Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει από διάφορες φάσεις μετά το 1974, συχνά πάντως βρίσκονται σε έναν φαύλο κύκλο-σπιράλ αρνητικότητας, στερεοτυπικών αντιλήψεων, ενώ εν τη απουσία προοπτικής λύσης εδραιώνεται η πεποίθηση ότι ο διάλογος είναι μάταιος και τα κέρδη της μιας πλευράς αυτόματα συνεπάγονται ζημίες για την άλλη. Δηλαδή μια αντίληψη μηδενικού αθροίσματος.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι εύλογο το ερώτημα κατά πόσον υπάρχει περιθώριο για την προώθηση βιώσιμης λύσης. Η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει οι ηγεσίες να επιδείξουν πολιτική γενναιότητα, αφού ένα μέρος των πολιτικών ελίτ, όπως και συνδιαμορφωτές της κοινής γνώμης, χρησιμοποιούν τακτικά το εθνικιστικό χαρτί με διάφορες σκοπιμότητες. Και φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά υπό τον φόβο του βάρους του πολιτικού κόστους. Μόνο που έτσι καλλιεργούν στην κοινή γνώμη ουτοπικές προσδοκίες, που γνωρίζουν ότι δεν είναι υλοποιήσιμες. Η Τουρκία πρωτοστατεί σε αυτό, εντούτοις υπάρχουν και στην Ελλάδα κύκλοι που επενδύουν και επωφελούνται από την ακινησία που προκαλεί η αντίληψη ότι οι εξωφρενικές απαιτήσεις της άλλης πλευράς δεν επιτρέπουν την ανάληψη πρωτοβουλιών. Eτσι, εκμεταλλευόμενοι το φαινομενικά άτοπο της όποιας πρότασης, που ενισχύεται από την εκβιαστική και απειλητική πολιτική της Aγκυρας («θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά», «οι Eλληνες πανικοβάλλονται όταν μιλάμε για τον Typhoon»), απαιτούν συγκεκριμένους όρους για την έναρξη διαλόγου, που γνωρίζουν ότι δεν θα γίνουν δεκτοί, με συνέπεια να παραμένουμε στην ίδια (αρνητική) αφετηρία. Ταυτόχρονα, εγκαλούνται ως ενδοτικοί όσοι έχουν διαφορετική προσέγγιση, γιατί ο διάλογος με ένα κράτος που προσθέτει συνεχώς στην ατζέντα διεκδικήσεων καθίσταται απαγορευτικός, εφόσον δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε παραχωρήσεις ή ακόμη και σε νομιμοποίηση των θέσεών του. Αυτή η σχολή υποστηρίζει ότι η διαρκής ενίσχυση της άμυνάς μας είναι αρκετή για να αποτρέψει την Τουρκία από σκέψεις για τη δημιουργία τετελεσμένων. Πράγματι, η αμυντική μας ενίσχυση-θωράκιση συνυπολογίζεται σοβαρά. Και αποφεύγονται σκέψεις για περιπέτειες μαζί μας. Είναι ασφαλώς σημαντικό η πρόσληψη του άλλου μέρους να είναι η σωστή και η αποφασιστικότητά μας ανάλογη. Δύναται ωστόσο η αποτρεπτική μας ισχύς να μας οδηγήσει σε συμφωνία; Τα μαχητικά, οι φρεγάτες, τα υποβρύχια είναι απαραίτητα ως συντελεστές ισχύος, δεν οριοθετούν όμως ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
Η επόμενη γραμμή άμυνας αυτής της σχολής είναι να προεξοφλεί την αποτυχία της ελληνικής διπλωματίας σε περίπτωση που εκκινήσουν συζητήσεις. Πιθανόν ποντάροντας στο ότι οι περισσότεροι πολίτες δεν γνωρίζουν τι διακυβεύεται. Πράγματι, ο διάλογος με μια επεκτατική δύναμη που θέλει να ουδετεροποιήσει τον περίγυρό της, που σφετερίζεται δυνάμει κυριαρχικά μας δικαιώματα, ακόμη και κυριαρχία, πολύ δύσκολα θα οδηγήσει σε λύση. Από την άλλη, πώς εμείς θα εξουδετερώσουμε ή και θα μετριάσουμε τις εξωπραγματικές φιλοδοξίες της γείτονος; Εξοπλιζόμενοι και μόνο; Aραγε σε μια δεκαετία από σήμερα, με τις δημογραφικές μεταβολές που συντελούνται και τη διαφορά των οικονομικών μεγεθών, πώς θα αναστείλουμε τις μαξιμαλιστικές επιδιώξεις της Aγκυρας; Η αδυναμία απάντησης στα παραπάνω οδηγεί στη θέση, «μα τι θέλετε δηλαδή, να τα δώσουμε όλα στην Τουρκία για να έχουμε ήσυχο το κεφάλι μας;». Θα παραχωρήσουμε δηλαδή κάποιο νησί ώστε να κατοχυρώσουμε την κυριαρχία μας σε άλλα ή μήπως το μόνο αντικείμενο είναι η επήρεια των νησιών σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα; Και ποια ακριβώς είναι σήμερα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και πώς τα έχουμε κατοχυρώσει; Εφόσον προϋπόθεση είναι η συμφωνία με τις όμορες χώρες ή η προσφυγή σε διεθνείς μηχανισμούς επίλυσης (διαιτησία ή δικαστήριο), σήμερα το μόνο που κατέχουμε είναι προσδοκία δικαιώματος. Oσο, όμως, δεν οριοθετούμε ή δεν έχουμε δικαστική απόφαση, δεν μπορούμε νόμιμα να το ασκήσουμε. Αντιθέτως, η αδυναμία διευθέτησης, όσο παγιώνεται, γίνεται βολική για το μέρος που είναι διατεθειμένο να παρανομήσει. Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι δεν ωχριά μπροστά σε διεθνές δίκαιο, συνθήκες και ψηφίσματα του ΟΗΕ. Κι αν της δοθεί η ευκαιρία, θα δημιουργήσει χωρίς περιστροφές τετελεσμένα. Και ο διεθνής παράγοντας, συν τω χρόνω, τις τετελεσμένες καταστάσεις τις αποδέχεται, όπως συμβαίνει στην Κύπρο.
Ποια είναι επομένως η στρατηγική μας για την εν τοις πράγμασι αναίρεση των τουρκικών απόψεων που λειτουργούν ανασχετικά για την επίτευξη λύσης; Και ποια εργαλεία έχουμε στη διάθεσή μας για να οδηγηθούμε στη Χάγη; Και γιατί εντέλει η Χάγη είναι η καλύτερη λύση;
Αν οριστικοποιήσεις τα χωρικά σου ύδατα στο ανατολικό Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο ταυτόχρονα με το συνυποσχετικό, προσαρμόζοντας και τον εναέριο χώρο, τότε έχει ακυρωθεί στην πράξη το casus belli. Αν, επίσης, συναφθεί συνυποσχετικό, η Aγκυρα δέχεται τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου για οριοθέτηση βάσει του δικαίου της θάλασσας, οπότε η προσχώρησή της στην UNCLOS καθίσταται δευτερευούσης σημασίας. Oταν, από την άλλη, θέτεις ως προϋποθέσεις τα παραπάνω, δίνεις τη δυνατότητα στην άλλη πλευρά να σε κατηγορήσει για απροθυμία συνεννόησης. Κι αν τελικά δεν υπάρξει αποτέλεσμα, να φροντίσουμε να είναι σαφές ποιος και γιατί έχει τορπιλίσει τη διαδικασία. Η δε αποστρατιωτικοποίηση είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα και όσο η Τουρκία επιμένει, συνδέοντάς την κιόλας με την κυριαρχία, τόσο απεμπολεί την αξιοπιστία τών –έτσι κι αλλιώς ασθενικών– επιχειρημάτων της.
Υπάρχει άραγε τρόπος να προωθήσεις την ατζέντα σου απέναντι σε μια αλαζονική δύναμη; Εδώ η συγκυρία παίζει τον ρόλο της. Η ανάγκη ανάταξης της τουρκικής οικονομίας, παρά τα κολοσσιαία συμβόλαια που υπέγραψε ο Ερντογάν με χώρες του Κόλπου, προκειμένου να είναι βιώσιμη απαιτεί τη σύσφιγξη των δεσμών με τη Δύση. Ο εκσυγχρονισμός της ξεπερασμένης συμφωνίας της τελωνειακής ένωσης αποτελεί ευκαιρία για την Aγκυρα. Με συγκεκριμένους όρους, όχι συναλλακτικά. Η διόρθωση της σχέσης με την Ουάσιγκτον, παρά την αυτοτέλειά της, δεν μπορεί να γίνει σε περιβάλλον έντασης με την Αθήνα. Aλλο, ωστόσο, η αποκλιμάκωση, την οποία ο Ερντογάν επιδιώκει για να εξασφαλίσει, μεταξύ άλλων, και τα F-16, και άλλο η ειλικρινής επιθυμία για λύση, που συνεπάγεται στην περίπτωσή του ουσιαστική αναδίπλωση από πάγιες βλέψεις. Εμείς δεν θέλουμε διαμεσολαβητές, αλλά θετικούς αποδέκτες και εν συνεχεία αγωγούς των απόψεών μας. Να είναι ξεκάθαρο, όχι αμφίσημο, προς την Τουρκία ότι η ελληνική κυριαρχία δεν τίθεται σε αμφισβήτηση και πως οι προσπάθειες υπονόμευσής της είναι κόντρα σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα. Να προωθηθεί, εξίσου, από τους περιφερειακούς δρώντες η αντίληψη ότι μόνο κοινά αποδεκτοί κανόνες μπορούν να διαμορφώσουν το πλαίσιο λύσεων στην ανατολική Μεσόγειο.
Ως προς τη Χάγη, αξίζει να σημειωθεί ότι η εικόνα της χώρας πριν λύσει το ονοματολογικό με τη Βόρεια Μακεδονία και οριοθετήσει με Ιταλία και Αίγυπτο, ήταν προβληματική. Απαιτήθηκαν συμβιβασμοί, μικρότεροι ή μεγαλύτεροι, όμως αποκτήσαμε διπλωματικό κεφάλαιο και ενδυναμώσαμε τον ρόλο και τον λόγο μας στις περιφερειακές διεργασίες, παράγοντας και όχι καταναλώνοντας ασφάλεια. Δεν αεροβατούμε: οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ της λύσης, δεδομένης και της χαώδους διαφοράς ακόμη και στη μεθοδολογία για την οριοθέτηση. Απέχοντας πάντως από πρωτοβουλίες και σχέδιο άσκησης πίεσης για οριστική διευθέτηση, με τις περιστάσεις προσώρας στο πλευρό μας, κρατούμε ανενεργά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, γεγονός που διατηρεί ζωντανή την προσδοκία της Τουρκίας ότι στο μέλλον μπορεί να επιβάλει διά της ισχύος τις βαθύτερες επιθυμίες της.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί το βιβλίο του με τον Δημήτρη Καιρίδη «Ανατολική Μεσόγειος: ολική επαναφορά», σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά (εκδόσεις Πατάκη).