Πέντε είναι κατά το Σύνταγμα, αλλά άγνωστος ο αριθμός των υπαρχουσών και ανανεουμένων. Κάθε κυβέρνηση προσθέτει και μία. Σκοπός, υποτίθεται, είναι ο έλεγχος της εξουσίας. Το θεσμικό αντίβαρο. Ο έλεγχος της αρχής η οποία προΐσταται. Εν τέλει έχει καταντήσει να είναι η τακτοποίηση ημετέρων. Καλοπληρωμένων μεν, αλλά χωρίς αξιόλογη παρουσία στο έργο που τους ανατέθηκε.
Κι όταν τυχαίνει να έρχεται η επόμενη κυβέρνηση, αναζητεί τρόπο να τους αντικαταστήσει. Εκτός αν δεν ενοχλούν και αρκούνται στον μισθό τους, την αποζημίωσή τους. Υπάρχει όμως και κάποιος άλλος λόγος, πολύ πιο σοβαρός. Κι αυτό γιατί έχει να κάνει με τη δικαστική εξουσία, και πως αυτή, δυνητικά, επηρεάζεται. Με έμμεσο ή και άμεσο τρόπο. Είναι ο διορισμός συνταξιούχων δικαστών, σε διάφορες θέσεις του Δημοσίου, με την ευρύτερη έννοια που λαμβάνει και καταλαμβάνει. Και την πρώτη θέση, βεβαίως, έχουν οι θεσπισμένες και μη ανεξάρτητες αρχές, που ελάχιστη σχέση έχουν με το ανεξάρτητο. Γι’ αυτό επιλέγονται με τα γνωστά, τοις πάσι, κριτήρια. Πλην μετρημένων στα δάχτυλα εξαιρέσεων φυσικά.
Η προσπάθεια ανάμειξης της εκτελεστικής εξουσίας είναι προφανής. Και αυτονόητη. Χωρίς να επιτυγχάνεται πάντα. Κι αυτό συμβαίνει όταν πλησιάζει ο χρόνος αφυπηρέτησης. Ορος καθιερωθείς για να απαλύνουν τον πόνο των γηρατειών, που μοιραία έρχεται κάποια στιγμή. Τα πάντα ρει. Ανθρώπινο είναι και φυσιολογικό για τα εν Ελλάδι δρώμενα και καταλαμβάνοντα εθιμικό χαρακτήρα. Ολοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε τέτοιες περιπτώσεις. Που δημιουργούν δυσφορία για κάθε καλόπιστο. Ισως και αποστροφή. Κι ένα κλίμα, στους δικαστικούς κύκλους ιδιαίτερα δυσάρεστο, με τις προτιμήσεις κάποιων δικαστών για τακτοποίηση. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν, κ. υπουργέ Δικαιοσύνης. Αν θέλετε πράγματι ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, φέρτε νόμο που να απαγορεύει τον ορισμό, δηλαδή διορισμό δικαστών, μετά τη συνταξιοδότηση. Αλλωστε, αποτελεί και αίτημα Δικαστικών Ενώσεων και των Δικηγορικών Συλλόγων. Συνεπώς, ουδεμία δικαιολογία υπάρχει. Εκτός βέβαια των θεσμοθετημένων επιτροπών από το Σύνταγμα. Απλό κι όμως τόσο σημαντικό για την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης.
Και ασφαλώς μικρό έως και ασήμαντο ρόλο, για την επιλογή, έχει η κομματική ιδιότητα. Εχει ήδη ξεπερασθεί. Παρά το γεγονός ότι ο δικαστής έχει, από το Σύνταγμα, όλα τα εχέγγυα για την ανεξαρτησία του, κάποιοι το περιφρονούν. Επομένως, το κριτήριο είναι η σωφροσύνη, η υπακοή στην εικαζόμενη βούληση κατά τη διάρκεια της θητείας; Ή κάτι άλλο που δεν γνωρίζουμε. Και το γνωρίζουν αυτοί μόνο. Ομως, με αυτόν τον τρόπο, προσβάλλουν όλους αυτούς τους άξιους, παντάπασι, δικαστές που επιτελούν το έργο τους ευσυνείδητα και αγνοούν τις διάφορες σειρήνες που, ματαίως, προσπαθούν να τους σαγηνεύσουν. Και τι να υποθέσει κάποιος όταν βλέπει τους ίδιους δικαστές να ανακυκλώνονται, λες κι απέκτησαν κι άλλη δεύτερη ισοβιότητα μετά τη δικαστική; Τι πολύτιμα προσόντα διαθέτουν και στερούνται, αντίστοιχα, οι εκατοντάδες συνάδελφοί τους; Αν είναι αυτά της απραξίας για να μη θίξουν τους αυθέντες της όποιας κοσμικής εξουσίας, εκτελεστικής ή άλλης. Λυπάμαι πολύ, αλλά είναι άλλη μια απόδειξη της ελλειμματικής λειτουργίας του Κράτους Δικαίου στην πράξη. Ο δε τρόπος με τον οποίο έγινε, στη διάσκεψη των προέδρων, ο χειρισμός στα θέματα της αντικατάστασης προσώπων στην ΑΔΑΕ και στο ΕΣΡ συσκότισε και έδωσε αφορμή για παρεξηγήσεις, επιβαρυντικές για τους θεσμούς. Με αυτά δεν αμφισβητώ το έργο, μεμονωμένων προσώπων, στις ανεξάρτητες αρχές. Αλλά είναι τυχαίο δείγμα. Ο δικαστής δείχνει την προσήλωση στα ιδανικά του όπως τα έχει διαμορφώσει με την πορεία του πριν και μετά τη θητεία του σε έναν τόσο ευαίσθητο κλάδο. Τον πιο ευαίσθητο, για την ομαλή πορεία ενός κράτους που θέλει να λέγεται ευνομούμενο. Και αυτές οι γραμμές είναι που βάζουν το όριο. Τον πήχυ. Μπορείς να περάσεις από πάνω και τότε ανακράζεις και κυριολεκτώ: Είμαι ευτυχής που συνέβαλα στην ύπαρξη ενός κράτους που συντελεί στην πνευματική, υλική ευημερία του πολίτη. Ή κάτω από το όριο και τότε δεν έχεις παρά να αναφωνήσεις: Απέτυχα.
Τι να υποθέσει κάποιος όταν βλέπει τους ίδιους δικαστές να ανακυκλώνονται, λες κι απέκτησαν κι άλλη δεύτερη ισοβιότητα μετά τη δικαστική;
Οι περιπτώσεις του τ. προέδρου του Α.Π. Στεφάνου Ματθία και του τ. εισαγγελέως του Α.Π. Παναγιώτη Δημόπουλου που δεν καταδέχθηκαν να υπηρετήσουν σε θέσεις του Δημοσίου μετά τη συνταξιοδότησή τους είναι ένας φάρος ταπεινότητας και μεγαλοσύνης για κάθε δικαστικό λειτουργό.
Η κυβέρνηση έχει τη μεγάλη ευκαιρία να θέσει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων και να προχωρήσει σε μια μεγάλη και ουσιαστική αλλαγή. Να πρωτοπορήσει και να αποτολμήσει την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, που θα αποβλέπει στο συμφέρον των πολιτών.
Στην εδραίωση ενός Κράτους Δικαίου μοναδικού στην ιστορία του. Και αυτή θα είναι η μέγιστη τιμή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί. Θα το κάνει ή θα μείνει κι αυτός μεταξεταστέος.
Ο κ. Δημήτρης Παξινός είναι πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.