Κάθε νίκη είναι γλυκιά. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες που μπορούν να ακυρώσουν τον αρχικό σκοπό. Υπάρχουν όμως και ήττες που, αν και πάντα αφήνουν πικρή γεύση, δικαιώνουν ηθικά τον ηττημένο. Ηττες δηλαδή, που ακόμη και αν είναι γνωστή η τελική κατάληξη, δεν θα άλλαζαν τις κεντρικές αρχικές επιλογές.
Τον Μπακογιάννη ως υποψήφιο δήμαρχο Αθηναίων διάφοροι «επαΐοντες» χρεώνουν με δύο άμεσα «ολέθρια σφάλματα τακτικής» και ένα θεμελιώδες πολιτικό αμάρτημα.
Πρώτο σφάλμα: διενήργησε ένα αξιοπρεπές debate, ενώ άλλοι πιο έξυπνοι θα προτιμούσαν να επενδύσουν στην άγνοια. Δεύτερο σφάλμα: ως δήμαρχος πήρε πρωτοβουλίες, όπως τον Μεγάλο Περίπατο, τις οποίες υποστήριξε ευθαρσώς, ενώ άλλοι πιο έξυπνοι θα φρόντιζαν να αδρανήσουν απλώς εξασφαλίζοντας άλλοθι ότι «άλλοι φταίνε». Πιο θεμελιωδώς, ότι ως δήμαρχος και ως υποψήφιος ο Μπακογιάννης δεν έκρυψε ούτε κρύφθηκε: ποιος είναι, τι πιστεύει, γιατί έκανε όσα έκανε στο παρελθόν, τι σκόπευε να κάνει στο μέλλον.
Ζήτησε συγγνώμη εκεί που θεωρούσε ότι έσφαλε, εξήγησε εκεί που θεωρούσε ότι είχε δίκιο. Εκλογολόγοι θεωρούν ότι, αν ο Μπακογιάννης είχε ακολουθήσει την πεπατημένη, θα είχε εκλεγεί. Παραβλέπουν το ότι κρίθηκε προτιμητέος στον πρώτο γύρο (όπου η επιλογή των εκλογέων ήταν ανεμπόδιστη) από περισσότερα άτομα από το άθροισμα των τριών επικρατέστερων αντιπάλων του. Ξεχνούν, επίσης, ότι επωμίστηκε επιτυχώς την περιθωριοποίηση του ναζιστικού μορφώματος. Εστιάζουν στο τι έγινε αφού η διαμάχη πολώθηκε και πολιτικοποιήθηκε, προκειμένου να καταλήξουν σε συμπέρασμα αντίστροφο της πραγματικότητας: ότι η ήττα χρεώνεται προσωπικά σε εκείνον μόνο και όχι στο κόμμα που αποδοκίμαζαν ολόθυμα οι υπόλοιποι.
Πιθανότατα οι ειδικοί έχουν δίκιο. Αν ο Μπακογιάννης είχε ακολουθήσει τις συμβουλές τους, ίσως να είχε ξαναεκλεγεί. Αν είχε επωφεληθεί από την εξουσία, αν απέφευγε τον διάλογο, αν υποβάθμιζε τους αντιπάλους του, αν, τέλος, αποφάσιζε ως δήμαρχος με γνώμονα εκλογικά ποσοστά και όχι τη δική του κρίση, τότε θα πήγαινε καλύτερα. Θα γινόταν ξανά δήμαρχος. Ετσι, οι εκλογές στον Δήμο Αθηναίων θα καταγράφονταν ως άλλο ένα βήμα προς την υποβάθμιση της πολιτικής ζωής της Ελλάδας. Θα ήταν μια πύρρειος νίκη που δεν θα φρέναρε τον μακρόσυρτο κατήφορο. Εγώ, ως μη «επικοινωνιολόγος», υποκλίνομαι στην επιστήμη.
Αντιθέτως, ως πολίτης είμαι ευγνώμων που ο Μπακογιάννης μας έδειξε πώς μπορεί, ακόμη και σήμερα, να διαφέρει η εξάσκηση της πολιτικής. Οτι η εμπλοκή με τα κοινά έχει στόχο να βελτιώνει τη ζωή των πολιτών και ότι αυτό δεν είναι μονοπώλιο μιας μόνο πλευράς. Και ότι από ανταλλαγή επιχειρημάτων βγαίνουν όλοι κερδισμένοι. Οτι υπάρχουν αρετές –η ευγένεια, η αξιοπρέπεια, η αυτοσυγκράτηση– που μετράνε περισσότερο από πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη και αναβαθμίζουν όσους αγγίζουν, φίλους και αντιπάλους.
Ετσι, θεωρώ, εγώ προσωπικά, ότι είναι καλύτερο που έχασε με τον τρόπο που έχασε, παρά να κέρδιζε υπονομεύοντας όσα έκανε και υποσκάπτοντας όσα προσπαθούσε. Οτι η ωριμότητα στην πολιτική κερδίζεται περισσότερο από τις επώδυνες ήττες παρά από τις εύκολες νίκες.
Η ήττα του Μπακογιάννη, λοιπόν, δεν τον μείωσε. Το αντίθετο. Το αν το παράδειγμά του έχει ευρύτερη σημασία για τα πολιτικά πράγματα δεν έχει κριθεί ακόμη. Θα παραμείνει εξαίρεση αν κυριαρχήσει η εύκολη ερμηνεία που ορίζει την πολιτική απλώς ως την τέχνη της επικράτησης επί του αντιπάλου. Αντιθέτως, θα σημάνει κάτι ουσιαστικό αν η πορεία στον Δήμο Αθηναίων δείξει ότι η κουλτούρα καλόπιστου διαλόγου και συνεννόησης δεν μας χάρισε μόνο μια ευχάριστη ανάμνηση, αλλά μπορεί να μεταφραστεί και σε μακροχρόνια κέρδη για τους πολίτες. Στον Δήμο Αθηναίων και ευρύτερα.