Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν αφήνει θετικό αποτύπωμα. Κατά πόσον την περασμένη Πέμπτη άνοιξε μία νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα φανεί τους επόμενους μήνες. Ομως, το κλίμα, το πνεύμα και εν τέλει η υπογραφή μιας διακήρυξης, έστω μη δεσμευτικής, που στα άρθρα της έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αντιλήψεις και τις πρακτικές της Τουρκίας όπως αυτές εκφράστηκαν τα τελευταία χρόνια, συνιστά πρόοδο. Ακόμη και αν είναι αρκετά γενικόλογη για να επιδέχεται παρερμηνείες.
Μη λησμονούμε πως λίγο καιρό πριν, ο πρόεδρος Ερντογάν αξίωνε την αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης, απειλούσε την Ελλάδα με αιφνιδιαστική εισβολή και είχε διακόψει κάθε επικοινωνία σε όλα τα επίπεδα ανάμεσα στις δυο χώρες. Η συνθήκη μετά το περιώνυμο «Μητσοτάκης γιοκ» είχε ως αποτέλεσμα τη στοχοποίηση της Ελλάδας, τον δηλητηριασμό της τουρκικής κοινωνίας, στην οποία η Ελλάδα εμφανιζόταν ως απειλή, επειδή αυτό εξυπηρετούσε το επιχείρημα περί αποστρατιωτικοποίησης ελληνικών νησιών, ενώ και στο μεταναστευτικό δεν υπήρχε καμία συνεργασία ανάμεσα στα δύο μέρη. Αντιθέτως, με τιμωρητική διάθεση η γειτονική χώρα ενθάρρυνε τον πολλαπλασιασμό μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Μεταξύ της άνοιξης του 2022 και του χειμώνα του ιδίου έτους, η Ελλάδα βρισκόταν καθημερινά ψηλά στην επικαιρότητα στην Τουρκία, με διάθεση εχθρική και εμφανιζόμενη ως υποχείριο των Αμερικανών, με τους τελευταίους να χρεώνονται προθέσεις αποσταθεροποίησης του καθεστώτος Ερντογάν. Υπήρξε μία συστηματική προσπάθεια δυσφήμησης της Αθήνας, που κατέρρευσε μετά την ακαριαία κινητοποίηση της ελληνικής πλευράς, στη σκιά των καταστροφικών σεισμών στην Τουρκία τον περασμένο Φεβρουάριο.
Είχαν προηγηθεί η υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου, η κρίση στον Εβρο, οι σεισμικές έρευνες του «Ορούτς Ρέις» επί 82 μέρες νοτίως του Καστελλόριζου, οι επιστολές στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για την αποστρατιωτικοποίηση, οι απειλές για την εκτόξευση πυραύλων σε ελληνική επικράτεια, καθώς και η εμπέδωση του ιδεολογήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο είναι βαθιά αναθεωρητικό και επιθετικό, σφετεριζόμενο κυριαρχικά μας δικαιώματα, ακόμη και κυριαρχία. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι κατηγορούσαν διεθνώς, έχοντας ενεργοποιήσει τη μονταζιέρα προπαγάνδας, την Ελλάδα για πνιγμούς χιλιάδων μεταναστών, με τον Ερντογάν να φέρνει το ζήτημα ακόμη και στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Οι δε παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου συνοδεύονταν από υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά σε τακτική βάση.
Στο Kυπριακό, η Τουρκία υιοθέτησε και έκτοτε επιμένει στη λύση των δύο κρατών, έχοντας προβεί σε ενέργειες αναγνώρισης του ψευδοκράτους και από άλλα κράτη, ενώ στην Αμμόχωστο παραβιάζει τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Παράλληλα, μέχρι πριν από λίγο καιρό προσπαθούσε να υπονομεύσει την εξέλιξη του ενεργειακού προγράμματος της Λευκωσίας, είτε δημιουργώντας συνθήκες αποσταθεροποίησης, είτε διεξάγοντας σεισμικές έρευνες και ερευνητικές γεωτρήσεις εντός της κυπριακής υφαλοκρηπίδας, είτε εκδιώκοντας όλο τα γεωτρύπανα ή και ωκεανογραφικά σκάφη που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή.
Ενώ η Τουρκία έχει ισχυροποιηθεί και επεκτείνει τα ερείσματά της, στα ελληνοτουρκικά έχει χάσει έδαφος. Γιατί εκεί όπου αυτή γκρέμιζε σχέσεις, η Ελλάδα τις οικοδομούσε.
Μπορεί να μη γνωρίζουμε ποια θα είναι η έκβαση της εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και οπωσδήποτε είναι εξαιρετικά δύσκολο στο προβλεπτό μέλλον να φτάσουμε κοντά σε προσφυγή στη Χάγη. Αλλωστε, στη συνέντευξή του στην «Kαθημερινή», ο Ερντογάν ουσιαστικά απέρριψε τη Χάγη διά της πλαγίας, διότι γνωρίζει ότι για ζητήματα κυριαρχίας η Ελλάδα δεν δέχεται τη δικαιοδοσία κανενός οργάνου. Αρα, όταν λέει ότι στη Χάγη θα προσφύγουμε για όλα τα θέματα, εννοώντας την αποστρατιωτικοποίηση, τον εναέριο χώρο και τις γκρίζες ζώνες, το μόνο που προσπαθεί είναι να χρεώσει στην ελληνική πλευρά την ευθύνη της μη διευθέτησης μέσω της δικαστικής οδού. Αλλά πάντως, βλέποντας την τουρκική πολιτική των περασμένων ετών, η συνάντηση στην Αθήνα και η εκπεφρασμένη διάθεση του Ερντογάν να ανοίξει μία νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις συνιστά αναδίπλωση.
Η Τουρκία έχει κερδίσει διπλωματικό κεφάλαιο από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις εξελίξεις στον Καύκασο και την εμπλοκή της στη Λιβύη. Είναι μία υπολογίσιμη δύναμη με αξιοσημείωτο αποτύπωμα σε περιοχές όπως η Αφρική και λιγότερο τα Βαλκάνια, ενώ εξελίσσεται σε σημείο αναφοράς του μουσουλμανικού και αραβικού κόσμου παγκοσμίως. Επίσης, η πολιτική του brinkmanship, που έχει εξελιχθεί σε δεύτερη φύση του Ερντογάν, άλλοτε αποδίδει καρπούς και άλλοτε όχι. Γι’ αυτό, όμως, όπως και λόγω αυτοπεποίθησης, ενίοτε στερείται ευελιξίας, δείχνει επιμονή (στο λάθος) και έτσι υποχρεώνεται σε βίαιες προσαρμογές. Μοιάζει οξύμωρο, ωστόσο, ότι ενώ η Τουρκία έχει ισχυροποιηθεί και επεκτείνει τα ερείσματά της, στα ελληνοτουρκικά έχει χάσει έδαφος. Γιατί εκεί όπου αυτή γκρέμιζε σχέσεις, η Ελλάδα τις οικοδομούσε. Οταν η Αγκυρα προκαλούσε ανασφάλεια και προβληματισμό για την αξιοπιστία της, η Αθήνα αναδυόταν σε φερέγγυο εταίρο. Επιπλέον, η Ελλάδα ενισχύθηκε στρατιωτικά (κάτι που η Τουρκία σέβεται), ενδυναμώθηκε γεωπολιτικά με την περίπτωση της Αλεξανδρούπολης, προσελκύει επενδύσεις και έχει κατορθώσει οι σχέσεις της Αγκυρας με τη Δύση να φιλτράρονται από τη συμπεριφορά της πρώτης έναντι της Ελλάδας και σε μικρότερο βαθμό της Κύπρου, υπό την έννοια πως δεν μπορεί να κινηθεί με άνεση και χωρίς συνέπειες.
Πάντως, αν η Τουρκία δεν κατασταλάξει ως προς το πού (θέλει να) ανήκει, γιατί προφανώς βρίσκεται σε στρατηγική αναζήτηση, αν όχι σύγχυση, δεν θα αποφασίσει να λύσει εντός νομικού πλαισίου τις εκκρεμότητες με την Ελλάδα, ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα είναι σε θέση να επιβάλλει τις απόψεις της.
O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.