Μεσοπρόθεσμα, μια οικονομία κρίνεται κυρίως από το αν και πόσο καταφέρνει να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο. Από αυτή την άποψη η περίοδος Σημίτη 1996-2003 είναι από τις πλέον επιτυχείς στην μεταπολίτευση και κοντά στις επιδόσεις της οκταετίας Καραμανλή 1956-1963. Εξετάζοντας το κατά κεφαλή ΑΕΠ, βλέπουμε ότι με αφετηρία τα 14.400 ευρώ στο τέλος του 1995, ανήλθε στα 19.000 ευρώ στο τέλος του 2003, σημειώνοντας αύξηση 3,5% ετησίως κατά μέσο όρο, (στοιχεία Ameco σε σταθερές τιμές 2010). Υπερτερεί αισθητά τόσο του ρυθμού 1,1% την προγενέστερη οκταετία 1988-1995, όσο και του μέσου ρυθμού 2,6% που χαρακτήρισε την μεταγενέστερη πενταετία 2004-2008, πριν δηλαδή το ξέσπασμα της κρίσης.
Πώς άραγε πέτυχε αυτές τις επιδόσεις η Ελλάδα, όταν μάλιστα την ίδια περίοδο για να μπορέσει να ενταχθεί στην ΟΝΕ έπρεπε να ανασυνταχθεί δημοσιονομικά και να περιορίσει τον πληθωρισμό, πράγμα που φυσιολογικά αναμενόταν να προκαλέσει ύφεση όπως έγινε και σε άλλες χώρες; Η απάντηση είναι ότι η ελληνική οικονομία στις αρχές του 1990 ήταν σε μια κατάσταση έντονου κρατισμού και υστέρησης των αγορών, με αποτέλεσμα κάθε μέτρο εκσυγχρονισμού να επιφέρει θετικό αποτέλεσμα πολλαπλάσιο από το κόστος προσαρμογής. Κάθε πετυχημένη αλλαγή αύξανε την πιθανότητα η Ελλάδα να καταφέρει να ενταχθεί στο Ευρώ και αυτό με την σειρά του ωθούσε πτωτικά το κόστος δανεισμού, προκαλώντας ένα θετικό σπιράλ προσαρμογής και ανάπτυξης.
Παράδειγμα, οι τράπεζες και οι ΔΕΚΟ, όταν περιόρισαν απαρχαιωμένες δραστηριότητες και εκσυγχρονίστηκαν, έκαναν επενδύσεις και μπόρεσαν να αξιοποιήσουν πολύ περισσότερο τις νέες ευκαιρίες που παρουσιαζόταν. Σε συνδυασμό με ένα κύμα δημοσίων υποδομών με χρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά ταμεία και με ζωτικό χώρο πλέον την αναδυόμενη αγορά των Βαλκανίων, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις άκμασαν και συνέτειναν στην αναπτυξιακή δυναμική.
Την ίδια περίοδο, εφαρμόζεται μία προσεκτική πολιτική αύξησης των μισθών των εργαζομένων και θεμελιώνεται ένα πιο σύγχρονο κοινωνικό κράτος με στοχευμένες παροχές και εισοδηματικά κριτήρια, όπως το ΕΚΑΣ. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια να περιοριστεί η φοροδιαφυγή με ένα πλέγμα απλούστευσης διαδικασιών και περισσότερης αστυνόμευσης μέσω του ΣΔΟΕ, ενώ ιδρύεται μια σειρά από Ανεξάρτητες Αρχές με στόχο την καλύτερη εποπτεία των αγορών και την προστασία του καταναλωτή.
Δεν ήταν ανέφελη ούτε ευθύγραμμη αυτή η πορεία. Υπήρξαν και πλευρές της οικονομικής δραστηριότητας που αμαύρωσαν την αναπτυξιακή πορεία, όπως για παράδειγμα η απότομη άνοδος και μετά η ραγδαία πτώση του χρηματιστηρίου. Αν και οι οικονομικές αρχές προειδοποιούσαν για τους κινδύνους, η κοινή γνώμη τις αγνόησε και αργότερα τις στοχοποίησε όταν οι ανεδαφικές προσδοκίες κατέρρευσαν. Άλλο παράδειγμα ήταν η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, την οποία η ελληνική Πολιτεία έφερε μεν επάξια σε πέρας, πλην όμως ο λογαριασμός κατέληξε πιο τσουχτερός από τον αναμενόμενο. Τα σχέδια μετα-ολυμπιακής αξιοποίησης ξεχάστηκαν και πολλές υποδομές εγκαταλείφθηκαν στην φθορά και τις λεηλασίες.
Συνολικά πάντως το αποτύπωμα της ανάπτυξης ήταν θετικό και αυτό άλλαξε και την θέση της χώρας στον ευρωπαϊκό χάρτη. Στις αρχές του 2004 η Ελλάδα βρέθηκε στο 77% του μέσου όρου της σημερινής Ευρ. Ένωσης, μια ανάσα από τον στόχο σύγκλισης στο 80%. Η πορεία όμως αυτή δεν συνεχίστηκε από τις επόμενες κυβερνήσεις. Τα έσοδα άρχισαν να φθίνουν, το δημόσιο χρέος να μεγαλώνει και το εξωτερικό έλλειμμα να διευρύνεται. Μετά την οικονομική κρίση, η Ελλάδα πήγε πολύ πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πλέον χρειάζεται ένα νέο κύκλο επενδύσεων και ανάπτυξης για να συγκλίνει ξανά.
*O κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός