Στο τραπέζι με ανοιχτά χαρτιά θα καθίσουν στο Μέγαρο Μαξίμου ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που καταφθάνει σήμερα στην Αθήνα, με πρωταρχικό σκοπό την εμπέδωση του κλίματος ηρεμίας στο Αιγαίο αλλά και το πέμπτο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας – Τουρκίας, όπου αναμένεται να υπογραφούν κάποιες συμφωνίες. Οι δύο ηγέτες θα καθίσουν στο τραπέζι έχοντας καταστήσει από νωρίτερα απολύτως σαφές ότι μιλούν για δύο πολύ διαφορετικά πράγματα.
Η τουρκική πλευρά, όπως έθεσε με τρόπο καθαρό στην αποκλειστική συνέντευξή του στην «Κ» ο κ. Ερντογάν, θεωρεί ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πέρα από την υφαλοκρηπίδα και την αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), υπάρχουν και αλληλένδετα θέματα, τα οποία δεν κατονόμασε, είναι ωστόσο σαφές ότι περιλαμβάνουν πάγιες απόψεις της Αγκυρας περί αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου. Η ελληνική πλευρά παγίως υπενθυμίζει ότι πέραν υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ δεν συζητάει τίποτε άλλο, κάτι που υπενθύμισε, σχολιάζοντας τη συνέντευξη του κ. Ερντογάν, και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης. «Υπάρχει μόνο μία διαφορά που αναγνωρίζουμε με την Τουρκία. Μόνο με αυτή τη διαφορά μπορούμε να πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο, εμείς σαν κράτος που έχουμε αποδείξει ότι σεβόμαστε το διεθνές δίκαιο και θέλουμε την επίλυση. Αλλά είναι μία η διαφορά, ο καθορισμός ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, και καμία άλλη. Είναι σαφές, ξεκάθαρο και μη διαπραγματεύσιμο», είπε (ΑΝΤ1) ο κ. Μαρινάκης, ο οποίος υπενθύμισε ότι, παρά τις διαφωνίες, είναι σημαντικό ότι «βρισκόμαστε σε μια φάση διαλόγου».
Σήμερα το πρωί, η πλέον σημαντική συνάντηση είναι βεβαίως εκείνη που θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μαξίμου στις 12.15 ανάμεσα στους κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, με σχήμα ίδιο με εκείνο των δύο προηγούμενων συναντήσεων σε Βίλνιους και Νέα Υόρκη, με τη συμμετοχή δηλαδή των υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν και των διπλωματικών συμβούλων Αννας Μαρίας Μπούρα και Τσαγατάι Κιλίτς. Η συνάντηση των δύο ηγετών είναι προφανώς η πλέον σημαντική από το σημερινό πρόγραμμα και θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό τον ρυθμό που θα ακολουθήσουν οι νέες επαφές και για το 2024.
Μόνη διαφορά για τη Χάγη η υφαλοκρηπίδα – ΑΟΖ, απαντά η Αθήνα στις αναφορές του Τούρκου προέδρου στη συνέντευξη στην «Κ».
Την ίδια στιγμή, στο υπουργείο Εξωτερικών και σε άλλα υπουργεία θα πραγματοποιηθούν διμερείς συναντήσεις. Η πλέον ουσιαστική αυτών θα είναι εκείνη ανάμεσα στους δύο υφυπουργούς Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και Μπουράκ Ακσαπάρ, καθώς θα συζητηθεί ο τρόπος συνέχισης των ελληνοτουρκικών επαφών, που αυτή τη στιγμή γίνονται σε τρία επίπεδα, τον πολιτικό διάλογο, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τη θετική ατζέντα. Υπενθυμίζεται ότι, όπως αποκάλυψε η «Κ» την περασμένη Κυριακή, εξετάζεται πλέον και το ενδεχόμενο αναθέρμανσης των διερευνητικών επαφών. Μετά τη συνάντησή τους οι δύο ηγέτες θα προχωρήσουν σε δηλώσεις στον Τύπο ενώ στη συνέχεια, με τη μορφή γεύματος εργασίας, θα συνεδριάσει και το ΑΣΣ στο Μέγαρο Μαξίμου. Ερώτημα είναι ακόμη αν θα προκύψει κοινό ανακοινωθέν, το οποίο ο κ. Ερντογάν περιέγραψε στη συνέντευξή του στην «Κ» ως διακήρυξη φιλικών σχέσεων και καλής γειτονίας. Στο ΑΣΣ θα συμμετάσχουν από ελληνικής πλευράς οι υπουργοί Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας, Οικονομικών, Μετανάστευσης, Ναυτιλίας, Πολιτισμού, Τουρισμού και Παιδείας και οι δύο υφυπουργοί Εξωτερικών, ενώ από την τουρκική, οκτώ υπουργοί. Ως προς το περιεχόμενο των συμφωνιών, πρόκειται κατά κύριο λόγο για κείμενα που θα υπογραφούν από οργανισμούς και φορείς όπως το Enterprise Greece στους τομείς της οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας, της υγείας, της παιδείας, του τουρισμού, του αθλητισμού, της έρευνας/τεχνολογίας, της αγροτικής ανάπτυξης.
Ο Τ. Ερντογάν
Σημειώνεται πως μετά το χθεσινό υπουργικό συμβούλιο στην Τουρκία ο Τ. Ερντογάν ανέφερε: «Σήμερα πηγαίνουμε στην Ελλάδα και μετά στην Ουγγαρία. Στόχος μας είναι να βελτιώσουμε και να ενδυναμώσουμε τις σχέσεις και τη συνεργασία μας με τις χώρες της περιοχής, αρχής γενομένης από τους γείτονές μας. Σεβόμενοι τα αμοιβαία συμφέροντά μας».
Tα κατά την Αγκυρα «αλληλένδετα» θέματα
Η αποστροφή του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη συνέντευξή του στην «Κ» περί παραπομπής στη διεθνή Δικαιοσύνη όχι μόνο των πάγιων διαφορών που αναγνωρίζει η Αθήνα, δηλαδή της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αλλά και θεμάτων τα οποία η Αγκυρα θεωρεί ως «αλληλένδετα», προβληματίζει ως προς το πραγματικό περιεχόμενό της. Η «Κ» είχε ήδη προϊδεάσει την Κυριακή για αναθέρμανση του διαλόγου μέσω των διερευνητικών, όπου παραδοσιακά συζητούνταν οι βασικές ελληνοτουρκικές διαφορές, ο πυρήνας των οποίων είναι τα αεροναυτιλιακά θέματα (εθνικά χωρικά ύδατα και εν συνεχεία εθνικός εναέριος χώρος).
Οπως είναι γνωστό, η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μοναδικές, υφιστάμενες, διαφορές που μπορεί να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Μια διευθέτηση που θα περιλαμβάνει τα εθνικά χωρικά ύδατα (και εκ των πραγμάτων συμπαρασύρει και τον εθνικό εναέριο χώρο) είναι επίσης επιθυμητή, άλλωστε γι’ αυτό πραγματοποιήθηκαν 64 γύροι διερευνητικών επαφών έως το 2022.
Το ζήτημα είναι ότι, όταν από την Αγκυρα γίνεται αναφορά σε «αλληλένδετα» θέματα, επιχειρείται, πρακτικά, να μπουν στην ατζέντα η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες», που προφανέστατα η Αθήνα δεν επιθυμεί να συζητήσει. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι, παρά τη βελτίωση του κλίματος, οι βασικές ελληνοτουρκικές διαφορές παραμένουν αναλλοίωτες. Υπενθυμίζεται ακόμη ότι η τουρκική πλευρά έχει προσθέσει τα τελευταία χρόνια θέματα στο τραπέζι, κυρίως συνδέοντας την κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου με την αποστρατιωτικοποίησή τους. Αλλωστε, στην τελευταία λεπτομερή και προσεκτικά γραμμένη επιστολή της Αγκυρας στον ΟΗΕ (30 Σεπτεμβρίου 2022), στην οποία η Αθήνα ακόμη δεν έχει απαντήσει αφενός λόγω της πολιτικής συγκυρίας ύφεσης, αφετέρου διότι τα νομικά επιχειρήματα που τέθηκαν τότε πρέπει να απαντηθούν έπειτα από εξαντλητική επεξεργασία, ο τότε μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας Φεριντούν Σινιρλίογλου είχε θέσει το σύνολο της τουρκικής ατζέντας.
Η προσπάθεια να εντάξει στην ατζέντα την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες».
Σε αυτή ουσιαστικά αμφισβητείτο ότι οι συνθήκες της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947, για τα Δωδεκάνησα) αποτελούν κείμενα που εγκαθίδρυσαν «μόνιμα σύνορα» και ετίθετο το ζήτημα της παραχώρησης εδάφους, δηλαδή νησιών, υπό τον όρο της αποστρατιωτικοποίησης. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη επιστολή τονιζόταν ότι η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης των Παρισίων (1947), καθώς και πως, μετά τη δεκαετία του ’60 και τη σταδιακή στρατιωτικοποίηση των συγκεκριμένων νησιών των Δωδεκανήσων, αμφισβητούνται από την Αγκυρα οι «τίτλοι κυριαρχίας» από την Ελλάδα.
Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας να ξεδιαλύνει η Αγκυρα τι ακριβώς εννοεί με τον όρο «αλληλένδετα» ζητήματα, διότι υπάρχουν δύο εκδοχές αυτών: εκείνα που καλύπτονται από τις διερευνητικές και όλα όσα συνιστούν την επεκτατική ατζέντα της Αγκυρας, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί επανειλημμένως και διά της «Γαλάζιας Πατρίδας». Προφανώς το τουρκολιβυκό μνημόνιο αποτελεί επίσης τεμάχιο που επιβαρύνει τα ήδη περίπλοκα προβλήματα, ωστόσο θεωρητική επίλυση των υπόλοιπων διαφορών θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να συμπαρασύρει και αυτό.
Τέλος, για την Αγκυρα αποτελεί προϋπόθεση για κάθε συνομιλία ο σεβασμός, όπως τον αντιλαμβάνεται η τουρκική πλευρά, της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη που θεωρείται ως κυρίως εθνική (δηλαδή τουρκική) από την Τουρκία. Η ατζέντα της Αγκυρας στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν περιορίζεται στην πολιτιστική διάσταση, η οποία είναι σαφώς συζητήσιμη από την Αθήνα, αλλά επεκτείνεται σε θέματα εσωτερικής τάξης, όπως οι αποφάσεις για την εκπαίδευση των μουσουλμάνων πολιτών της Ελλάδας και την επιλογή μουφτήδων.