Λιμάνι Καλαμάτας, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Η μεταγωγή στα δικαστήρια της πόλης των εννέα Αιγυπτίων που συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι συγκαταλέγονται μεταξύ των υπευθύνων για το πολύνεκρο ναυάγιο ανοικτά Πύλου έχει μόλις ολοκληρωθεί.
Εξω από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Καλαμάτας ο θόρυβος από τις σειρήνες των περιπολικών και τα δεκάδες τηλεοπτικά συνεργεία απ’ όλο τον κόσμο έχει πλέον κοπάσει. Από τα ηχεία ενός ήσυχου εστιατορίου, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το διώροφο νεοκλασικό κτίριο του Λιμενικού, ακούγονται οι στίχοι ενός ελληνικού τραγουδιού: «Γονάτισα και ζήτησα απ’ τα θλιμμένα σύννεφα να λάμψουν να ξεσπάσουν με βροχές». Καθισμένος μόνος σε ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι κερασμένης μπίρας στο χέρι βρίσκεται ο Μοχάμεντ. Είναι γύρω στα 30 με καταγωγή από την Αίγυπτο. Προσπαθώντας να μη γίνει αντιληπτός από τους ανέμελους θαμώνες του καταστήματος, χρησιμοποιεί τον γιακά της μπλούζας του για να σκουπίζει τα δάκρυά του.
Οπως και αρκετοί ακόμη συγγενείς αγνοουμένων, έφθασε νωρίς το πρωί της Πέμπτης στο λιμάνι της Καλαμάτας αναζητώντας τον αδελφό του, δύο ξαδέλφια και ακόμη 20 συγχωριανούς του που επέβαιναν στο πλοιάριο. Το πρωί έδειχνε δυναμικός και αποφασισμένος. Πλησίαζε την περίφραξη της παλιάς αποθήκης όπου φιλοξενούνταν οι 104 διασωθέντες και ζητούσε από τους ομοεθνείς του να έρθουν προς το μέρος του για να μπορέσει να τους ρωτήσει εάν ανάμεσά τους υπήρχαν τα αγαπημένα του πρόσωπα. Βρισκόταν σε τέτοια ένταση και απόγνωση που αγνοούσε τις υποδείξεις των ανδρών του Λιμενικού και της Αστυνομίας, που του ζητούσαν να φύγει. Χρειάστηκε να τον απομακρύνουν προσωρινά άνδρες της ΟΠΚΕ.
Περίπου δώδεκα ώρες αργότερα, όμως, οι δυνάμεις και το σθένος τον είχαν εγκαταλείψει. Καθισμένος πλέον στην καρέκλα του εστιατορίου, με βλέμμα στο κενό και δάκρυα στα μάτια προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα της απώλειας.
Ο Μοχάμεντ έφθασε στην Καλαμάτα για να βρει τον αδελφό του, δύο ξαδέλφια και ακόμη 20 συγχωριανούς του που επέβαιναν στο πλοιάριο.
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, έξω από το κτίριο του Λιμεναρχείου περπατούσε νευρικά ένας υπήκοος Συρίας, γύρω στα 30. Εψαχνε τη σύζυγό του που επέβαινε στο αλιευτικό. Ορισμένοι από τους διασωθέντες που φιλοξενούνταν στην παλιά αποθήκη του τελωνείου, στον προβλήτα του λιμανιού, του είχαν πει ότι την είχαν δει να βγαίνει στη στεριά με μια μικρή σωστική λέμβο στην οποία επέβαιναν ακόμη δυο τρία άτομα. «Δεν υπάρχει γυναίκα ανάμεσα στους διασωθέντες», του ανακοίνωσε απότομα στέλεχος του υπουργείου Ναυτιλίας, που παρά το προχωρημένο της ώρας παρέμενε στο σημείο. Εκείνος έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι και έδειξε προς την αποθήκη με τους μετανάστες. «Πήγαινε ρώτα. Δεν ξέρεις. Δεν μου το είπε ένας και δυο, αλλά πέντε δέκα άτομα», λέει σε σπαστά αγγλικά στον Ελληνα αξιωματούχο. Δεν έχει δίκιο. Το πρωί της Παρασκευής βρισκόταν ακόμη εκεί. Η όψη του όμως είχε πια αλλάξει. Οπως και ο Αιγύπτιος Μοχάμεντ το προηγούμενο βράδυ, κοιτούσε το κενό με μάτια υγρά από τα δάκρυα. «Τι θα κάνεις τώρα;», τον ρωτήσαμε. Μόλις που μπόρεσε να ανασηκώσει τους ώμους, γνέφοντάς μας «δεν ξέρω».
Ιστορίες πόνου και απώλειας εκτυλίσσονται εκατοντάδες τα τελευταία εικοσιτετράωρα στο λιμάνι της Καλαμάτας. Τόσες όσοι και οι αγνοούμενοι του πολύνεκρου ναυαγίου 47 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της Πύλου – 568, σύμφωνα με τον τυπικό υπολογισμό του θαλάμου επιχειρήσεων του Λιμενικού. Οσοι δηλαδή απομένουν, εάν αφαιρεθεί ο αριθμός των 104 διασωθέντων και των 78 νεκρών από τους συνολικά 750 πρόσφυγες και μετανάστες, που σύμφωνα με τις καταθέσεις επέβαιναν στο πλοιάριο.
Το παλιό αλιευτικό σκάφος, «αιγυπτιακό σκαρί», σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του Λιμενικού, είχε ξεκινήσει από τις ακτές της Αιγύπτου και κατέπλευσε στο Τομπρούκ της Λιβύης για να παραλάβει μετανάστες από το Πακιστάν, τη Συρία και την Αίγυπτο. «Ταξιδέψαμε μέσα σε φορτηγά ψυγεία από την ενδοχώρα προς τις ακτές της Λιβύης», περιέγραψε ένας νεαρός Σύρος μιλώντας μέσα από τα κάγκελα της περίφραξης που χώριζε τους εκατοντάδες Ελληνες και ξένους δημοσιογράφους από τους διασωθέντες του ναυαγίου. Μερικά λεπτά νωρίτερα είχε καταφέρει να μιλήσει στον αδελφό του, που αγωνιώντας για την τύχη του είχε έρθει και αυτός στην Καλαμάτα από το εξωτερικό. Οι δυο τους είχαν υπερβεί το εμπόδιο μεταλλικού φράχτη και αγκαλιαστεί, με τα ΜΜΕ να καταγράφουν τη σκηνή σε ζωντανή μετάδοση.
Το πλοιάριο απέπλευσε από τη Λιβύη την Παρασκευή 9 Ιουνίου με προορισμό την Ιταλία, όπου όμως ουδέποτε κατάφερε να φθάσει.
Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στον προβλήτα του λιμανιού της Καλαμάτας παρέμενε δεμένο το πλοίο του Λιμενικού με κωδικό «920». Πρόκειται για το σκάφος που προσέγγισε το αλιευτικό πριν αυτό βυθιστεί και αυτό που μετέφερε στη στεριά τις σορούς των 78 προσφύγων και μεταναστών που ανασύρθηκαν νεκροί από τη θάλασσα. Ηταν τη νύχτα της Τετάρτης, όταν το πλήρωμα του σκάφους ξεφόρτωνε έναν προς έναν τους μαύρους σάκους με τις σορούς από το κατάστρωμα του σκάφους στο φορτηγό ψυγείο που είχε νοικιαστεί για να τις μεταφέρει στα νεκροτομεία της Αττικής. Η πόλη της Καλαμάτας κοιμόταν την ώρα που εξελισσόταν η διαδικασία. Με εξαίρεση μερικές παρέες παιδιών που τριγυρνούσαν στον προβλήτα του λιμανιού, γιορτάζοντας την έλευση του καλοκαιριού.