«Ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε στην αντιπολίτευση και ως αντιπολίτευση». Αυτό γράφαμε 15 μήνες πριν, στις 14 Φεβρουαρίου 2022, από τις στήλες αυτές. Αυτό περίπου περιέγραφαν και άλλες αναλύσεις. Οι μαύρες σκιές στην εικόνα ενός κόμματος λόγω της προηγούμενης κυβερνητικής του δράσης δεν είναι αιώνιες (εκτός και αν η δράση αυτή συνδεθεί με μια εθνική καταστροφή). Και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε, αυτή είναι η γνώμη μου, αρκετές επιτυχίες, όπως καλές δημοσιονομικές επιδόσεις, ρύθμιση του χρέους, πρόοδος στα θέματα δικαιωμάτων, καλύτερη αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας και τη σημαντικότατη για τη χώρα (και για την αριστερή ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ) συμφωνία των Πρεσπών. Αυτές οι επιτυχίες δεν ήρθαν από μόνες τους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τις υλοποίησαν.
Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε, φυσικά, και αρνητικές όψεις. Ωστόσο, η παραμονή στην αντιπολίτευση ενός κόμματος του προσφέρει, μεταξύ άλλων, μια κρίσιμη ευκαιρία: να ανανεωθεί, να διορθώσει τα ρήγματα εικόνας, να σκεφθεί τα λάθη του, να φρεσκάρει το πολιτικό του προσωπικό, να κάνει μια νέα αρχή.
Αυτό δεν συνέβη, ή δεν συνέβη επαρκώς. Η βαριά εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην αντιπολίτευση που άσκησε, όχι στις αρνητικές μνήμες που δημιούργησε η διακυβέρνησή του. Αναμφίβολα, ένα εκλογικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τη συμπεριφορά και των άλλων παικτών, της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Το αιτιατό δεν έχει ένα μόνον αίτιο. Αλλά εδώ ας εστιάσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στον ΣΥΡΙΖΑ και, αν άλλοι παράγοντες προφανώς επηρέασαν το τι συνέβη, είναι το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ, και ό,τι αυτό περιλαμβάνει, ο δημιουργός της βαριάς ήττας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε.
Το έλλειμμα αξιοπιστίας (απόσταση υποσχέσεων και πράξεων) και το έλλειμμα διαχειριστικής επάρκειας (ποιότητα πολιτικού προσωπικού, περιορισμένη αποτελεσματικότητα) ήταν οι δύο πιο βαριές αρνητικές κληρονομιές της δύσκολης περιόδου της αριστερής διακυβέρνησης. Γιατί όμως ο ΣΥΡΙΖΑ του 2023 έβρισκε πάντα μπροστά του, με μικρές μεταβολές, τα ίδια αρνητικά χαρακτηριστικά του 2019; Γιατί αυτά απέκτησαν στερεοτυπικά χαρακτηριστικά; Και αν η αλλαγή στη διακυβέρνηση προϋποθέτει έμπνευση και ισχυρή «κίνηση» στην κοινωνία και μια κινούσα δύναμη που συσπειρώνει δυσαρέσκειες αλλά προτείνει και θετικό όραμα, γιατί είχαμε ανάστροφη ισχυρή κίνηση και ποια ήταν η «κινούσα δύναμη» της πορείας προς τη μεγάλη πτώση; Οι παρακάτω πράξεις και παραλείψεις, μεταξύ πολλών άλλων, δίνουν πιθανώς απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα.
Η σκοτεινή τριάδα του 2019
Ο αντι-ΣΥΡΙΖΑ αρνητισμός κυρίως αναπτύχθηκε γύρω από τρεις –αλληλοενισχυόμενους– θεματικούς άξονες: τον άξονα της αναποτελεσματικότητας/ανεπαρκούς αρμοδιότητας, εκείνον της αναξιοπιστίας (δυσπιστία προς τις υποσχέσεις, «ψεύτες», «κωλοτούμπες») και έναν τρίτο, πολιτικο-πολιτισμικό, που έχω ονομάσει, από αυτές τις στήλες, «ισχυρό έλλειμμα στο λεξιλόγιο της πολιτικής αντιπροσώπευσης (θυμωμένος λόγος, μακριά από τον κοινό νου αλλά και την ψυχή της πλειοψηφίας του ίδιου του δικού τους εκλογικού σώματος). Και οι τρεις αυτές όψεις δεν συνιστούσαν μη διαχειρίσιμες αδυναμίες.
Το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ακολούθησε μία στοχευμένη πολιτική ανατροπής αυτού του αρνητισμού. Μερικές φορές έκανε το αντίθετο. Αντί να στηρίξει την πολιτική του στην τεκμηρίωση, στη σοβαρότητα, στη σταθερότητα των επιλογών (αυτό επέβαλαν οι αρνητικές όψεις της εικόνας του κόμματος), αντί δηλαδή να επιδιώξει να καταγραφεί ως μια σοβαρή δύναμη μελλοντικής κυβερνητικής αλλαγής (που δεν σημαίνει, για να μην μπερδεύονται οι Συριζαίοι φίλοι μου, δύναμη μετριοπαθής ή μη ριζοσπαστική) κατεγράφη ως το αντίθετο: ως δύναμη «εύκολης» –πολύ εύκολης– αντιπολίτευσης. Ετσι, ενώ πολλές από τις θέσεις που διατύπωσε ήταν σωστές, ο άξονας ήταν λάθος. Δεν πολλαπλασιάζεις, για παράδειγμα, τις υποσχέσεις παροχών, προσλήψεων και ελάφρυνσης βαρών κάθε είδους όταν κεντρική όψη της εικόνας σου είναι η μη τήρηση των παλαιών υπεσχημένων. Είναι χαρακτηριστικό, αρκεί να μιλήσει κανείς με φίλους και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν υπάρχει στο φαντασιακό του κόμματος, στον τρόπο δηλαδή που το κόμμα αναπαρίσταται στα μάτια των ίδιων των οπαδών του, η διάσταση, απατηλή ή όχι, της «σοβαρότητας», των «καλών επεξεργασιών», του «ξέρουμε πού πάμε». Πρόκειται για εγγενές χαρακτηριστικό του φαινομένου που θα ονόμαζα «ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση».
Μία τρίτη αρνητική διάσταση για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο πολιτικός λόγος. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκε τα «υφολογικά» κλειδιά για να μιλήσει στην κοινωνία. Η περιγραφή της ζωής των πολιτών ως κόλαση και της πολιτικής του αντιπάλου με τα πιο μαύρα χρώματα απομάκρυνε τον ΣΥΡΙΖΑ από τον κοινό νου. Ο ΣΥΡΙΖΑ κούρασε με το να είναι κουραστικός, με το να μην εκπλήσσει, με το να μη λέει μια «καλή λέξη». Το λεξιλόγιο δεν ήταν ούτε οραματικό ούτε επιλεκτικά πολωτικό. Ο λόγος υπήρξε στερεοτυπικός, και γι’ αυτό έμοιαζε σχεδόν «α-πνευματικός». Στα δημοκρατικά συστήματα, όμως, η γλώσσα είναι politics. Και παράγει αποτελέσματα.
Χωρίς ομάδα, μήνυμα και χαρίζοντας το «μοντέρνο» στον αντίπαλο
Ο βασικός κορμός των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας τουλάχιστον από το 2012. Πολλοί (οικονομολόγοι κυρίως) αποχώρησαν, άλλοι παραμερίστηκαν και τα στελέχη που γενναιόδωρα ανέδειξε ο Αλέξης Τσίπρας, συχνά νεαρής ηλικίας, αποδείχτηκαν συχνότατα κατώτερα των περιστάσεων. Δεν προσέφεραν ούτε ιδεολογική, ούτε πνευματική, ούτε πολιτική δυναμική. Ωστόσο, με το περίφημο think tank ο Τσίπρας κινήθηκε στη σωστή κατεύθυνση της ποιότητας και του δυναμισμού. Ομως η διάταξη των δυνάμεων έπασχε (βλ. παρακάτω).
Οι άνθρωποι πάνε μαζί με τα προγράμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να δημιουργήσει, μέσω της ηγεσίας, των στελεχών και του προγράμματός του, μια νέα «συλλογική προσδοκία», δεν κατάφερε να διατυπώσει εγκαίρως μια πολιτική ατζέντα με ισχυρό «κεντράρισμα» και υπερέχουσες ιδέες. Η υιοθέτηση σε όλη την περίοδο της αντιπολίτευσης, λιγότερο όμως στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, του αρνητικού λόγου, η μεγάλη έμφαση σε μέτρα αναδιανομής και η σχεδόν «αόρατη» παρουσία των δομικών μεταρρυθμίσεων (εξαίρεση: ΔΕΗ, ΕΤΕ, Αναπτυξιακή Τράπεζα) αφαίρεσαν από τον ΣΥΡΙΖΑ την ικανότητα να εκπλήξει θετικά το εκλογικό σώμα.
Ταυτόχρονα, η γενιά που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ μεγάλο, η γενιά Τσίπρα, συγκροτώντας την ταυτότητά της στην εποχή του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, ταύτισε τον εκσυγχρονισμό με τον νεοφιλελευθερισμό, με τις ιδιωτικοποιήσεις και τη διαπλοκή. Ωστόσο, η δυτική Αριστερά ήταν πάντοτε συν-δημιουργός των δυτικών κοινωνιών ως σύγχρονων κοινωνιών. Στα δε προγράμματα του ιστορικού Συνασπισμού κεντρικό ρόλο κατείχε ο στόχος του «αριστερού εκσυγχρονισμού». Σε μια χώρα που χρεοκόπησε και λόγω του πελατειακού «φιλελευθερισμού» της αναποτελεσματικότητας της κρατικής διοίκησης και της μη τομεακής αναδιάρθρωσης της οικονομίας, δεν χαρίζεις τις εκσυγχρονιστικές ελίτ στη Ν.Δ. Αυτό έκανε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογική επίπτωση; Καθόλου ευνοϊκή για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το επιτελείο του κόμματος, αντί να στηρίξει την πολιτική του στην τεκμηρίωση και στη σοβαρότητα, κατεγράφη ως το αντίθετο: ως δύναμη «εύκολης» –πολύ εύκολης– αντιπολίτευσης.
Ηττα στην αντιπολίτευση
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, πολύ περισσότερο από ό,τι η άμεση, μαθαίνει τους πολίτες να σχηματίζουν τη γνώμη τους με βάση τη μακρά διάρκεια μιας πολιτείας και το δημόσιο καλό (Nadia Urbinati). Σε αυτή τη σύγκρουση, που ενέχει τη μακρά διάρκεια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εμφανίστηκε.
Μια αποδυναμωμένη σε στελέχη και επιβαρυμένη από τον χρόνο πολιτική μηχανή, χωρίς υπερέχουσες ιδέες, έδινε μάχες με ελάχιστα νέα δυναμικά πρόσωπα, χωρίς εφεδρείες, με λίγες επεξεργασίες βάθους και χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική στόχευση.
Η εξαιρετική ομάδα Γεροτζιάφα, Ηλιόπουλου και Ξανθού (ίσως η μόνη εξαιρετική που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν λειτούργησε σαν ομάδα – ούτε προεκλογικά. Οι οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ παρέμειναν «αόρατοι» παρά τις πολύ ενδιαφέρουσες επεξεργασίες τους (ενώ η ταλαντούχα Εφη Αχτσιόγλου δεν έχει ακόμη το μέγεθος για να συνομιλήσει με τον επιχειρηματικό κόσμο). Ετσι, οι μάχες για την οικονομία περιορίστηκαν σε συναγωνισμό παροχών. Στον επίσης κρίσιμο τομέα της εξωτερικής πολιτικής, καλά στελέχη παρέμεναν κλεισμένα στην Κουμουνδούρου αφήνοντας έναν μόνο εκπρόσωπο (τον Γ. Κατρούγκαλο) να εκπροσωπεί δημόσια το κόμμα.
Η διάταξη των δυνάμεων ήταν συνεπώς κακή και ο συντονισμός του στρατεύματος ανεπαρκής. Στην ουσία, οι του ΣΥΡΙΖΑ άφησαν, όπως ο Γκρουσί στη μάχη του Βατερλώ (για να παραφράσω τον Στέφαν Τσβάιχ), το μεγαλύτερο τμήμα των διαθέσιμων δυνάμεων να «τριγυρίζει άσκοπα μακριά απ’ το πεδίο της μάχης».
Η αντιπολίτευση που άσκησε ο Τσίπρας ήταν υπερβολικά στερεοτυπική για το ελληνικό εκλογικό σώμα, χωρίς βάθος, και γι’ αυτό χειρότερη από την κυβέρνησή του.
Συνολικά, οι του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να επικεντρώσουν τις προσπάθειες στην ανανέωση του κόμματος, τόσο σε πολιτικό προσωπικό όσο και σε ιδέες, προτείνοντας μια άλλη εικόνα –τη δική τους αριστερή εικόνα– για την Ελλάδα του μέλλοντος, αντί να απευθυνθούν και στις ομάδες που επιθυμούν τη modernity του κράτους και της χώρας, προτίμησαν τις πολώσεις με έμβλημα, για κάθε κακό που συνέβαινε στη χώρα, το «Υπογραφή Μητσοτάκης».
Η πολιτική δεν έγινε σύγκρουση δουλεμένων ανταγωνιστικών projects και προσώπων που τα ενσαρκώνουν, δεν δόθηκε πραγματική μάχη για «τη μακρά διάρκεια της πολιτείας». Το βράδυ των εκλογών αποκαλύφθηκε ότι η επιβαρυμένη μηχανή ήταν σε κατήφορο χωρίς ισχυρά φρένα. Οι κακές στιγμές της εκλογικής εκστρατείας απλώς επιτάχυναν τη καθοδική πορεία.
Ο Τσίπρας είναι ένας ηγέτης «κοντά στον λαό». Επανίδρυσε ένα μειοψηφικό πολιτικό χώρο και απενοχοποίησε την ψήφο προς τη ριζοσπαστική Αριστερά. Το παρατεταμένο χειροκρότημα στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός του ήταν πράξη αγάπης και δίκαιη πράξη αναγνώρισης για κάποιον που μίλησε στην ψυχή του κόσμου της Αριστεράς.
Η αντιπολίτευση που άσκησε ήταν υπερβολικά στερεοτυπική για το ελληνικό εκλογικό σώμα, χωρίς βάθος, και γι’ αυτό χειρότερη από την κυβέρνησή του. Η «κινούσα δύναμη» της πορείας προς τη μεγάλη πτώση εντοπίζεται σε αυτή την αντιπολίτευση. Οι ευθύνες του είναι πολύ μεγάλες. Στις 25 Ιουνίου θα φανεί, σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, τι μπορεί ακόμη να κάνει αυτός ο σημαντικός παίκτης.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.