Η είσοδος για πρώτη φορά στη Βουλή τριών ακροδεξιών κομμάτων ορθά θεωρήθηκε ότι αντανακλά στη χώρα μας την άνοδο της άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη.
Θα ήταν λάθος, εντούτοις, η περίπτωση της Χρυσής Αυγής και των Σπαρτιατών, οι οποίοι διεκδικούν την κληρονομία της, να μη διαφοροποιηθεί από τα άλλα δύο μορφώματα. Διότι πουθενά στη σημερινή Ευρώπη ένας Γάλλος, Ιταλός ή Γερμανός καταδικασμένος εξτρεμιστής δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την εκλογή του ως βουλευτή. Εξηγούμαι:
Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων –συνεπώς και του δικαιώματος του εκλέγεσθαι– όσων καταδικάζονται σε βαριές ποινές για σοβαρά κακουργήματα είναι κοινός τόπος από χρόνια στην Ευρώπη. Διότι μια τέτοια καταδίκη, ακόμη και πρωτόδικη, θεωρείται ότι ενέχει ατιμωτικό χαρακτήρα, που δικαιολογεί την προσωρινή αφαίρεση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
Σύνταγμα και Δικαιοσύνη
Σε μας –και ανεξάρτητα από την κατάργηση της στέρησης ως παρεπόμενης ποινής από τον Ποινικό Κώδικα του 2019– το ζήτημα προέκυψε το 1975, όταν ψηφιζόταν το ισχύον Σύνταγμα: με πρωτοβουλία της τότε κεντρώας αντιπολίτευσης, στη διάταξη του Συντάγματος του 1952 –η οποία επαναλάμβανε μια πολύ παλαιότερη– ότι οι βουλευτές εκλέγονται «κατά νόμον, υπό των εχόντων το δικαίωμα προς τούτο πολιτών», προστέθηκε, προς μείζονα εγγύηση, η φράση: «Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα».
Η φράση αυτή δεν υπήρχε στο αρχικό σχέδιο Συντάγματος της Ν.Δ. Μπήκε με πρωτοβουλία του Γ. Β. Μαγκάκη, διαπρεπούς ποινικολόγου και βουλευτή τότε της Ενώσεως Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, ο οποίος, κατά τη σχετική συζήτηση, τόνιζε ότι στην προτεινόμενη διατύπωση του κυβερνητικού σχεδίου «δεν καθορίζεται ποιος στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν. […] Θα το αφήσωμεν εις τον νόμον; Και ποιος μου λέγει ότι αύριον ο οιοσδήποτε δεν θα θελήση να προσθέση και άλλας περιπτώσεις μη άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν;». Τον συνεπικούρησε τότε στην παρθενική του αγόρευση ένας νεαρός βουλευτής της συμπολίτευσης, ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος (Πρακτικά Υποεπιτροπών, συνεδρ. 22 και 25.1.1975, σελ. 341-342, 384).
Την πρόταση δέχθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Στεφανάκης, ο οποίος, προς ακόμη μεγαλύτερη κατοχύρωση, πρόσθεσε και το επίθετο «αμετάκλητη» πριν από τις λέξεις «ποινική καταδίκη».
Εκείνο που οι «πατέρες» του Συντάγματός μας δεν μπορούσαν βέβαια να φανταστούν είναι ότι, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, μια συνήθης ποινική υπόθεση, για να συζητηθεί στον Αρειο Πάγο και να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, θα χρειάζονταν τουλάχιστον 7-8 χρόνια. Πολύ περισσότερο μια υπόθεση πολιτικά φορτισμένη, όπως αυτή της Χρυσής Αυγής, με πάνω από 60 κατηγορουμένους, που μόνον η πρωτόδικη εκδίκασή της κράτησε πάνω από 5 χρόνια.
Περί απαγόρευσης της Χ.Α.
Τον Οκτώβριο του 2020, μετά την καταδίκη του Ηλία Κασιδιάρη και των φίλων του από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, το ζήτημα που τέθηκε ήταν αν, ενόψει της ανωτέρω διάταξης, που απέκλειε την αφαίρεση των πολιτικών τους δικαιωμάτων έως ότου η καταδίκη τους καταστεί αμετάκλητη, θα τους επιτρεπόταν, όχι βέβαια να ψηφίζουν από τη φυλακή –δικαίωμα που κανένας δεν διανοήθηκε να τους αμφισβητήσει–, αλλά να είναι υποψήφιοι και να εκλεγούν βουλευτές. Το ερώτημα, με άλλα λόγια, δεν ήταν αν θα έπρεπε να απαγορευτεί η Χρυσή Αυγή και οι όποιες παραφυάδες της ως κόμμα –απαγόρευση που, σημειωτέον, σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνεία, το Σύνταγμα δεν επιτρέπει–, αλλά αν θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε να μην μπορούν να εκλεγούν βουλευτές, τουλάχιστον όσο εκτίουν την ποινή τους, πρόσωπα καταδικασμένα, έστω και πρωτοδίκως, ως μαχαιροβγάλτες της πολιτικής. Γιατί, προφανώς, αυτό θα αποτελούσε τον μέγιστο εξευτελισμό για τη δημοκρατία μας. Σύμφωνα με τις τροπολογίες που ψηφίστηκαν νωρίτερα φέτος, αυτό ακριβώς έκανε το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, αποκλείοντας τους συνδυασμούς πρώτα των «Ελλήνων» και, στη συνέχεια, του Συνασπισμού Ανεξαρτήτων που συγκρότησε ο Ηλίας Κασιδιάρης.
Μπορούσε ο Αρειος Πάγος να αποκλείσει, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, και τους Σπαρτιάτες; Εφόσον δεν διέθετε στοιχεία που να αποδεικνύουν όχι απλώς τη σχέση τους με τον Ηλία Κασιδιάρη, αλλά τον ηγετικό του ρόλο και την εξάρτησή τους από αυτόν, η απάντηση είναι όχι. Και τούτο όχι μόνο γιατί δεν το προβλέπει ο νόμος, αλλά προπάντων γιατί το Σύνταγμα και οι θεμελιώδεις αρχές του αποκλείουν τη δίωξη κομμάτων και ακόμη περισσότερο προσώπων μόνο για τις ιδέες και τις απόψεις τους, ακόμη και αν αυτές είναι φασιστικές, ναζιστικές, κομμουνιστικές ή αναρχικές. Οπως μάλιστα έχει κρίνει από παλιά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, είναι θεμιτό να υποστηρίζεται ακόμη και η ριζική αλλαγή του Συντάγματος. Αρκεί να μη γίνεται με βίαια μέσα.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο λόγος για τον οποίο χρειάστηκε να ακολουθηθεί η λύση των πρόσφατων τροπολογιών του εκλογικού νόμου ήταν η παράκαμψη του «αμετάκλητου» του άρθρου 51 παρ. 3 του Συντάγματος. Το τελευταίο, δε, συνδεόταν άμεσα με το κλίμα της περιόδου της Μεταπολίτευσης, με την επιδίωξη δηλαδή μείζονος προστασίας όσων διώκονταν έως τότε για τις πολιτικές τους απόψεις· δεν αποτελούσε, με άλλα λόγια, μια διαχρονική επιλογή για τη μεταχείριση των εγκληματούντων. Γιατί, σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, ο αποκλεισμός από τη Βουλή ενός εγκληματία και των συνενόχων του θεωρείται αυτονόητος. Είναι κατόπιν αυτού απορίας άξιο πώς, από τον χώρο ιδίως της Αριστεράς, της παράταξης δηλαδή που κατά τεκμήριο έχει ζήσει βαθύτερα στο πετσί της τη δίωξη του φρονήματος, εκτοξεύθηκαν τόσο ανεύθυνες μομφές κατά των χειρισμών της προηγούμενης κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό.
Μπορούσε ο Αρειος Πάγος να αποκλείσει τους Σπαρτιάτες; Εφόσον δεν διέθετε στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ηγετικό ρόλο του Η. Κασιδιάρη, η απάντηση είναι όχι.
Ευρώπη και τάγματα εφόδου
Σε κάθε περίπτωση –και η σκέψη τοποθετεί πλέον τη συζήτηση στο ευρωπαϊκό πλαίσιό της– η Χρυσή Αυγή δεν ήταν πολιτικό κόμμα αλλά εγκληματική οργάνωση. Κάτι που παραδόξως αγνοούν οι επικριτές της λύσης που ακολουθήθηκε. Γιατί, πέραν της ναζιστικής ιδεολογίας της, κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η ιεραρχική δομή της και η συστηματική χρήση βίας. Και τούτο, σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση, με «τάγματα εφόδου», με μέλη πρόσωπα τα οποία υποβάλλονταν σε κατάλληλη εκπαίδευση και στρατολογούνταν ενόψει των σωματικών τους προσόντων (σελ. 11536).
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι ένοπλες οργανώσεις που διατηρούν παραστρατιωτικά τμήματα εξομοιώνονται με τις τρομοκρατικές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γαλλίας, όπου ένας παλαιός νόμος του 1936 για τις «milices privées» ορίζει ότι, με προεδρικό διάταγμα, διαλύονται οργανώσεις οι οποίες, μεταξύ άλλων, «προκαλούν ένοπλες διαδηλώσεις ή πράξεις βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων», ή εμφανίζουν χαρακτήρα «ταγμάτων εφόδου ή ενόπλων ιδιωτικών ομάδων» (le caractère de groupes de combat ou de milices privées). Εκτοτε, πάνω από εκατό τέτοιες ομάδες έχουν διαλυθεί, εκ των οποίων 25 τα δέκα τελευταία χρόνια. Το Conseil d’ Etat, στο οποίο προσφεύγουν οι θιγόμενοι, απορρίπτει συστηματικά τις σχετικές προσφυγές, το δε Δικαστήριο του Στρασβούργου επιβεβαιώνει τα ληφθέντα μέτρα. Παρόμοια με την περίπτωση της Χρυσής Αυγής ήταν η υπόθεση της Troisième Voie (Τρίτος Δρόμος), που αφορούσε την οργάνωση ενός κ. Αyoup, τα μέλη της οποίας κυκλοφορούσαν με στρατιωτικές στολές, έκαναν παρελάσεις και εμπλέκονταν σε βίαια επεισόδια, μεταξύ των οποίων και η δολοφονία ενός φοιτητή στο Παρίσι, το 2013. Η σχετική προσφυγή κρίθηκε καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΕΣΔΑ και απορρίφθηκε μετ’ επαίνων (ΕΔΔΑ, απόφαση της 8.10.2020).
Εξίσου αυστηρό είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και έναντι των τρομοκρατικών οργανώσεων, ακόμη και όταν αυτές εμφανίζονται ως πολιτικά κόμματα. Γνωστότερη από τις σχετικές υποθέσεις είναι η περίπτωση των οργανώσεων των Βάσκων αυτονομιστών Batasuna, Herri Batasuna και Εxteberria κατά Ισπανίας, η διάλυση των οποίων δεν προσέβαλλε κατά το δικαστήριο το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι των προσφευγόντων (άρθρο 11 της ΕΣΔΑ). (Αποφάσεις της 30.6.2009.)
Στο Στρασβούργο
Τουναντίον, κατά κανόνα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανέχεται τη δράση κομμάτων τα οποία αποδοκιμάζουν τη χρήση βίας, όσο εξτρεμιστικές θέσεις και αν υποστηρίζουν. Ξεκινώντας από την ορθή θέση ότι η δράση τους, ακόμη και όταν η ιδεολογία τους είναι ακραία, έχει πρωταρχική σημασία για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, την ενημέρωση των πολιτών και τη συμμετοχή τους στα κοινά, έχει κρίνει ότι η διάλυσή τους δικαιολογείται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Και τούτο μόνον οσάκις υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις –και όχι απλώς αποχρώσες ενδείξεις– ότι το συγκεκριμένο κόμμα ευθύνεται για πράξεις βίας που τελούνται από τα μέλη του. Τουναντίον, δεν δικαιολογείται η διάλυση κομμάτων για ελάσσονες διοικητικές παραβάσεις και ακόμη λιγότερο για βίαιες ενέργειες μεμονωμένων μελών τους, τις οποίες αποδεδειγμένα δεν εγκρίνει η κομματική ηγεσία (βλ. αντί πολλών άλλων ΕΔΔΑ, United Communist Party κατά Τουρκίας, 30.1.1998, Υazar, Karatas κ.ά. κατά Τουρκίας, 13.2.2003. Εξαίρεση από τον κανόνα, η απόφαση Refah Partisi κ.ά. κατά Τουρκίας, 13.2.2003).
Είναι προφανές ότι, παρά τον μισαλλόδοξο, ξενοφοβικό, σεξιστικό, αντισημιτικό, αντικοινοβουλευτικό και, εντέλει, αντιδημοκρατικό λόγο τους, τα ακροδεξιά κόμματα που θεριεύουν τα τελευταία χρόνια σε όλες περίπου τις ευρωπαϊκές χώρες –και όχι μόνο!– δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία άνευ άλλου τινός. Σε αντίθεση με τη δική μας Χρυσή Αυγή, αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τις πράξεις βίας και οι ηγέτες τους, επισήμως τουλάχιστον, αποδοκιμάζουν συστηματικά τη χρήση της από μεμονωμένους οπαδούς τους. Με ποιο τρόπο, λοιπόν, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται;
Για το θέμα αυτό διεξάγεται σήμερα στην Ευρώπη μια φορτισμένη συζήτηση. Αν και οι διαφορές από χώρα σε χώρα είναι σημαντικές (σε αντίθεση π.χ. με την κ. Λεπέν, η κ. Μελόνι δεν αμφισβητεί την Ε.Ε., ούτε τη βοήθεια προς την Ουκρανία), θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα είναι χονδρικά τα ίδια: από τη μια υποστηρίζεται η «σκληρή γραμμή» του λεγόμενου cordon sanitaire (δηλαδή της «υγιεινής ζώνης»), σύμφωνα με την οποία τα ακροδεξιά κόμματα θα πρέπει να απομονώνονται: καμία συζήτηση δεν θα πρέπει να γίνεται μαζί τους ούτε, πολύ λιγότερο, τα δημοκρατικά κόμματα να συνεργάζονται με αυτά. Τα τελευταία χρόνια, εντούτοις, η γραμμή αυτή έχει σπάσει, όχι μόνο στη Γαλλία, όπου σχηματίζονται όλο και πιο συχνά συμμαχίες σε τοπικό επίπεδο, αλλά προπαντός στις χώρες εκείνες όπου η Ακροδεξιά έχει αναδειχθεί σε κυβερνητικό εταίρο (Σουηδία, Φινλανδία και, κατά πάσα πιθανότητα, λίαν προσεχώς Ισπανία), φθάνοντας μάλιστα έως και την πρωθυπουργία (Ιταλία). Ετσι, είτε μας αρέσει είτε όχι, στην πράξη φαίνεται να επικρατεί η soft γραμμή, σύμφωνα με την οποία οι θέσεις της άκρας Δεξιάς δεν θα πρέπει να απορρίπτονται άνευ ετέρου· θα πρέπει τουναντίον να συζητιούνται, γιατί μόνον έτσι αμβλύνονται και τελικά «μπαναλοποιούνται».
Είναι φανερό ότι αν η άποψη αυτή επικρατήσει, τα αμέσως επόμενα χρόνια θα συντελεστεί μια δύσκολα αποκρυπτόμενη ανατροπή των θεμελιωδών αρχών της φιλελεύθερης συνταγματικής δημοκρατίας, όπως διαμορφώθηκε στη Δυτική Ευρώπη από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με αιχμή το μεταναστευτικό, η Ευρώπη θα κινδυνεύσει όντως να ορμπανοποιηθεί.
Στη χώρα μας, δεν έχουμε φτάσει, ευτυχώς, σε αυτό το σημείο. Η Ακροδεξιά είναι διασπασμένη και η διείσδυσή της στα υπόλοιπα κόμματα παραμένει προς το παρόν περιορισμένη. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να την ανεχθούμε. Τη μεν βίαιη εκδοχή της, μετά την περιπέτεια της Χρυσής Αυγής, θέλω να πιστεύω ότι το πολιτικό σύστημα και η Δικαιοσύνη θα την αντιμετωπίσουν χωρίς ανοχή και παλινωδίες. Οσο για την «ήπια» εκδοχή της, το μόνο αποτελεσματικό αντίδοτο είναι οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις για ένα αποτελεσματικότερο και πιο συμπεριληπτικό κράτος και για μια καλύτερη ζωή. Και τούτο με στιβαρή ιδεολογική μάχη, που θα αναδεικνύει, όχι απολογητικά αλλά με υπερηφάνεια, τα μεγάλα επιτεύγματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Διότι, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ποτέ στο παρελθόν και σε καμιάν άλλη περιοχή του κόσμου τόσο πολλοί δεν γεύτηκαν, εν ειρήνη και δημοκρατία, τα αγαθά του υλικού και του πνευματικού πολιτισμού.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.