Κώστας Σημίτης: Τόνι, θα ήθελα να συζητήσουμε για τα Ελγίνεια Μάρμαρα και να μου πεις κι εσύ τη γνώμη σου. Το θέμα έχει πάρει μεγάλη δημοσιότητα.
Τόνι Μπλερ: (Θες) να ακούσεις καλά νέα…
Κ. Σ.: Οχι να ακούσω καλά νέα, αλλά όπως ξέρεις έχουμε εκλογές στην Αθήνα τον επόμενο χρόνο και (σ.σ. η επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα) θα ήταν χρήσιμο. Σκέψου το θέμα.
Τ. M.: Θα το… (σκεφτώ). Πήρα το μήνυμα.
Αρκετά χρόνια πριν σχηματίσουμε την εικόνα της μισής Μόνα Λίζα να στέκει στο Λούβρο και της υπόλοιπης να βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο Βρετανικό Μουσείο από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ήταν ένας άλλος πρωθυπουργός, ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος προκάλεσε κύματα αντιδράσεων και συζητήσεων για τα Γλυπτά του Παρθενώνα (και όχι μόνον) με την παρέμβασή του στον ομόλογό του Τόνι Μπλερ. Τότε ήταν οι ελληνικές εκλογές του 2004, που προκάλεσαν μια γκάφα που συζητήθηκε και κόστισε στον τότε ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, ενώ τώρα είναι οι βρετανικές κάλπες που μάλλον ώθησαν τον αρχηγό των Συντηρητικών Ρίσι Σούνακ σε μια κίνηση φτωχού εντυπωσιασμού. Τουλάχιστον στην πρώτη περίπτωση, ο Μπλερ έμεινε στη θέση του.
«Τα Γλυπτά που θα έρθουν στην Ελλάδα δεν πρόκειται να επιστραφούν. Δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση που να μπορεί να τα επιστρέψει», λέει ο Ευαγγέλος Βενιζέλος, που είχε χειριστεί το θέμα ως υπουργός Πολιτισμού.
Από το 1842 και την πρώτη επίσημη απαίτηση του γραμματέα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Αλέξανδρου Ραγκαβή, το ελληνικό κράτος διεκδικεί με σταθερότητα και συνέπεια τον επαναπατρισμό των Γλυπτών στην Αθήνα, άλλοτε τηρώντας υψηλούς και άλλοτε χαμηλούς τόνους. Στις πιο ηχηρές στιγμές αυτής της διεκδίκησης συγκαταλέγεται η ομιλία της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, το 1983. Ενα χρόνο πριν, το ελληνικό αίτημα για τα Γλυπτά καταγράφεται στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO και η Μερκούρη ετοιμάζεται να δώσει μια ομιλία στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου. «Μιλάει η Μελίνα, άψογα προετοιμασμένη, σαν να ερμήνευε ρόλο. Δεν λέει τίποτε για τα Μάρμαρα, σε τελείως βρετανικό στυλ. Δεν μιλάει, δεν λέει κουβέντα», θυμάται στέλεχος του κλιμακίου που συνόδευε την Ελληνίδα υπουργό, «εκτός από την τελευταία πρόταση». Η Μερκούρη ολοκληρώνει την ομιλία της λέγοντας ότι ο πολιτισμός είναι πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουμε στα χέρια των υπουργών και ζητάει συγγνώμη για την προφορά της. «Την ακούω, λέει η Μερκούρη, και θυμάμαι αυτό που είπε ο Ντίλαν Τόμας σε έναν Βρετανό δημοσιογράφο του ραδιοφώνου. Μιλάει “as if he had the Elgin Marbles in his mouth”, σαν να είχε τα Μάρμαρα στο στόμα του. Και φυσικά, σηκώθηκε όλη, όλη η αίθουσα και τη χειροκροτούσε επί πέντε λεπτά», θυμάται η ίδια πηγή.
Η φόρμουλα του δανεισμού
Τα επόμενα χρόνια κύλησαν σε χαμηλούς τόνους μέχρι που το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα επί Σημίτη. Τότε προτείνεται μια φόρμουλα από τον Ευάγγελο Βενιζέλο για μόνιμο δανεισμό των Γλυπτών στην Ελλάδα. «Οταν διαμορφώσαμε το πλαίσιο που με ελαφρές παραλλαγές είναι η πάγια τακτική της χώρας από το 1997-98, αποσαφηνίσαμε ότι αν συμφωνήσουν οι Trustees και το Βρετανικό Κοινοβούλιο και επιστραφούν τα Μάρμαρα κατ’ ιδιοκτησία θα τα παραλάβουμε προφανώς ευχαρίστως, αλλά αν είναι να ξοδέψουμε χρόνο σε μια νομική συζήτηση θα προτιμούσαμε να μην την κάνουμε, να παρακάμψουμε το θέμα της ιδιοκτησίας και να πάμε σε μια λύση φιλική και καθαρή», λέει σήμερα ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην υπουργός Πολιτισμού. «Αυτό σημαίνει ότι αν για λόγους “βρετανικής αξιοπρέπειας” πρέπει να δεχτούμε ένα σχήμα δανεισμού να το δεχτούμε, αλλά ο δανεισμός αυτός θα είναι μόνιμος. Δεν πρόκειται τα Γλυπτά που θα έρθουν στην Ελλάδα να επιστραφούν. Δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση που να μπορεί να επιστρέψει τα Γλυπτά. Μπορεί να υπάρχει το όνομα του Βρετανικού Μουσείου ως συνδιοργανωτή της έκθεσης των Γλυπτών στο Μουσείο της Ακρόπολης και να αναλάβουμε την υποχρέωση να τροφοδοτούμε το Βρετανικό Μουσείο με σημαντικές περιοδικές εκθέσεις, ως αντάλλαγμα αυτής της χειρονομίας», τονίζει.
Περίπου μία δεκαετία αργότερα και ενώ έχουν προηγηθεί επίσημα και ανεπίσημα διαβήματα προς το Βρετανικό Μουσείο –το οποίο σημειώνει μονότονα ότι τα Γλυπτά μπορούν κάλλιστα να ταξιδέψουν στην Αθήνα ως προσωρινό δάνειο αρκεί η Ελλάδα να αναγνωρίσει την ιδιοκτησία του μουσείου– στο προσκήνιο μπαίνει η εντυπωσιακή δικηγόρος Αμάλ Αλαμουντίν και τα φλας αστράφτουν ξανά με την προοπτική της νομικής διεκδίκησης των Μαρμάρων. Σχέδια καταστρώνονται, προτάσεις και εισηγήσεις αποστέλλονται και η Αλαμουντίν με τους συνεργάτες της, τον γνωστό δικηγόρο Τζέφρι Ρόμπερτσον (και συγγραφέα του σχετικού βιβλίου «Σε ποιον ανήκει η Iστορία») και τον Νόρμαν Πάλμερ, συναντιέται τον Οκτώβριο του 2014 με τον πρώην πρωθυπουργό Αντ. Σαμαρά και τον τότε υπ. Πολιτισμού Κ. Τασούλα. Ωστόσο, η στρατηγική της νομικής διεκδίκησης εγκαταλείφθηκε λίγο αργότερα και το μόνο που προχώρησε τότε ήταν ο αρραβώνας της Αμάλ Αλαμουντίν με τον Τζορτζ Κλούνεϊ λίγους μήνες μετά.
Πριν καταλήξουμε στις μυστικές αλλά «διάτρητες» από διαρροές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μαξίμου και του Βρετανικού Μουσείου, ειδικότερα με τον πρώην υπουργό Οικονομικών των Συντηρητικών και νυν πρόεδρο του μουσείου, Τζορτζ Οσμπορν, για μια «υβριδική συμφωνία» που θα προβλέπει πολιτιστικές ανταλλαγές και δεν θα αγγίζει το ιδιοκτησιακό ζήτημα για την επανένωση των Γλυπτών, αξίζει να σταθούμε στο 2021. Τότε η Ελλάδα πετυχαίνει μια σημαντική νίκη στην UNESCO, η οποία με απόφασή της –για πρώτη φορά– καταλήγει ότι το ζήτημα του Παρθενώνα πρέπει να επιλυθεί σε επίπεδο κρατών και όχι μουσείων, στριμώχνοντας το βρετανικό ίδρυμα.
Το τελευταίο επεισόδιο στο γαϊτανάκι των Γλυπτών γράφτηκε πριν από μερικές ημέρες όταν ο Ελληνας πρωθυπουργός μετέβη στο Λονδίνο για να αποσπάσει ένα θετικό σινιάλο από τον ηγέτη των Εργατικών –και μάλλον επόμενο πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου– Κιρ Στάρμερ. Οπως μας θυμίζει, ωστόσο, έμπειρος πολιτικός που έχει ασχοληθεί με το θέμα, υπήρξαν και στο παρελθόν κυβερνήσεις Εργατικών που δεν παρήγαγαν πολιτικά αποτελέσματα. Η διάθεσή τους ήταν φιλική, αλλά οι πράξεις τους ψυχρές, σαν μάρμαρο.