Η έκρηξη στην αποθήκη πυρομαχικών της Νέας Αγχιάλου έφερε στην επιφάνεια μια συζήτηση, η οποία –παρότι απασχολεί σχεδόν καθημερινά τους κατά καιρούς επιτελείς των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.)– είχε απωθηθεί λόγω άλλων προτεραιοτήτων: την αλλαγή πρωτοκόλλων ασφάλειας και πυρασφάλειας και –πολύ περισσότερο– την αντικατάσταση υποδομών, οι οποίες πλέον οριακά μπορεί να φιλοξενήσουν τις ολοένα και πιο σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες που εντάσσονται στο ελληνικό οπλοστάσιο. Στην εποχή μετά τη Νέα Αγχίαλο, εσωτερικά ήδη εξετάζεται η βελτίωση των πρωτοκόλλων φύλαξης και αποθήκευσης κρίσιμων υλικών, ενώ θα γίνουν πιο συγκεκριμένες προτάσεις όταν ολοκληρωθεί η φάση επιθεώρησης του συνόλου των μονάδων, βάσεων και κάθε λογής εγκαταστάσεων ανά την επικράτεια, που ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες.
Γενικότερα, πάντως, το ζήτημα των υποδομών και του περιβάλλοντος υποστήριξης των υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων, που οι Ε.Δ. είτε παρέλαβαν είτε θα συνεχίσουν να εντάσσουν στις δυνατότητές τους για το υπόλοιπο της τρέχουσας δεκαετίας, ήδη επηρεάζει σημαντικά την ατζέντα και των εξοπλιστικών. Οι Ε.Δ. ήδη έχουν παραλάβει 18 αεροσκάφη τύπου «Rafale» (από τα 24), 10 από συνολικά 84 F-16 Viper που αναβαθμίζονται στις εγκαταστάσεις της ΕΑΒ στην Τανάγρα, από το επόμενο έτος θα αρχίσει η παράδοση των ψηφιακών φρεγατών τύπου «FDI», ενώ σε αυτές τις πολύ βασικές μονάδες δεν συνυπολογίζονται τα UAV, που έχουν εκμισθωθεί ούτε και άλλα ισραηλινά συστήματα υψηλής τεχνολογίας. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν 20 F-35, τα οποία –στην καλύτερη περίπτωση– θα αρχίσουν να παραδίδονται το 2028 και θα αποτελούν το πιο προηγμένο οπλικό σύστημα στο ελληνικό οπλοστάσιο.
Οι ανάγκες υποστήριξης σε βάθος χρόνου και καθημερινής λειτουργίας των παραπάνω συστημάτων αποτελούν μια πρόκληση, στην οποία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν παρά τμηματικές απαντήσεις. Μέρος της απάντησης, ειδικά για το σκέλος της Πολεμικής Αεροπορίας, είναι το πολύ υψηλό επίπεδο του στελεχιακού δυναμικού της, σε όλους τους τομείς, από τους ιπτάμενους αξιωματικούς μέχρι τους υπαξιωματικούς, που δίνουν λύσεις ακόμη και όταν αυτές φαντάζουν πολύ δύσκολες. Βέβαια στο παρελθόν, ακόμη κι αυτές είχαν αποδειχθεί ανεπαρκείς όταν απαιτείτο η εξεύρεση ενδεδειγμένης υποστήριξης, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τον στόλο των Mirage 2000, που πριν από την υπογραφή του συμβολαίου για την αγορά «Rafale» –το οποίο περιλάμβανε το Follow On Support των παλαιότερων γαλλικών μαχητικών– παρέμεναν καθηλωμένα στην Τανάγρα.
Με βάση την ανάγκη τα υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα να μην είναι μόνον λειτουργικά, αλλά να μπορούν να υποστηρίζονται σε βάθος χρόνου, στην κυβέρνηση υπάρχουν πλέον σοβαρές σκέψεις για την αλλαγή των προτεραιοτήτων. Με εξαίρεση το κόστος των περίπου 4 δισ. που έχει αποφασιστεί ότι πρέπει να εξασφαλιστεί πάση θυσία από τον προϋπολογισμό στα επόμενα χρόνια για την αγορά των αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35, όλα τα υπόλοιπα κύρια εξοπλιστικά είτε μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα είτε θα μεταφερθούν σε μελλοντική συγκυρία, όταν τα δημοσιονομικά είναι καλύτερα. Οι σκέψεις αυτές επηρεάζουν, βεβαίως, κυρίως το πρόγραμμα περαιτέρω ενίσχυσης του Πολεμικού Ναυτικού με 2-3 κορβέτες (γαλλικής ή ιταλικής ναυπήγησης), προϋπολογισμένου κόστους 1,5 δισ. ευρώ. Η εμφάνιση εντός και εκτός του υπουργείου Εθνικής Αμυνας της λύσης των αμερικανικών πλοίων παράκτιων επιχειρήσεων LCS, αριθμός των οποίων αποσύρεται από το Ναυτικό των ΗΠΑ εντός του 2024, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σ’ αυτή τη συζήτηση. Υπενθυμίζεται ότι η πρόταση των ΗΠΑ είναι της τάξης των 500 εκατ. ευρώ και περιλαμβάνει το κόστος πιθανών μετατροπών που μπορεί να επιθυμεί το Π.Ν. Σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις αργούν ακόμη αρκετά.
Με εξαίρεση το κόστος των περίπου 4 δισ. για την αγορά των F-35, όλα τα υπόλοιπα κύρια εξοπλιστικά είτε μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα είτε θα μεταφερθούν σε μελλοντική συγκυρία.
Δει δε χρημάτων, λοιπόν. Γι’ αυτό η Αθήνα σχεδιάζει τη βελτίωση των υφισταμένων υποδομών σε κρίσιμες μονάδες, όπως η Νέα Αγχίαλος, αλλά και η Σούδα. Στη Σούδα, ήδη τα προηγούμενα χρόνια και με την… ευγενική χορηγία των ΗΠΑ στον Ναύσταθμο Κρήτης, έγιναν αρκετές εργασίες βελτίωσης των υποδομών, είτε αυτό αφορά τα κρηπιδώματα είτε τις υπόγειες δεξαμενές καυσίμων. Στο πλαίσιο της εξοικονόμησης πόρων αρκετοί, εντός και εκτός του στρατεύματος αμφισβητούν και την αναγκαιότητα των δαπανών που γίνονται για τη μεταφορά της 32ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών στον Αλμυρό Βόλου.
Ωστόσο, η προτεραιότητα της κυβέρνησης αφορά την αμυντική βιομηχανία, η οποία αποτελεί και τον κύριο φορέα υποστήριξης των οπλικών συστημάτων. Η πλέον δύσκολη «εξίσωση» για την κυβέρνηση είναι η ΕΑΒ στην Τανάγρα, στην οποία σήμερα πραγματοποιούνται σειρά εργασιών, από την αναβάθμιση των F-16 και μέρος της παγκόσμιας παραγωγής των C-130, την υποστήριξη των ελληνικών C-130 και το… αέναο έργο αναβάθμισης των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3. Αυτή τη στιγμή, λόγω του φορτωμένου προγράμματος της ΕΑΒ, στη συντριπτική τους πλειονότητα τα αεροσκάφη του μεταφορικού στόλου της Π.Α. (C-130 και C-27) παραμένουν καθηλωμένα.
Οι υποδομές
Στο σκέλος της Π.Α. γίνονται πολύ σοβαρές συζητήσεις για τις υποδομές που πρέπει να φιλοξενήσουν τα F-35 μελλοντικά, στις οποίες οι Αμερικανοί δεν κάνουν εκπτώσεις. Δεδομένου ότι η ελληνική πλευρά ήδη απέρριψε τη δυνατότητα κάλυψης της κατασκευής των υποδομών μέσω των αποκαλούμενων SSI (συμφωνίες βιομηχανικής συνεργασίας και ασφάλειας εφοδιασμού). Το κόστος αυτών των SSI, τα οποία αντιμετωπίστηκαν ως «λεοντή» των πάλαι ποτέ αμαρτωλών Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων (Α.Ω.) –μέσα από τα οποία περνούσαν κάποτε οι «μίζες» των εξοπλιστικών– ήταν εξαρχής ασαφές (μεταξύ 400 και 800 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, με αυτή τη μορφή ή με άλλη που ήδη αναζητείται, η Αθήνα θα πρέπει να εξασφαλίσει ένα ποσό κάποιων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ (πρόσθετα στα 4 δισ. που θα απαιτηθούν για την αρχική προμήθειά τους) για τη δημιουργία υποδομών που θα μετατρέψουν την 117 Πτέρυγα Μάχης στην Ανδραβίδα σε βάση των F-35. Τέλος, εξετάζονται λύσεις και για τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ), μιας εταιρείας που διαθέτει πέντε εργοστάσια τα οποία δεν λειτουργούν με βάση τις προδιαγραφές ή τις δυνατότητές τους.