δημητρίου 

Το βαρόμετρο των εκλογών –προ και μετά χούντας– στην πολίχνη της Ηγουμενίτσας ήταν οι γύφτοι. Μήνες πριν διεξαχθούν οσμίζονταν τον νικητή και αποκαθήλωναν τον ηττημένο. Η τελευταία ερώτηση στα διάφορα κομματικά γραφεία ήταν: Οι γύφτοι τι λένε;

Ετσι, αλληλοδιαδόχως βγήκε απ’ την κορνίζα στα σπίτια τους ο Καραμανλής και μπήκε ο γέρος Παπανδρέου, βγήκε ο βασιλιάς και μπήκε ο Παπαδόπουλος, ξαναμπήκε ο Καραμανλής, που με τη σειρά του παραγκωνίστηκε απ’ τον υιό Παπανδρέου.

Οι γύφτοι έμεναν στον συνοικισμό Νέα Σουηδία – τα σπίτια τους χτίστηκαν με βοήθεια της Σουηδίας. Ενόψει εκλογών, οι γυναίκες των πολιτευτών γύριζαν στα Σουηδικά πόρτα πόρτα και μοίραζαν πακέτα μακαροτσίνια, θρεψίνη, κάνα παιδικό ρουχαλάκι.

Λίγα χρόνια μετά τη χούντα οι πολιτευτές μοίραζαν τηλεοράσεις, βίντεο και πεντοχίλιαρα κομμένα με το ψαλίδι στη μέση. Το άλλο μισό το έπαιρναν οι ψηφοφόροι μετά τις εκλογές, αν βέβαια είχαν ψηφίσει τον δωροδότη.

Πώς το ήλεγχαν οι εξαγοραστές; Είχαν μυστήριους τρόπους. Με τεχνηέντως σημαδεμένα ψηφοδέλτια, π.χ., ο σταυρός ακουμπούσε στο όνομα. Ή, στις διπλοσταυρίες· πες μας ποιος είναι ο άλλος που ψήφισες.

Ο στρατηγικός πίνακας των διασταυρώσεων ήταν ο εκλογικός κατάλογος. Αυτός ο κατάλογος στα Σουηδικά έπαιζε κι έναν άλλον κοινωνικό ρόλο. Κάπου είχε οικονομήσει έναν μια γυφτοκερκυραία και ήλεγχαν τις ηλικίες για κουτσομπολιά, για τα προξενιά. Δύο-τρία προξενιά είχαν χαλάσει απ’ την αναντιστοιχία της μέλλουσας νύφης.

Μερικοί υποψήφιοι γύριζαν άγρια μεσάνυχτα και όρκιζαν στο ευαγγέλιο, στο φως του καντηλιού, τους ψηφοφόρους. Ισως ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος.

– Να μου κόψει η Παναγία το χέρι αν δεν ψηφίσω. Ορκίζομαι.

– Ορκίζομαι.

Επί ΠΑΣΟΚ οι γύφτοι συντάχθηκαν σχεδόν εν σώματι μαζί του. «Εμπρός Ανδρέα, για μια Ελλάδα νέα». Ισως ήταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκαν και διατράνωσαν δημοσίως τις πεποιθήσεις τους. Δηλαδή, ποιες πεποιθήσεις; Τους κινούσε αποκλειστικά το στενότατο συμφέρον τους.

Ετρεμε το φυλλοκάρδι τους, φοβόνταν και τον ίσκιο τους. Οι πάντες γύφτους τους ανέβαζαν, παλιόγυφτους τους κατέβαζαν.

Τόσο θορυβήθηκαν οι αντίπαλοι του ΠΑΣΟΚ, που αλώνιζαν μεταμεσονύχτιες ώρες στη Νέα Σουηδία μήπως τους μεταπείσουν, αλλά οι γύφτοι περιπολούσαν με γουόκι τόκι.

Προ της χούντας όλοι στη Νέα Σουηδία ήταν ερωτευμένοι με το βασιλικό ζεύγος, Παύλος και Φρειδερίκη, και κατόπι πιο σφοδρά με τον Κωνσταντίνο και την Αννα-Μαρία.

Είχαν γίνει και στον τόπο μας αθρόες ομαδικές βασιλικές βαπτίσεις. Ετσι, στα «γύφτικα» δύο βασιλικά βαφτιστούρια, ο Παύλος και η Φρειδερίκη, έγιναν και στη ζωή αντρόγυνο.

Στα Σουηδικά πάντα γινόταν χαμός απ’ τους τσακωμούς, τις γαμισοφασαρίες, τα ολονύχτια γλέντια. Ομως ο Παύλος και η Φρειδερίκη δεν μετείχαν, διαφύλατταν τη θέση τους. Ηταν πάντα σοβαροί, νουνεχείς και μειλίχιοι, και περιέργως σχεδόν πάντα καλοντυμένοι. Μάλλον τα ονόματά τους διαμόρφωσαν την προσωπικότητά τους.

Είχαν έναν γιο και μια κόρη, τον Κωνσταντίνο –Ντίνο– και τη Βασιλική. Ο Ντίνος είχε γίνει αποδεκτός από μια συντροφιά φοιτητών που ήταν στο Κουκουέ Εσωτερικού. Μάλλον γιατί ήταν ομορφόπαιδο με απαστράπτον χαμόγελο. Επαιζε και καλό ποδοσφαιράκι. Θεωρούσαν τον Ντίνο την πιο σημαντική επιρροή τους όπως έλεγαν, σίγουρο ψηφοφόρο τους.

Υστερα από κάθε κομματική συγκέντρωση έλεγαν ο ένας στον άλλον, «τον νου σας στον Ντίνο», «μη χάσουμε τον Ντίνο». Πάντα δε υπήρχε στο ποδοσφαιράκι άνθρωπός τους με βάρδιες. «Τι θα γίνει, Ντίνο, μ’ εμάς; Το αποφάσισες;» του έλεγαν με συστολή. Και ο Ντίνος χαμογελούσε εκμαυλιστικά.

Αγάλι αγάλι ο Ντίνος του Παύλου και της Φρειδερίκης έγινε η μόνιμη σκέψη τους. Τα πάντα εξαρτιόνταν απ’ την ψήφο του. Αμα τους ψήφιζε ο Ντίνος, μπορεί και να σχημάτιζαν κυβέρνηση.

Τον κατάφεραν εντέλει και στήθηκε μαζί τους στην πλατεία πίσω απ’ τον πάγκο με τα μαρξιστικά βιβλία.

Ομως, έχουσιν γνώσιν οι φύλακες. Τους κάλεσε ο μοίραρχος στο τμήμα, τους έκανε σκουπίδι.

«Καλά, δεν ντρέπεσαι;» είπε στον Παύλο. «Εσύ βαφτιστήρι της βασίλισσας και κάνει ο γιος σου τέτοια πράγματα;». Τράβηξε και κάνα-δυο χαστούκια στον Ντίνο.

Οι μωροί της Δεξιάς αυτά έκαναν μετά τον Εμφύλιο και προσέθεταν συνεχώς λαμπιόνια στο φωτοστέφανο της Αριστεράς. Αντε τώρα να τους διαχωρίσουν απ’ το ψευτοηθικό πλεονέκτημά τους.

Τότε επί ΠΑΣΟΚ άρχισαν οι μαζικοί διορισμοί στο κράτος. Εκτοτε το ΠΑΣΟΚ σαν το μελάνι διαπότισε όλα τα κόμματα –τα εκπασόκισε, για να το πούμε αδοκίμως–, όλη τη χώρα.

Με τα χρόνια οι μισοί πολίτες διορίστηκαν, οι άλλοι μισοί συνταξιοδοτήθηκαν και η πλέμπα επιδοτήθηκε. Γίναμε η πρώτη κομμουνιστοκαπιταλιστική χώρα, πολύ πριν από την Κίνα. Ολοι μας, δε, ζεσταίνουμε τις πολυθρόνες των καφετεριών.

Διορίστηκε και ο Ντίνος σε κάποιο ίδρυμα.

Κάποιος καινούργιος διευθυντής μάζεψε όλο το προσωπικό και άρχισε να τους ρωτάει τι δουλειά κάνει ο καθένας.

«Εσύ τι είσαι, παιδί μου;» έφτασε στον Ντίνο. «ΠΑΣΟΚ», φώναξε ο Ντίνος περήφανα. «Ναι, αλλά ο κ. διευθυντής σε ρωτάει τι δουλειά κάνεις εδώ», του είπε μαλακά ο υποδιευθυντής. «ΠΑΣΟΚ» επανέλαβε με κάποιον δισταγμό ο Ντίνος.

Ο κ. Σωτήρης Δημητρίου είναι πεζογράφος. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το μυθιστόρημα «Ουρανός απ’ άλλους τόπους». Επίκειται η έκδοση διηγημάτων από τις εκδόσεις Πατάκη «Μια Μαρίνα Τζάφου».

Με τον τρόπο του Κατσιφάρα

Της Ξένιας Κουναλάκη

Οι πρώτες εκλογές που θυμάμαι είναι του 1977. Το «οικογενειακό» μας κόμμα ήταν η «Συμμαχία» υπό τον Ηλία Ηλιού και υπήρχε μια διάχυτη ευφορία στην ατμόσφαιρα προτού ανοίξουν οι κάλπες. Ημασταν στην Κρήτη επειδή οι γονείς μου δεν είχαν μεταφέρει ακόμη τα εκλογικά τους δικαιώματα. Είχαμε πάει τον βενιζελικό παππού να ακούσει τον Λεωνίδα Κύρκο στην κεντρική πλατεία του Ηρακλείου. «Πράμα δεν κατάλαβα, αγόρι μου, μα τα ‘λεζε ωραία», είπε μετά στον μπαμπά μου, κλαίγοντας συγκινημένος. Τελικά ψήφισε κάτι άλλο, όχι «Συμμαχία». Οπως και πολλοί ακόμη που συγκινούνταν όταν άκουγαν τον Λεωνίδα Κύρκο να μιλάει και να κλείνει τις εκδηλώσεις παίζοντας φυσαρμόνικα. Η «Συμμαχία» πήρε μόλις 2,72%. Το ίδιο βράδυ όλοι ήταν κατηφείς. Οι γονείς μου βρίζονταν με όσους ψήφισαν ΠΑΣΟΚ. Εγώ ζωγράφισα κάτι σκισμένες αφίσες της «Συμμαχίας» κι από κάτω έγραψα «να τι έκαναν οι Κνίτες!». Ο μπαμπάς μου γέλασε, η μαμά μου, κοινωνιολόγος γαρ με αγάπη στη μοντεσοριανή αγωγή, θα πρέπει να κατάλαβε ότι κάτι πάει πολύ στραβά στον τρόπο που μεγαλώνω.

Ολες οι εκλογές που έχω ζήσει θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε αυτόν τον διαρκή διπολισμό συναισθημάτων: μεγάλες προσδοκίες – τεράστιες απογοητεύσεις. Το ΚΚΕ εσ., η ΕΑΡ, ο Συνασπισμός, η ΔΗΜΑΡ, οι «58» κι όλες οι αποχρώσες παρατάξεις της δικής μου Αριστεράς δεν ήταν κόμματα φτιαγμένα για νίκες. Ηταν συνώνυμα της ήττας. Εμοιαζε πάντα σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σαν να σνομπάρανε τη διεύρυνση, τη λαϊκή ετυμηγορία, την εξουσία. Το είχε πει κυνικά ο Μπάμπης Δρακόπουλος: «Εχουν δικαίωμα οι λαοί να κάνουν λάθος», μια αντιστροφή του λαϊκισμού δηλαδή. Στην περίπτωση της δικής μου Αριστεράς, ο λαός επέμενε να κάνει συνέχεια λάθος. Με αυτήν την πεποίθηση γαλουχήθηκα από μικρή ηλικία. «Στα μπαρ και τα καφενεία πάμε καλά, στην εκλογική βάση χωλαίνουμε λίγο», ήταν το ανέκδοτο-κλισέ που λέγαμε μεταξύ μας.

Στη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας κουτουλήσαμε με τον μπαμπά μου πάνω στον Γιώργο Κατσιφάρα. Παρά το ιδεολογικό χάσμα ήταν γλυκός, ζεστός άνθρωπος. Καρικατούρα πολιτικού, αλλά ταυτόχρονα με μια τρυφερότητα για τους ανθρώπους. Περπατήσαμε αρκετή ώρα μαζί του και ο κόσμος τον σταματούσε στο κέντρο της Αθήνας. Οι περαστικοί τού μιλούσαν με οικειότητα κι εκείνος ήξερε ορισμένους με τα μικρά τους ονόματα, την οικογενειακή τους ιστορία, το μικρό τους δράμα. Τους μιλούσε παρηγορητικά. Ζήλεψα λίγο και νομίζω εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι ήταν αυτό που λείπει από τη δική μου Αριστερά.

Ο Κύρκος στην παιδική χαρά

Του Γιώργου Τσακνιά

Λίγα χρόνια μετά τη χούντα οι πολιτευτές μοίραζαν τηλεοράσεις, βίντεο και χιλιάρικα κομμένα με το ψαλίδι στη μέση. Το άλλο μισό το έπαιρναν οι ψηφοφόροι μετά τις εκλογές, αν βέβαια είχαν ψηφίσει τον δωροδότη. Είχαμε πάει τον βενιζελικό παππού να ακούσει τον Λεωνίδα Κύρκο στην κεντρική πλατεία του Ηρακλείου. «Πράμα δεν κατάλαβα, αγόρι μου, μα τα ’λεζε ωραία», είπε μετά στον μπαμπά μου, κλαίγοντας συγκινημένος. Τελικά ψήφισε κάτι άλλο…

Οι πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, έγιναν ακριβώς ένα χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στις 17 Νοεμβρίου 1974. Είναι οι πρώτες εκλογές που θυμάμαι. Ημουν μαθητής της πρώτης δημοτικού, ως εκ τούτου απομνημόνευσα κυρίως τις λεπτομέρειες που εύλογα εντυπωσίασαν έναν εξάχρονο: τον στρατιώτη στην είσοδο του εκλογικού κέντρου (δηλαδή, έξω από μια τάξη του σχολείου μου), την ασπρόμαυρη τηλεόραση που νοικιάσαμε για να παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματα (παιδευτήκαμε να βρούμε καλή θέση ώστε οι εσωτερικές κεραίες να πιάνουν και τo ΕIΡΤ και την ΥΕΝΕΔ) και –κυρίως– την αναστάτωση και τον ενθουσιασμό των γονιών μου για το ίδιο το γεγονός πως είχαμε, επιτέλους, εκλογές. Το πρώτο μου, λοιπόν, έμπρακτο μάθημα δημοκρατίας ήταν ότι οι εκλογές καλό είναι να γίνονται. Μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, ακολούθησε το δημοψήφισμα με το οποίο η Ελλάδα απέκτησε αβασίλευτη δημοκρατία. Η αδελφή μου ζωγράφισε σε αρκετά αντίτυπα ένα παιδάκι που κλωτσούσε μακριά το βασιλικό στέμμα και η μαμά μου με πήρε μαζί στη γειτονιά για «αφισοκόλληση» – με προσοχή και με κάποια αγωνία, καθώς δεν είχε προχωρήσει ακόμη πολύ η «αποχουντοποίηση». Αισθανόμουν βεβαίως μεγάλος αγωνιστής, χωρίς προφανώς να είμαι, αυτό ωστόσο ήταν το δεύτερο μάθημα: ότι στη δημοκρατία και στις διαδικασίες της μπορούμε και πρέπει να συμμετέχουμε όλοι, με ποικίλους τρόπους.

Ακολούθησαν πολλές εκλογές και πολλά μαθήματα: το βασικότερο ίσως είναι ότι οι εκλογές αποτελούν απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατίας, αλλά δεν αρκούν· χρειάζεται και η εναλλαγή στην εξουσία. Δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία με «ενός ανδρός αρχή» – μόνο Πούτιν, Ορμπαν και Ερντογάν. Απαιτείται όμως και πραγματική αποδοχή αυτής της εναλλαγής εκ μέρους των πολιτών. Οφείλουμε όλοι να ξέρουμε ότι, όσο κι αν είμαστε σίγουροι πως οι εκλεκτοί μας είναι οι καλύτεροι για να κυβερνήσουν, θα χάσουν κάποια στιγμή τις εκλογές· και ότι αυτοί που θα εκλεγούν θα αποτελούν την επιλογή συμπολιτών μας.

Μπορεί να έχουν περάσει οι εποχές των τεράστιων συγκεντρώσεων, των πούλμαν από την επαρχία και των «κηδειόχαρτων» («απόψε κηδεύουμε τη Νέα Δημοκρατία/το ΠΑΣΟΚ» κ.ο.κ.), από την άλλη τα social media δίνουν νέες ευκαιρίες για βεβαιότητες, για πάθη και για εικονικούς εμφυλίους εκ του ασφαλούς. Τη φασαρία των τηλεοπτικών πάνελ έχουν αντικαταστήσει οι θυελλώδεις συζητήσεις στα comments κάτω από αναρτήσεις, που με τη σειρά τους γίνονται είδηση στα κλασικά ΜΜΕ. Είναι όλο και πιο δύσκολο να κρατήσει κανείς το μυαλό του καθαρό ώστε να αποφασίσει ποιους θα ψηφίσει, τι θέλει από αυτούς και τι μπορεί ρεαλιστικά να προσδοκά. Ενας μεγαλύτερος σε ηλικία φίλος μού διηγήθηκε κάποτε την εξής ιστορία: Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 1977, βρέθηκε να περιοδεύει ως στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού Στερεάς Ελλάδας (το οποίο στις εκλογές εκείνης της χρονιάς συμμετείχε ως μέλος της «Συμμαχίας») μαζί με τον Λεωνίδα Κύρκο στη Φωκίδα. Εφτασαν σε ένα μικρό ορεινό χωριό και μπήκαν στο καφενείο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι – όλοι ηλικιωμένοι. Οι υποψήφιοι αυτοσυστήθηκαν, είπαν μερικά πράγματα για τη γενική πολιτική κατάσταση κι έπειτα, προσπαθώντας να ανοίξουν συζήτηση, ρώτησαν τους ντόπιους τι προβλήματα έχουν στην περιοχή τους. Εμειναν έκπληκτοι όταν έλαβαν την απάντηση από τους γέροντες θαμώνες του καφενείου ότι χρειάζονται επειγόντως στο χωριό παιδική χαρά. «Τι να την κάνετε την παιδική χαρά;» ρώτησε ο Κύρκος. «Οταν έρχονται το καλοκαίρι τα παιδιά μας με τις οικογένειές τους, τα εγγόνια μας θα έχουν κάπου να παίζουν. Ετσι θα μένουν περισσότερες μέρες στο χωριό». Η εξήγηση είναι, βέβαια, άκρως συγκινητική και περιγράφει γλαφυρά ένα από τα πιο σημαντικά φαινόμενα του δεύτερου μισού του ελληνικού 20ού αιώνα, αυτό που η ξύλινη γλώσσα του δημόσιου λόγου ονόμασε «ερήμωση της υπαίθρου». Νομίζω, όμως, ότι δείχνει κι έναν τρόπο σκέψης απλό και διαυγή, μια υγιή ικανότητα επίγνωσης και ιεράρχησης των πραγματικών αναγκών, των αληθινών προτεραιοτήτων. Και αν η ιδιότητα να αντιλαμβανόμαστε και να εκφράζουμε τις συλλογικές μας επιθυμίες απέχει από αυτό που ονομάζουμε «πολιτική συνείδηση», συνιστά ωστόσο μια συνθήκη αναγκαία για τη διαμόρφωσή της.

Ο κ. Γιώργος Τσακνιάς είναι συγγραφέας, ιστορικός.

Ο Γιώργος, ο Ανδρέας και ένα κάποιο πάθος

Της Βασιλικής Πέτσα 

Δεν είμαι σίγουρη, δεν ρώτησα ποτέ, θα πρέπει όμως, όπως τα υπολογίζω, να ήταν στις εκλογές του 1993. Οι οικογενειακοί θρύλοι δεν προσφέρονται για εκτιμήσεις πραγματολογικής ακρίβειας ούτε, εξάλλου, για τα διδάγματα ή τον αντίκτυπό τους θα είχε κάποια σημασία η αναζήτηση διευκρινίσεων – κάτι τέτοιο θα φάνταζε ίσως σαν άκομψη διαδικασία επαλήθευσης, σαν μια απόπειρα καχύποπτης διερεύνησης, αμφισβήτησης μιας αλήθειας που αντλεί την επικύρωσή της πρωτίστως από τη θυμική απόκριση που κατορθώνει κανείς να προκαλέσει. «Ο Γιώργος», ξεκινά ο πατέρας μου, και ξέρω ήδη τι θα πει, γιατί αυτή είναι η δική του ιστορία με πρωταγωνιστή τον θείο μου, που την έχω ήδη ακούσει αμέτρητες φορές, σε διάφορες περιστάσεις, προσποιούμαι όμως άγνοια κι ενδιαφέρον και τον αφήνω να συνεχίσει την αφήγηση με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση, όπως βγάζει ο μάγος τον λαγό απ’ το καπέλο. Ο θείος Γιώργος, λοιπόν, βαθιά και γνήσια πολιτικοποιημένος –ο δεσμός του με τη θεία μου, αμφότεροι δραστήρια στελέχη της τοπικής κομμουνιστικής Νεολαίας, υπήρξε, άλλωστε και άλλοτε, κομματικά σφυρηλατημένος και άρα έκτοτε ακατάλυτος– παρακολουθούσε, απόλυτα προσηλωμένος, τον πολιτικό σχολιασμό εν αναμονή των εκλογικών αποτελεσμάτων. Ακουγε ραδιόφωνο, παρακολουθούσε κάποια τηλεοπτική εκπομπή και διάβαζε εφημερίδα, όλα αυτά συγχρόνως, με το τσιγάρο στο χέρι αναμμένο. «Αποτέλεσμα;» καταλήγει ο πατέρας μου: «Εκαψε τα δάχτυλά του».

Το 2016, μάλλον. Πάντως, μετά τις εκλογές του 2015 – κάπου εκεί τοποθετείται η δική μου ιστορία. Στον δρόμο για τον γάμο της αδελφής μου, μας πηγαίνει στην πλατεία Κοτζιά με το αυτοκίνητο στενός φίλος της. «Πώς σας φαίνεται ο Γιώργος, ο μελλοντικός σύζυγος;» θα ρωτήσει τη γιαγιά μου ο οδηγός, κι εκείνη αφηρημένη, καθώς παρατηρεί από το παράθυρο την Αθήνα, θα ρωτήσει: «Ποιος Γιώργος;». «Ο Παπανδρέου», θα της απαντήσω ειρωνικά, κι εκείνη θα ξεκινήσει: «Ο Παπανδρέου; Εγώ να σου πω γι’ αυτόν», και θα αρχίσει να εκθέτει περιπαθώς τις διαφορετικές, πλέον, υπό την καθοδήγηση και του θείου μου, πολιτικές της απόψεις, προτού κατορθώσουμε, οι υπόλοιποι, με πολύ κόπο, να τη διακόψουμε, γελώντας. Ο ίδιος Γιώργος –όχι ο σύζυγος–, την αφίσα του οποίου έφερε κάποτε, το 2007, πριν από τις εκλογές, στο φοιτητικό μας σπίτι, περιχαρής για την απόκτησή της, η αδελφή μου, στην οποία, όταν θέλω να τη φέρω σε αμηχανία μπροστά σε καλοπροαίρετους τρίτους, ακόμη θυμίζω τα γοερά κλάματα στα οποία ξέσπασε από θυμό λίγο μετά το Ζάππειο.

Ή εκείνη η άλλη ιστορία, λογικά πριν από τις εκλογές του 1977, που αφηγείται η μητέρα μου: Στην τοπική Νεολαία, τότε, του ΠΑΣΟΚ, στην οποία υπήρξε στα νιάτα της μέλος, στην ευρύτερη παρέα γνωστού, μετέπειτα, πολιτικού. Εκείνος ερωτεύτηκε σφόδρα μια φίλη της με αιθέριο όνομα και παρουσία, όμως εκείνη την (πρώιμη) εποχή, η μητέρα της δεν τον ενέκρινε. Η ιστορία τελειώνει ελάχιστα ρομαντικά και μάλλον προβλέψιμα για τα μικροαστικά επαρχιακά ήθη: Βρήκε, διευκρινίζει η μητέρα μου, ένα γιατρό. «Να σου πω για τότε, όμως», συνεχίζει η μητέρα μου, διότι, μυστήριο πώς, κάθε ιστορία για το νεανικό πολιτικό της παρελθόν εκεί καταλήγει, για μια συνεστίαση (ή όπως αλλιώς ονόμαζαν τότε τις κομματικές βεγγέρες), που «μπήκε ο Ανδρέας στην αίθουσα και γοητεύτηκαν όλοι». Εννοεί πρωτίστως τον εαυτό της, αν κρίνω από τα μάτια της, που ανοίγουν διάπλατα, με τον θαυμασμό που επιφυλάσσει μονάχα για τον Αλέν Ντελόν – άντε και για τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. «Δεν το βλέπω καθόλου», της απαντώ συνήθως, ελάχιστα εντυπωσιασμένη, κι εκείνη με κοιτάζει με μια αποδοκιμασία που θυμίζει συγκατάβαση, με το γεμάτο κατανόηση βλέμμα όσων σε οικτίρουν, ένα βλέμμα που σε κάνει να νιώθεις ότι κάτι απροσδιόριστο, μια συνθήκη ιδιαίτερη, μια μαγική στιγμή –ακριβώς αυτό– έχεις χάσει.

«Τι θα ψηφίσεις;» ρωτώ τις τελευταίες ημέρες όποιον τυχαίνει να συναντήσω, εφόσον μας συνδέει μια σχέση τουλάχιστον στοιχειώδους οικειότητας. Ξαφνιάζονται οι περισσότεροι, απαντούν αμυντικά ή αδιάφορα, «δεν ξέρω ακόμη» ή «ίσως». Αναζητώ, εξηγώ, τον τρόπο σκέψης, τη συλλογιστική της αποτίμησης, μια κλίση ή έστω μια προτίμηση· ίσως, όμως, κατά βάθος, επίμονα, να αναζητώ ό,τι κινητοποιεί την ένθερμη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, ότι διαμορφώνει την ορκισμένη ψήφο, ό,τι, εντέλει, μετατρέπει τα τυχαία περιστατικά σε αξιομνημόνευτες ιστορίες: ένα κάποιο πάθος.

Η κ. Βασιλική Πέτσα είναι συγγραφέας.

Ο θείος που σήκωνε τον σταυρό

Του Θοδωρή Γκόνη 

Αυτό που στις μέρες μας λέμε κρίση εμπιστοσύνης προς κάθε πολιτική φωνή, νομίζω πως στην οικογένειά μας συνέβη με τον θάνατο του τελευταίου θείου, μη γελάτε είναι σοβαρό, πολύ σοβαρό, εδώ μιλάμε για εμπιστοσύνη χρόνων και για πολιτική φωνή καθαρή και πρώτης γραμμής. Τον χάσαμε λοιπόν, μεγάλη ζημιά, κάθε ζημιά όμως έχει και την καλή της όψη, μπήκαμε στη νέα εποχή ζεματισμένοι, αλλά προετοιμασμένοι. Ο περί ου ο λόγος θείος είχε το προνόμιο και το καθήκον να τον εμπιστευόμαστε. Την εμπιστοσύνη και τη συνέπεια τις είχε κερδίσει με το σπαθί του και τον ιδρώτα του προσώπου του, πώς να μη σεβαστείς τη γνώμη του, αυτός ήταν που γνώριζε ποιο είναι το καλό το λάδι, το πεπόνι το νόστιμο που έκοβε για εμάς από το περιβόλι του, ήξερε τον καλό τον μάστορα, τον χτίστη, τον μαραγκό, τον φαναρτζή, ήξερε τον ψεύτη και τον πονηρό, τις κακοτοπιές, την τρύπα του λαγού, της αλεπούς και του λύκου, ό,τι κι αν χρειαζόσουν, ό,τι κι αν συνέβαινε αυτός ήταν εκεί παρών, πάνω από 40 χρόνια και περίπου 20 εκλογικές εθνικές αναμετρήσεις, ήταν εκεί να δουλέψει, να σου δείξει τον δρόμο, να σου ανοίξει τα μάτια, να σου λύσει τα χέρια, ήξερε τι σε πονάει, τι ονειρεύεσαι, το μυριζόταν, το μοιραζόταν, σε κοίταζε στα μάτια και σε καταλάβαινε, καταλάβαινε την ανάγκη σου, τη γνώριζε, έσκυβε και μαθήτευε στον καημό σου, εκεί, εκεί σε περίμενε με το ψηφοδέλτιο σταυρωμένο και έτοιμο, εσύ δεν είχες πάρα να το πάρεις και να πας πίσω από το παραβάν της αμφιβολίας, της επιφύλαξης, της ανησυχίας, να πετάξεις όλα τα ψηφοδέλτια που είχες προμηθευτεί από το εκλογικό τραπεζάκι και να βάλεις στον φάκελο το καλό το λάδι, το πεπόνι, το ψωμί, το κρασί, την υποστήριξη, την αλληλεγγύη, την κατανόηση, αυτό που ζήσαμε μαζί, δηλαδή το ψηφοδέλτιο που φτιάξαμε μαζί, μη γελάτε, μαζί, μαζί το φτιάξαμε 40 χρόνια και 20 εκλογικές αναμετρήσεις και βάλε, με δημοκρατίες, με «δημοκρατίες», με ναι, με όχι, με βασιλευόμενες και αβασίλευτες, με δημοψηφίσματα και ψηφοφορίες, με αριστερούς, δεξιούς, κεντρώους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, δηλαδή μαζί το φτιάξαμε, αλλά αυτός δικαιωματικά το σταύρωνε, γιατί καθώς μας αγκάλιαζε με ανοιχτά τα χέρια, καταλαβαίναμε, βλέπαμε τις παλάμες του κι ας σταθήκαμε αρκετές φορές άπιστοι, γιατί ήταν και αυτό αναγκαίο και χρήσιμο ό,τι κι αν πεις. Αυτός, λοιπόν, αναλάμβανε για εμάς, να σηκώσει όλο το βάρος με τον σταυρό, πρώτος και καλύτερος, να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση, γιατί αυτός ήξερε, είχε δει, είχε πάθει, γνώριζε: «Ετσι δουλεύει η μηχανή, Θοδωράκη».

Και τώρα λοιπόν που μείναμε ορφανοί, και δεν θα είναι εκεί για να βγάλει απ’ το σακάκι του το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο, να μας το δώσει, που κανείς δεν θα στέκεται έξω από το εκλογικό κέντρο να μας περιμένει, που κανείς δεν θα κάνει προσθαφαιρέσεις από την κάλπη μας, να δει τι πραγματικά ψηφίσαμε, πόσοι και τι ψηφίσαμε, αν ξέφυγε κάποιος, αν έριξε άλλο ψηφοδέλτιο και ποιος να ήταν ο προδότης και ο ψεύτης, να ψάχνει όλο το βράδυ να τον βρει, να χαρεί ή να στενοχωρηθεί με τα αποτελέσματα, τώρα λοιπόν για να δούμε και τον δικό μας τον σταυρό και ποια εμπιστοσύνη και συνέπεια θα βρούμε, αν θα βρούμε να σταυρώσουμε.

Ο κ. Θοδωρής Γκόνης είναι σκηνοθέτης, στιχουργός.

Το πρώτο μου πολιτικό ψέμα

Της Κάλλιας Παπαδάκη 

Θα ήθελα να μπορούσα να γράψω για τις εκλογές του 1981, όμως δεν έχω δικές μου αναμνήσεις.

Είναι οι αναμνήσεις των γονιών μου που απαθανατίστηκαν στις φωτογραφίες τους και γέννησαν τις εικόνες οι οποίες μας συντρόφεψαν με την αδελφή μου στην παιδική μας ηλικία. Θυμάμαι, ωστόσο, τα πλαστικά σημαιάκια του 1985, τον πατέρα μου να με καθίζει στον ώμο του, τη λαοθάλασσα να φουρτουνιάζει με κάθε σύνθημα, τα μεγάλα λόγια από τα μεγάφωνα, τους χορούς και τα τραγούδια γύρω από τις καντίνες που είχαν πρόχειρα στηθεί. Το 1989 δεν το θυμάμαι καλά, κυριαρχεί ο θόρυβος, μια τρομερή πόλωση που γιγαντώνεται στο ραδιόφωνο, στις κουβέντες μες στα αστικά λεωφορεία, στους καβγάδες με την αδελφή μου που διεκδικεί τον χώρο της, στα πρώτα βήματα της ιδιωτικής τηλεόρασης στη διαπασών, τότε που ξεστομίζω το πρώτο μου πολιτικό ψέμα: Θέλοντας να εντυπωσιάσω ένα αγόρι που μου αρέσει στο δημοτικό, του λέω ότι υποστηρίζω το κόμμα των γονιών του. Ο κόσμος που έχω χτίσει γκρεμίζεται όταν με βλέπει στο πάρκο της γειτονιάς να κρατώ το χέρι του παππού μου ανεμίζοντας την αντίπαλη σημαία. Ακολουθούν διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, όπου με μια συμμαθήτριά μου καταγράφουμε τις τάσεις, σκαρώνοντας στα μπλε μαθητικά τετράδια τα πρώτα μας exit polls, ρωτώντας τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μας τι θα ψηφίσουν οι γονείς τους. Τα αποτελέσματα είναι αποκαρδιωτικά.

Ερχονται τα χρόνια της άχαρης εφηβείας, που μοιάζει να διαρκεί αιώνες, και αποζητώ διέξοδο στα βιβλία, στη μουσική και στον αθλητισμό· τα κόμματα κάπως θαμπώνουν, χάνουν την πρότερη αίγλη τους, και το 1996 αναχωρώ με υποτροφία για σπουδές στην Αμερική έχοντας τους προηγούμενους μήνες συγγράψει ένα παθιασμένο, προσωπικό σημείωμα για να συνοδέψει τις αιτήσεις μου στο μείζον ερώτημα «γιατί θέλω να σπουδάσω οικονομικά». Πηγή έμπνευσής μου αποτελούν οι εκλογές του 1981 βιωμένες μέσα από τις αναμνήσεις και τις φωτογραφίες των δικών μου, μόνο που αυτή τη φορά κάθομαι νοερά στους ώμους του πατέρα μου και ατενίζω το μέλλον της γενιάς μου κάνοντας όνειρα. Στα χρόνια του μεταπτυχιακού, οι οικονομικές επιστήμες παύουν να με μαγεύουν ενώ βυθίζομαι ολοένα και βαθύτερα στον κόσμο της λογοτεχνίας. Αλλωστε, είναι καμωμένος κι αυτός από όνειρα.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα στις απαρχές της άνοιξης του 2004, θυμάμαι ακόμη το μουντό πρωινό των εκλογών, το κρύο της Θεσσαλονίκης να περονιάζει το σώμα, την αδελφή μου με μονοπυρήνωση να επιμένει να θέλει να ψηφίσει και να εξέρχεται από το νοσοκομείο με μια πλαστική πεταλούδα στον καρπό, τη μητέρα μου να ψελλίζει στην επιστροφή με το αμάξι ότι δεν την ενδιαφέρει το εκλογικό αποτέλεσμα, και έπειτα να απλώνεται μια τρομερή σιωπή, αντίστιξη στους πανηγυρισμούς των οδηγών που ανεμίζουν ψηλά τις σημαίες, την κολλητή μου στο πίσω κάθισμα να ξεκινά να μιλάει για την επικείμενη μετακόμισή της στην Αθήνα και την καινούργια της δουλειά, εμένα να οδηγώ στη Δελφών, ένα αμάξι να μας προσπερνά μ’ έναν παρακινδυνευμένο ελιγμό κορνάροντας παρατεταμένα να κάνουμε στην άκρη και τη μητέρα μου να προτάσσει στον προπορευόμενο οδηγό την ανοιχτή της παλάμη. Κι όλα αυτοστιγμεί να ξεκινούν ξανά, στη σειρά, αλλιώτικα βαλμένα.

Η κ. Κάλλια Παπαδάκη είναι συγγραφέας.

Επιμέλεια: Σάκης Ιωαννίδης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT