Η Ν.Δ. «χωρίς βαρβάρους»

Η αναμέτρηση της κυβέρνησης με... τα άδεια έδρανα και οι σκέψεις για τη διαχείριση του πρωτοφανούς πολιτικού σκηνικού

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρισκόταν στη Βουλή αντιμέτωπος με τον Αλέξη Τσίπρα, με την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αρχηγών να είναι πάντα έντονη και να κεντρίζει το ενδιαφέρον. Σήμερα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Στην τελευταία συζήτηση στην εθνική αντιπροσωπεία, ο πρωθυπουργός είχε «κάτω» 14 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και τον Σωκράτη Φάμελλο που δεν είναι εκλεγμένος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έναν Νίκο Ανδρουλάκη που μπορεί να έχει περάσει δεύτερος αλλά απέχει ακόμη πολύ από το κυβερνών κόμμα. Τι σημαίνει αυτό το πρωτόγνωρο σκηνικό για την κυβέρνηση; Εχει μόνο θετικά ή μπορεί να κρύβει και κινδύνους;

Τα συν

Οι ευκαιρίες που προκύπτουν για την κυβέρνηση εκτείνονται σε τρία επίπεδα. Πρώτον, η Νέα Δημοκρατία έχει τη δυνατότητα να συζητήσει πιο άνετα «δύσκολα» θέματα που την πλήγωσαν, χωρίς να υποστεί πολιτική πίεση. Δεν είναι τυχαίο πως ο πρωθυπουργός ζήτησε προ ημερησίας συζήτηση για τις καταστροφές του καλοκαιριού σε Θεσσαλία και Εβρο, ενώ αποδέχθηκε και την πρόταση του ΚΚΕ για εξεταστική επιτροπή για τα Τέμπη. Δεύτερον, η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα, ελλείψει αντιπολίτευσης, να φέρει τομές και μεταρρυθμίσεις που μπορεί να ταράξουν τα νερά και σε άλλες περιπτώσεις θα συναντούσαν πιο οργανωμένη αντίδραση. Το φορολογικό είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι αντιδράσεις των ελευθέρων επαγγελματιών δεν βρίσκουν κοινοβουλευτικό αντίκρισμα που θα μπορούσε να θέσει πολιτικά εμπόδια στη μεταρρύθμιση. Τρίτον, στα συν είναι πως οι πιθανές απώλειες που μπορεί να έχει η κυβέρνηση δεν απορροφώνται απαραίτητα από άλλο κόμμα, αλλά κατά κανόνα πηγαίνουν στους αναποφάσιστους, γεγονός που καθιστά πιο εύκολο τον «επαναπατρισμό» τους σε δεύτερο χρόνο στη Ν.Δ.

Στην έλλειψη αντιπολίτευσης όμως διακρίνονται και κίνδυνοι για την πλειοψηφία. Ο πρώτος και σημαντικότερος είναι πως απουσιάζει τελείως το πολιτικό μπρα ντε φερ. «Λείπει η σύγκριση μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τσίπρα» που, όπως σημειώνει στην «Κ» παλαιό στέλεχος του κόμματος, «είχε δώσει πολιτικό οξυγόνο στον πρωθυπουργό. Τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους;» προσθέτει η ίδια πηγή.

Δεύτερος κίνδυνος από τη διαμορφωμένη πολιτική κατάσταση είναι πως οι πολίτες θεωρούν και περιμένουν πως η Ν.Δ. μπορεί να λύσει τα πάντα. «Υπάρχει κριτική προς την κυβέρνησή μας ακόμη και για πράγματα που δεν μπορούν να λυθούν τουλάχιστον άμεσα, όπως το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Αθήνας», σημειώνει κυβερνητική πηγή. Και το κυκλοφοριακό δεν είναι το μόνο θέμα για το οποίο οι πολίτες απαιτούν λύσεις εδώ και τώρα. Το ίδιο ισχύει και για την ακρίβεια ή την εγκληματικότητα: Η ευθύνη είναι ολόκληρη της κυβέρνησης, που δεν μπορεί καν να στρέψει τη δυσαρέσκεια προς τους προκατόχους της.

Η έλλειψη ισχυρού αντιπάλου δεν έχει μονάχα οφέλη· κρύβει και πολλούς κινδύνους για το κυβερνητικό στρατόπεδο.

«Το αποτέλεσμα του Ιουνίου έχει κάνει τους πολίτες να είναι ακόμη πιο απαιτητικοί, καθώς το βασικό αφήγημα της Ν.Δ. από το 2019, που ήταν να τελειώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, έγινε πράξη. Οι πολίτες λένε σήμερα προς την κυβέρνηση πως “τον ΣΥΡΙΖΑ τον εξαφανίσαμε”, άρα έχουν απαιτήσεις για άμεσες λύσεις, με την υπομονή να μην υπάρχει πλέον».

Τρίτος κίνδυνος είναι η εμφάνιση φαινομένων αλαζονείας, εφησυχασμού και απειθαρχίας, όπως φάνηκε από την τελευταία δήλωση του Μάκη Βορίδη που, αν και υπουργός Επικρατείας, διαφοροποιήθηκε δημοσίως στο θέμα του οικογενειακού δικαίου – μιας μεταρρύθμισης που έχει προαναγγείλει ο πρωθυπουργός. Πολλοί στην κυβέρνηση μπορεί να θεωρούν πως ακόμη και λάθος να γίνει, δεν θα υπάρχουν επιπτώσεις. Ετσι ερμηνεύεται και το αυστηρό μήνυμα Μητσοτάκη στην Πολιτική Επιτροπή της περασμένης Δευτέρας, όπου ανέφερε πως το 41% δεν αποτελεί άλλοθι για λάθη, προσθέτοντας πως δεν θα επιτρέψει «υπερφίαλες συμπεριφορές».

Τέταρτος κίνδυνος, πιο μακροπρόθεσμος, είναι πως η απουσία αντιπάλου μπορεί να οδηγήσει και σε χαλάρωση των πολιτικών αντανακλαστικών της Ν.Δ.

Στοχεύοντας αντίπαλο

Ολα τα παραπάνω ο πρωθυπουργός τα γνωρίζει και τα έχει ζυγίσει, λένε οι συνεργάτες του. Εξ ου και επιχειρεί να τα αντιμετωπίσει πολιτικά, ώστε να δημιουργήσει το μίνιμουμ της πολιτικής αντιπαράθεσης, που φαίνεται να έχει εκλείψει. Χαρακτηριστικό είναι πως το 2019 ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έλαβαν μαζί στις εκλογές σχεδόν 40%. Στις εκλογές του 2023 έλαβαν 29,7% και σήμερα στις μετρήσεις είναι ακόμη χαμηλότερα. Η αναζήτηση αντιπάλου φάνηκε στην τελευταία συζήτηση στη Βουλή για τις καταστροφές στη Θεσσαλία. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αντιλήφθηκε πως η ατάκα για «κόμμα Black Friday», που είπε απευθυνόμενος στον ΣΥΡΙΖΑ, είχε αποδέκτες μόλις 14 βουλευτές και ήταν σαν να μιλάει στο κενό. Γι’ αυτό και για πρώτη φορά έστρεψε τα βέλη του τόσο ξεκάθαρα προς το ΠΑΣΟΚ. Στο Μαξίμου άλλωστε όλο το προηγούμενο διάστημα, που ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ πήγαιναν χέρι χέρι, έλεγαν πως δεν ξέρουν ποιος ακριβώς είναι ο αντίπαλος «και αυτό είναι πρόβλημα». Μετά το δημοσκοπικό προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ στις μετρήσεις και τη νέα διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ από την ομάδα Αχτσιόγλου, φαίνεται πως το τοπίο ξεκαθαρίζει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT