Το 2023 –παρότι εκλογικό– ήταν έτος χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις στα ελληνοτουρκικά, μάλλον το ηπιότερο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016. Hδη πριν από τους καταστροφικούς σεισμούς του περασμένου Φεβρουαρίου στην Τουρκία, είχε εκκινήσει μια δειλή προσπάθεια αποκλιμάκωσης των εντάσεων της περιόδου 2020-2022, με τη συνάντηση Καλίν – Μπούρα και τις έξι προτάσεις που κατέθεσε η Αγκυρα στην Αθήνα. Επομένως, οι σεισμοί* λειτούργησαν ως επιταχυντής και όχι ως καταλύτης στην αποσυμπίεση των παροξυσμικών συμπεριφορών της Τουρκίας, αλλά και των απειλών των οποίων γίνονταν κοινωνοί οι Ελληνες πολίτες.
Τους τελευταίους δέκα μήνες η πιο εμφατική εξέλιξη είναι αναντίρρητα η αναστολή υπερπτήσεων και παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά. Η διάρκεια είναι πρωτοφανής στα χρονικά από το 1974 κι έπειτα. Αυτονόητα η αλλαγή αυτή δεν συντελέστηκε επειδή η Τουρκία έπαψε να αμφισβητεί τον ελληνικό εναέριο χώρο και την κυριαρχία μας, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας συστηματικής και αποτελεσματικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, οι οποίες κατάφεραν η πορεία των σχέσεων της Αγκυρας με τη Δύση, τουλάχιστον θεσμικά, να εξαρτάται σε κάποιον βαθμό –πάντως όχι αμελητέο– από τη συμπεριφορά της πρώτης έναντι της Αθήνας, εσχάτως δε μερικώς και της Λευκωσίας.
Γιατί, ναι μεν η Τουρκία επιμένει στη λύση των δύο κρατών και προβαίνει σε παραβιάσεις ψηφισμάτων του ΟΗΕ εντός της κυπριακής επικρατείας, εντούτοις έχει αποφύγει την παραβίαση της κυπριακής υφαλοκρηπίδας, μια πρακτική που είχε εδραιώσει για περίπου οκτώ χρόνια. Η απόκλιση της Τουρκίας από τη Δύση, η ακόμη μεγαλύτερη σύγκλιση της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και η απαγκίστρωση της Κύπρου από τη Ρωσία, σε συνάρτηση με τις περιφερειακές συμπράξεις στην ανατολική Μεσόγειο, διαμόρφωσαν νέα δεδομένα.
Εχοντας λοιπόν μπει οι βάσεις για αλλαγή σελίδας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ασφαλώς το 2024 θα είναι σημαντικό. Θα είναι έτος μεταβατικό, κατά το οποίο θα κριθεί κατά πόσον οι διμερείς σχέσεις θα παραμείνουν στάσιμες, έχοντας αρκεστεί σε μια εύθραυστη ισορροπία, μέσω του μορατόριουμ, το οποίο με τη Διακήρυξη των Αθηνών επί της ουσίας θεσμοθετήθηκε. Μπορεί η Διακήρυξη να μην είναι νομικά δεσμευτική, οπωσδήποτε όμως είναι ένα διεθνές κείμενο που έχει βαρύτητα, με συγκεκριμένες πρόνοιες, τις οποίες ανάλογα την ερμηνεία μπορεί να επικαλεστεί έκαστη πλευρά για να δεσμεύσει την άλλη σε ένα πλαίσιο συμπεριφοράς.
Σ’ αυτή τη μεταβατική χρονιά θα κριθεί αν οι διμερείς σχέσεις θα μείνουν στάσιμες, βασιζόμενες στο μορατόριουμ που ουσιαστικά θεσμοθετήθηκε στην Αθήνα.
Η Αθήνα, από την πλευρά της, θεωρεί ότι χάρη στην πρόσφατη συμφωνία, η Αγκυρα θα αποφύγει προκλητικές ενέργειες που θα επαναφέρουν την ένταση, ενώ η δεύτερη ικανοποιείται από την πρόβλεψη ότι οι δύο πλευρές δεν θα προσφύγουν σε τρίτο μέρος για να διαμαρτυρηθούν, αν προκύψει κάποιο διμερές πρόβλημα. Η πλευρά μας ορθά εκτιμά ότι μετά τα γεγονότα με το «Ορούτς Ρέις», χωρίς να υπαναχωρήσουμε φέραμε την Τουρκία στο τραπέζι και την υποχρεώσαμε σε αναζήτηση διπλωματικής και όχι στρατιωτικής λύσης. Η αντίστοιχη τουρκική μπορεί να είναι ευχαριστημένη γιατί με την «υπεύθυνη» στάση των τελευταίων μηνών, χωρίς όμως να έχει μετακινηθεί ούτε χιλιοστό από τις αναθεωρητικές της θέσεις, φαίνεται να «ξεπαγώνει» το ζήτημα των F-16 και να έχει εύφορο έδαφος, ώστε, εφόσον το επιθυμεί, να προωθήσει σε άλλη βάση τις σχέσεις της με τη Δύση. Αλλωστε, το μεγαλύτερο κόστος που πληρώνει η γειτονική χώρα σχετίζεται με την αναξιοπιστία της και τη γενικότερα αυτονομημένη πορεία μακριά από τη Δύση. Αλλά διαπιστώνουμε ότι αρκούν μία δύο κινήσεις ένδειξης καλής θέλησης του Ερντογάν για να ανατρέψει ή πάντως να μετριάσει την απογοήτευση των Δυτικών για τους χειρισμούς του σε διάφορα μέτωπα.
Το επόμενο δίμηνο θα είναι –κατά πληροφορίες– πολύ κρίσιμο. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα έχει λίγο χρόνο στη διάθεσή του πριν από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, ώστε να προχωρήσει με τα F-16, αμέσως μετά την επικύρωση της ένταξης της Σουηδίας, αλλά προτού αυτή κατατεθεί, ανοίγοντας τον δρόμο στην αγορά F-35 από την Ελλάδα και διαβεβαιώνοντας το δύσπιστο έναντι της Τουρκίας Κογκρέσο ότι θα της επιβληθεί ένα περίπου δεσμευτικό πλαίσιο έναντι μελλοντικών ενεργειών της. Αυτή η ισορροπία απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και συνεχή επικοινωνία ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Αγκυρα. Εν τω μεταξύ, η προσοχή του Ερντογάν θα είναι στραμμένη στην επικράτησή του σε Κωνσταντινούπολη και Αγκυρα για να σφραγίσει την πολιτική του κυριαρχία, αλλά δεν θέλει να χάσει άλλο έδαφος στα εξοπλιστικά. Το 2024 θα θελήσει να εξαργυρώσει τη μεταστροφή του έναντι της Ελλάδας, ακόμη και με την αγορά Eurofighter, αλλά και την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης.
Ζητούμενο για εμάς είναι η συμπερίληψη της Κύπρου στην εν εξελίξει χορογραφία. Εξίσου, στη σκιά της Διακήρυξης των Αθηνών, καθίσταται υποχρεωτική η αναζήτηση θετικής ατζέντας, εφόσον εκ των πραγμάτων τα δύο μέρη αυτοπεριορίζονται στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, χάριν της εξασφάλισης της ομαλότητας. Ωστόσο, επειδή η Αγκυρα μπορεί πιο εύκολα λόγω της επιθετικής φύσης της πολιτικής της –και παρά τους περιορισμούς από τη Δύση– να επαναφέρει το κακό της πρόσωπο, απαιτούνται ενέργειες που θα τη «δέσουν» σε ένα κανονιστικό πλαίσιο. Προς τούτο, το κεκτημένο της αιρεσιμότητας πρέπει να διευρυνθεί και στα οικονομικά – εμπορικά ζητήματα ανάμεσα σε Ε.Ε. και Τουρκία, ενώ η διεξαγωγή περιφερειακής διάσκεψης για την ανατολική Μεσόγειο, με ελληνική σφραγίδα, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των ισραηλινών επιχειρήσεων στη Γάζα, πρέπει να είναι εκ των κυριοτέρων στόχων μας.
O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
*Ο σεισμός και ο αντίκτυπος
Μια σφοδρή σεισμική δόνηση 7,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ χτυπάει τη νοτιοανατολική Τουρκία, προκαλώντας τον θάνατο 59.259 ανθρώπων, εκ των οποίων 50.783 στην Τουρκία και 8.476 στη Συρία. Οι σεισμόπληκτοι που έμειναν άστεγοι υπολογίζονται στο 1,5 εκατ. Η Ελλάδα προσφέρει αμέσως βοήθεια, γεγονός που γίνεται αφορμή για τη σταδιακή αλλαγή του κλίματος στις διμερείς σχέσεις. Στους δέκα μήνες που ακολούθησαν τον σεισμό σημειώθηκαν μόλις 47 αναχαιτίσεις στο Αιγαίο, ενώ το πρώτο δεκάμηνο του 2022 ο αντίστοιχος αριθμός αναχαιτίσεων ήταν 2.296.