Πριν από ένα χρόνο, αν κάποιος αναλυτής προέβλεπε ότι ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα υπέγραφε ένα έγγραφο με το οποίο θα δεσμευόταν «να απέχει από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία ή πράξη που θα μπορούσε να υπονομεύσει (τη διακήρυξη των Αθηνών περί σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας) ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή» και να «επιλύσει κάθε διαφορά μεταξύ (Ελλάδας και Τουρκίας) με φιλικό τρόπο μέσω άμεσων διαβουλεύσεων μεταξύ τους ή μέσω οποιουδήποτε άλλου μέσου, όπως προβλέπεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», θα τον κορόιδευαν.
Επρεπε όμως να ήμασταν πιο υποψιασμένοι. Ο Ερντογάν έχει περάσει δύο δεκαετίες αλλάζοντας ρότα στην παγκόσμια σκηνή. Οι μεταστροφές του –από βασικό περιφερειακό σύμμαχο των ΗΠΑ σε «frenemy» (άσπονδο φίλο)· από την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους στο να γίνει ο σύμμαχος του ΝΑΤΟ που βρίσκεται πιο κοντά στον Πούτιν· από την προσέγγιση του Ισραήλ σε κορυφαίο υποστηρικτή της Χαμάς· από τα Αρμενικά Πρωτόκολλα στη διευκόλυνση της εθνοκάθαρσης του Αζερμπαϊτζάν στο Αρτσάχ– ήταν ταυτοχρόνως ιλιγγιώδεις αλλά και το πιο σταθερό χαρακτηριστικό της εξωτερικής του πολιτικής.
Πώς φτάσαμε από έναν Ερντογάν που δήλωνε ότι ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης «δεν υπάρχει πια» γι’ αυτόν, σε κάποιον που τον προσφωνεί «φίλε μου Κυριάκο»; Οι λόγοι είναι πολλαπλοί και σύνθετοι, αλλά για να προχωρήσουμε από την αποκλιμάκωση, στην εκτόνωση και κατόπιν στην προσέγγιση, η ελληνική κοινή γνώμη πρέπει να καταλάβει πώς οι ΗΠΑ έπαιξαν ρόλο σε αυτή τη μεταμόρφωση.
Η συνειδητοποίηση
Υπάρχει ένας γελοίος μύθος που συνεχίζει να ακούγεται σε ορισμένους κύκλους στην Ελλάδα ότι ο Ερντογάν είναι ένας έξυπνος και αποτελεσματικός πολιτικός άνδρας που παίρνει πάντα αυτό που θέλει από τις ΗΠΑ. Η αλήθεια είναι ότι οι σχέσεις του με την Ουάσιγκτον έδειξαν γιατί δεν πραγματοποίησε ποτέ το όνειρό του να παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο – βάζει συνεχώς αυτογκόλ. Ο Ερντογάν ήταν σε θέση –ειδικά όταν η αμερικανική κοινή γνώμη έδωσε στην Ουάσιγκτον (συγκεκριμένα στους προέδρους Ομπάμα και Τραμπ) την οδηγία να τερματίσει τους «αιώνιους πολέμους» στη Μέση Ανατολή– να είναι ο σύμμαχος και εταίρος που οι ΗΠΑ στήριζαν κατεξοχήν στην περιοχή.
Υπάρχουν βάσιμες αποδείξεις ότι ο Ερντογάν δεν αξίζει τα εύσημα που πολλοί του αποδίδουν. Πέρασε από το να τον εξυμνούν οι New York Times και η Washington Post, στο να φιγουράρει στο εξώφυλλο του The Atlantic με τίτλο «The Bad Guys are Winning» (Κερδίζουν οι κακοί) (μαζί με τον Πούτιν, τον Σι, τον Τσάβες και τον Λουκασένκο). Αυτός που κάποτε θεωρείτο ο μεγάλος ισλαμικός δημοκρατικός μεταρρυθμιστής, παρουσιάστηκε στο βιβλίο της αείμνηστης Μαντλίν Ολμπράιτ «Φασισμός: προειδοποίηση».
Αυτή η παρατήρηση του Τζέφρι Γκόλντμπεργκ –κατά τη διάρκεια της τελευταίας μεγάλης συνέντευξης της προεδρίας Ομπάμα– αποτυπώνει την «πτώση από την εύνοια» του Ερντογάν στην Ουάσιγκτον: «Από νωρίς, ο Ομπάμα είδε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον πρόεδρο της Τουρκίας, ως το είδος του μετριοπαθούς μουσουλμάνου ηγέτη που θα γεφύρωνε το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης – αλλά τώρα ο Ομπάμα τον θεωρεί αποτυχημένο και αυταρχικό, κάποιον που αρνείται να χρησιμοποιήσει τον τεράστιο στρατό του για να φέρει σταθερότητα στη Συρία».
Για να προχωρήσουμε από την αποκλιμάκωση στην εκτόνωση και κατόπιν στην προσέγγιση, η ελληνική κοινή γνώμη πρέπει να καταλάβει πως οι ΗΠΑ έπαιξαν ρόλο στη στροφή του Ερντογάν.
Οι αποτυχίες του Ερντογάν ως εταίρου κατά του ISIS και κατά της Ρωσίας, ο αυξανόμενος αυταρχισμός του στο εσωτερικό και η εξαγωγή της υπερεθνικής καταστολής σε αμερικανικό έδαφος έφεραν σε δύσκολη θέση σχεδόν κάθε προσωπικότητα που είχε εγγυηθεί γι’ αυτόν.
Οι μεταστροφές
Μια άλλη υπεραπλουστευτική άποψη που κυκλοφορεί στην Ελλάδα είναι το αφήγημα «Κογκρέσο εναντίον Στέιτ Ντιπάρτμεντ» όσον αφορά την πολιτική των ΗΠΑ για την Τουρκία.
Είναι αλήθεια ότι το Κογκρέσο πρωτοστάτησε στις μεταστροφές πολιτικής. Ακόμη και όταν ο πρόεδρος Ομπάμα φιλοξενούσε τον Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ και οι συμπροεδρεύοντες της νεοσύστατης κοινοβουλευτικής ομάδας του Κογκρέσου για την Ελληνοϊσραηλινή Συμμαχία –Γκας Μπιλιράκης και Τεντ Ντόιτς– συνέχισαν να ωθούν την πολιτική της Ανατολικής Μεσογείου προς την τριμερή Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ. Οταν ο πρόεδρος Τραμπ φιλοξένησε τον Ερντογάν και κάλεσε μάλιστα αρκετούς Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές στον Λευκό Οίκο για να καταλήξουν σε κάποια συνεννόηση που θα επέτρεπε την πώληση των F-35 στην Τουρκία, το Κογκρέσο νομοθέτησε την αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35 και ανάγκασε τον υπουργό Πομπέο να επιβάλει κυρώσεις.
Το Κογκρέσο προηγήθηκε, αλλά δεν προχώρησε μόνο του. Θα ήταν ανέντιμο να συζητάμε τις μεταστροφές της αμερικανικής πολιτικής χωρίς να αποδίδουμε τα εύσημα στη θητεία του πρώην βοηθού υπουργού Γουές Μίτσελ και του πρέσβη Τζέφρι Πάιατ, στην πρόοδο που εξακολουθούν να σημειώνουν οι πρέσβεις Γιώργος Τσούνης και Τζούλι Φίσερ, καθώς και στην αφανή συμβολή μιας αυξανόμενης ομάδας αναπληρωτών βοηθών υπουργών Εξωτερικών, διευθυντών γραφείων και υπαλλήλων γραφείου αρμόδιων για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ισως η πιο σημαντική μεταστροφή μακροπρόθεσμα είναι αυτή του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής. Το γεγονός ότι στελέχη δεξαμενών σκέψης (και κάποτε κυβερνητικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ) από όλο το πολιτικό φάσμα του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, του Ιδρύματος για την Υπεράσπιση των Δημοκρατιών, του Ινστιτούτου Αμερικανικής Επιχειρηματικότητας, του Κέντρου για την Αμερικανική Πρόοδο και άλλων, μετατρέπονται από υποστηρικτές της Τουρκίας σε σφοδρούς επικριτές της Αγκυρας είναι εξαιρετικά σημαντικό. Το γεγονός ότι θεωρούν επίσης την εμβάθυνση της εταιρικής σχέσης ΗΠΑ – Ελλάδας ως σημαντικό μέρος μιας στρατηγικής για την αποδέσμευση των ΗΠΑ από την Τουρκία είναι ακόμη πιο σημαντικό.
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είπε κάποτε: «Μπορείς πάντα να βασίζεσαι στους Αμερικανούς να κάνουν το σωστό – αφού έχουν προηγουμένως δοκιμάσει όλα τα άλλα». Οσον αφορά την Ανατολική Μεσόγειο και την Τουρκία, οι Αμερικανοί έχουν σχεδόν ξεμείνει από επιλογές και αποφάσισαν να προχωρήσουν προσπαθώντας το «σωστό».
Η αναβάθμιση των F-16
Ο Ερντογάν χρειάζεται ακόμη πολλά από τις Ηνωμένες Πολιτείες: αναβαθμίσεις των F-16, ανταλλακτικά για τη βιομηχανία μη επανδρωμένων αεροσκαφών του, συνεχή υποστήριξη για βοήθεια από την Παγκόσμια Τράπεζα. Η μεγαλύτερη επιτυχία των συνδυασμένων προσπαθειών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, της πρεσβείας της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον (ιδίως υπό την καθοδήγηση της τότε πρέσβειρας και νυν υφυπουργού Εξωτερικών Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου) και της ελληνοαμερικανικής κοινότητας ήταν η εξασφάλιση ότι οι σχέσεις της Αγκυρας με την Ουάσιγκτον περνούν σε κάποιο βαθμό από την Αθήνα.
Για να αξιοποιηθεί ιδανικά αυτή η ευκαιρία, τα πλεονεκτήματα που έχει οικοδομήσει μέχρι σήμερα όλος ο ελληνικός κόσμος δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν, αλλά να ενισχυθούν. Μετά την επίσκεψη Ερντογάν, κάποιοι ίσως επιλέξουν να αναφέρουν το ρητό του προέδρου Ρέιγκαν «trust but verify» (εμπιστεύσου αλλά επαλήθευσε). Δεδομένων της οικονομικής προόδου της Ελλάδας, της πολιτικής σταθερότητας και των διπλωματικών σχέσεων και των δεσμών της ελληνοαμερικανικής κοινότητας με πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες σε μια χρονιά προεδρικών εκλογών θα πρέπει να επικαλεστούμε έναν άλλο πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Τέντι Ρούζβελτ: «Speak softly, but carry a big stick» (μίλα ήρεμα, αλλά κουβάλα μαζί σου ένα μεγάλο ραβδί).
*Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).