«Δεν θα αλλάξω τον νόμο, αλλά εάν καταλήξετε σε συμφωνία με το Βρετανικό Μουσείο, εγώ δεν θα φέρω αντίρρηση». Με τη φράση του αυτή κατά τη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην πρεσβευτική κατοικία στο Λονδίνο τη Δευτέρα το απόγευμα, ο επικεφαλής των Εργατικών Κιρ Στάρμερ άνοιγε και πάλι, με ορίζοντα το 2025, το παράθυρο επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα που την ίδια ώρα είχε κλείσει ερμητικά ο Ρίσι Σούνακ με την απρεπή και διπλωματικά πρωτόγνωρη πρωτοβουλία του να ακυρώσει τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό.
Στην Αθήνα που εξήλθε επικοινωνιακά πολλαπλά κερδισμένη από το «αυτογκόλ» του Βρετανού πρωθυπουργού, καθώς η υπόθεση έκανε ως θέμα «τον γύρο του κόσμου» μέσω των διεθνών ΜΜΕ, θεωρείται πως το ούτως ή άλλως δύσκολο εγχείρημα της επιστροφής των Γλυπτών με κυβέρνηση Συντηρητικών καθίσταται πλέον εξαιρετικά απομακρυσμένο. Επί της ουσίας, για την κυβέρνηση συνιστά μονόδρομο:
• Η παρασκηνιακή συνέχιση των διαπραγματεύσεων με το Βρετανικό Μουσείο και τον Τζορτζ Οσμπορν, που έχουν εκπέμψει ούτως ή άλλως ήδη το μήνυμα ότι η προσπάθεια για επίτευξη συμφωνίας θα συνεχιστεί.
• Η αναμονή των βρετανικών εκλογών που θα διεξαχθούν το αργότερο στις αρχές του 2025 και η αλλαγή σκυτάλης στην Ντάουνινγκ Στριτ 10, καθώς οι Εργατικοί έχουν προβάδισμα περί τις 20 ποσοστιαίες μονάδες έναντι των Συντηρητικών του Ρίσι Σούνακ.
Τα εμπόδια
Η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Μουσείου και Αθήνας δεν συνιστά απλό εγχείρημα καθώς με βάση την British Museum Act του 1963 οι Επίτροποι του Μουσείου δεν επιτρέπεται να επιστρέψουν, να δωρίσουν ή να πουλήσουν εκθέματα που βρίσκονται εκεί. Παράλληλα, η Αθήνα δεν μπορεί να δεχθεί η επιστροφή των Γλυπτών για μακρά χρονική διάρκεια να έχει χαρακτήρα «δανεισμού». Επί της ουσίας, δηλαδή, αναζητείται μια «υβριδική» φόρμουλα που θα θωρακίζει τόσο το Βρετανικό Μουσείο, όσο και την ελληνική πλευρά, καθώς θεωρείται πως και στις δύο χώρες θα υπάρξει μπαράζ δικαστικών προσφυγών για το περιεχόμενο της συμφωνίας. Μάλιστα, με το θέμα ασχολούνται εξειδικευμένοι νομικοί σύμβουλοι του Τζορτζ Οσμπορν, ενώ από ελληνικής πλευράς το παρακολουθεί σταθερά –νομικά και διπλωματικά– ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης. Θα πρέπει να επισημανθεί πως τύποις η κυβέρνηση Σούνακ δεν θα μπορεί να παρέμβει και να «μπλοκάρει» μια πιθανή συμφωνία Αθήνας – Μουσείου, παρά μόνο –εάν αυτή επιτευχθεί– να απαγορεύσει την «εξαγωγή» των Γλυπτών στην Ελλάδα. Ομως, είναι σαφές πως ο Oσμπορν ως πρώην υπουργός Οικονομικών των Συντηρητικών και ως πρόσωπο με έντονο πολιτικό κριτήριο δεν θα «παρενέβαινε» στην πολιτική σκακιέρα της Βρετανίας και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο ολοκληρώνοντας μια συμφωνία στην οποία αντιτάχθηκε –έστω με αδόκιμο και απρεπή τρόπο– ο πρωθυπουργός της χώρας.
Ετσι εκτιμάται πως το μόνο και βεβαίως εξαιρετικά απομακρυσμένο σενάριο προκειμένου να υπάρξουν εξελίξεις πριν από το 2025 είναι να μεταβάλει στάση ο ίδιος ο Ρίσι Σούνακ. Να σταθμίσει δηλαδή πως μια σιωπηλή αναδίπλωση στο ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα θα έχει για τον ίδιο και το κόμμα του μικρότερο κόστος από το να παραμείνει στο στόχαστρο για τη στάση του αναφορικά με τα Γλυπτά, αλλά και για τους χειρισμούς του στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, καθώς η επιλογή του να ακυρώσει τη συνάντηση με τον Κυρ. Μητσοτάκη προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στη Βρετανία και αποτελεί πλέον «όπλο» στη φαρέτρα των Εργατικών.