Σε πόσα κομμάτια θα σπάσει ο ΣΥΡΙΖΑ; Θα βγει δεύτερος ή τρίτος στις ευρωεκλογές; Μήπως τέταρτος, αν κάνει την έκπληξη το ΚΚΕ; Και πότε θα τεθεί θέμα αλλαγής ηγεσίας; Υπάρχει περίπτωση ο Στ. Κασσελάκης να κάνει δικό του κόμμα μετά; Ή, τελικά, θα επιστρέψει ο Αλ. Τσίπρας για να τους σώσει;
Απαντήσεις δεν έχουν ούτε οι εμπειρότεροι στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το μόνο στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι ότι η διαδικασία της διάλυσης –που ήδη ξεκίνησε με αποχωρήσεις πρώην υπουργών, όπως ο Γ. Σταθάκης, ο Ν. Βούτσης και ο Π. Σκουρλέτης– θα είναι αργή και σταδιακή, χωρίς να μπορεί αυτή τη στιγμή να προβλεφθεί με ασφάλεια αν και πότε η «Ομπρέλα» θα συναντηθεί με την ομάδα της Εφης Αχτσιόγλου και τους Πράσινους του Π. Κόκκαλη που οργανώνονται.
Το προφανές είναι ότι εμπλέκοντας την κομματική βάση με το εσωκομματικό δημοψήφισμα για τις διαγραφές, ο Στ. Κασσελάκης κατεβάζει τον εμφύλιο από πάνω προς τα κάτω, ανατινάζοντας την προηγούμενη τάξη πραγμάτων, χωρίς να είναι δεδομένο ότι κάτι στέρεο θα χτιστεί πάνω στα ερείπια.
Η εσωκομματική αντιπολίτευση οργανωνόταν τις μέρες που ο Στέφανος Κασσελάκης βρισκόταν στις Βρυξέλλες για συναντήσεις με εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών, σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τον ίδιο, που τον ενθουσίασε, όπως μεταφέρουν συνομιλητές του.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έδινε όρκο πίστης στην ευρωπαϊκή Αριστερά και έκανε ασκήσεις γοητείας των ευρωβουλευτών, την ώρα που το κόμμα του φυλλορροούσε. Τον ανακούφιζε το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι συνομιλητές του τον αντιμετώπιζαν σαν αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης με νωπή εντολή και όχι σαν αδύναμο μεταβατικό ηγέτη που δεν έχει τον έλεγχο των εξελίξεων.
Εχει, άλλωστε, τόσα αιτήματα για σέλφι, όπου κι αν πηγαίνει, ώστε φαίνεται τεράστια η διαφορά της εικόνας του μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και έξω απ’ αυτόν. Με άλλα λόγια, ως σελέμπριτι διαπρέπει και ως ηγέτης παραπαίει.
Στις ευρωεκλογές ο δεύτερος είναι δεύτερος και ο τρίτος τίποτα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ούτε ο Στ. Κασσελάκης ούτε ο Ν. Ανδρουλάκης θα μπορούν να σταθούν εάν δεν καταφέρουν να τερματίσουν μετά τον πρώτο.
Οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι λένε ότι το βασικό του πρόβλημα είναι ο εγκλωβισμός σε μια τοξική ηγετική ομάδα (Πολάκης – Τζάκρη – Αυγέρη – Γ. Τσίπρας) και η θεμελιώδης άγνοιά του για τα βασικά του κοινοβουλευτισμού. Οι πολιτικοί του φίλοι επιμένουν ότι αν απαλλαγεί από τα βαρίδια θα βρει τον δρόμο για την ανάκαμψη, γιατί έχει τη στήριξη της κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και γιατί η άμεση και ζεστή επαφή του με τον κόσμο με τον καιρό θα αποδώσει πολιτικά.
Ο ίδιος εμφανίζεται αισιόδοξος ότι, τελικά, θα τα καταφέρει να γίνει πρωθυπουργός, χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει με ορθολογικά επιχειρήματα την προσδοκία του. Δεν είναι το μόνο για το οποίο δεν έχει στέρεα επιχειρήματα. Για παράδειγμα, αποφάσισε αρχικά να παραστεί στην εκδήλωση προς τιμήν του Κων. Σημίτη και μετά να μην παραστεί, χωρίς να έχει σαφή επίγνωση του τι ακριβώς θα σήμαινε η μία ή η άλλη επιλογή, όπως φάνηκε από την τηλεοπτική ελαφρότητα με την οποία αιτιολόγησε, τελικά, την απουσία του.
Η αλήθεια είναι ότι η περίοδος μέχρι τις ευρωεκλογές θα είναι δύσκολη για τον Στ. Κασσελάκη. Οχι επειδή για ένα 20ήμερο θα γνωρίσει την εμπειρία του στρατού (τον Μάρτιο εκτός απροόπτου), αλλά κυρίως επειδή οι δημοσκοπήσεις θα είναι αρνητικές για το κόμμα του, που μπορεί σύντομα να πέσει από τη δεύτερη θέση προς όφελος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Για λόγους συμβολικούς και ουσιαστικούς, η ανάκτηση της πρωτοκαθεδρίας στον αντι-Ν.Δ. χώρο από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, έχει τόσο μεγάλη σημασία για τη Χαριλάου Τρικούπη, που ισχύει ότι ο (πολιτικός) θάνατος του Στ. Κασσελάκη ταυτίζεται με τη ζωή του Ν. Ανδρουλάκη.
Με άλλα λόγια, στις ευρωεκλογές ο δεύτερος είναι δεύτερος και ο τρίτος τίποτα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ούτε ο Στ. Κασσελάκης ούτε ο Ν. Ανδρουλάκης θα μπορούν να σταθούν ως πολιτικοί αρχηγοί εάν δεν καταφέρουν να τερματίσουν μετά τον πρώτο, με όποιο ποσοστό κι αν κερδίσει η Ν.Δ., ακόμη δηλαδή κι αν έχει φθαρεί σημαντικά.
Ενα δεύτερο κόμμα με ποσοστό κάτω από 20% θα μπορεί να θεωρηθεί κόμμα εξουσίας; Εστω κι αν δεν θα αποτελεί πραγματική απειλή για τη Ν.Δ., σίγουρα η ηγεσία του θα έχει χρόνο μπροστά της, γιατί το 2027, χρονιά των επόμενων εκλογών, είναι μακριά και γιατί η δημιουργία νέου κόμματος με προοπτική προϋποθέτει χρηματοδότηση και ικανή ηγεσία, που αυτή τη στιγμή δεν είναι ορατή.