Είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δύο φορές. Η πρώτη ήταν το 2017, την τελευταία –κυριολεκτικά– μέρα που βρισκόταν στη θέση του υπουργού Οικονομικών. Καθώς έμπαινα μάλιστα στο κτίριο του υπουργείου, μετέφεραν τις κούτες από τα αρχεία του, γεγονός που με έκανε να αναρωτιέμαι πόσα πράγματα που θα είχαν ελληνικό ενδιαφέρον ήταν κρυμμένα εκεί. Οσοι τον γνώριζαν καλά με είχαν προειδοποιήσει για δύο πράγματα, το πόσο απρόβλεπτη μπορεί να είναι η ψυχολογική του διάθεση και το πολύ σαρκαστικό του χιούμορ. Πήρα μια γεύση από το δεύτερο όταν του είπα, καθώς μου έδινε το χέρι του, «κύριε Σόιμπλε, ξέρετε πόσο καιρό προσπαθώ να πάρω αυτή τη συνέντευξη;». Μου απάντησε: «Θα σας πω κάτι που έμαθα μετά από πολλά, πολλά χρόνια στην πολιτική. Κανείς δεν έχασε τη δουλειά του από μια συνέντευξη που δεν έδωσε». Ομολογώ ότι βρήκα πολύ σοφή την παρατήρηση και τη μετέφερα σε μερικούς Ελληνες πολιτικούς που έχουν θαμπωθεί από την υπερπροβολή. Δεν νομίζω να την άκουσαν.
Η δεύτερη φορά που συνάντησα τον Σόιμπλε ήταν στις 19 Απριλίου 2023. Ζήτησα να τον δω στο πλαίσιο της έρευνας για ένα βιβλίο που βρίσκεται στα σκαριά. Η θετική απάντηση ήλθε γρήγορα και μου δόθηκε πάνω από μία ώρα για να μιλήσουμε για όλο το παρασκήνιο της οικονομικής κρίσης και του ρόλου που διαδραμάτισε. Αυτή τη φορά τον συνάντησα σε ένα γραφείο πίσω από το κτίριο της γερμανικής Βουλής. Ο Σόιμπλε δεν ήταν πλέον πρόεδρος. Του είχε διατεθεί, όμως, ένα μεγάλο γραφείο σε κτίριο της Βουλής και ήταν εμφανές ότι το γερμανικό κράτος τον τιμούσε με αυτόν τον τρόπο.
Ενα κομμάτι της συζήτησης ήταν προς δημοσίευση, το 90%. Μου ζήτησε να κρατήσω το 10% off the record, με τη συμφωνία ότι, αν το έβλεπε και το ενέκρινε, θα μπορούσα να το δημοσιεύσω.
Μου διηγήθηκε με τον δικό του τρόπο την περίφημη συνάντηση με τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Γιώργο Ζαννιά:
«Οταν ο Βενιζέλος έγινε υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Παπανδρέου, τον κάλεσα, τον πρώτο καιρό που είχε αναλάβει τη θέση, στο Βερολίνο για μια μικρή ιδιωτική συνάντηση. Τον προσκάλεσα σε δείπνο και είχαμε μια μακρά συζήτηση, παρουσία μόνο των αναπληρωτών μας. Του είπα: “Ευάγγελε, δεν είναι δυνατόν. Δεν θα μπορέσετε να εκπληρώσετε τους όρους του προγράμματος. Εχετε συμφωνήσει να τα κάνετε, αλλά δεν θα μπορέσετε να τα κάνετε. Δεν είναι εφικτό. Υπάρχουν, συνεπώς, δύο εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη είναι να εκχωρήσετε κομμάτια των κυριαρχικών σας δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να έχετε ένα θεσμό εκτός Ελλάδος να τα επιβάλλει. Η άλλη είναι ένα τάιμ άουτ (από τη συμμετοχή της Ελλάδος στο ευρώ). Να κάνετε μια υποτίμηση εκτός ευρώ και αυτή η εξωτερική υποτίμηση θα λύσει το πρόβλημά σας”.
«Θα σας πω κάτι που έμαθα μετά από πολλά, πολλά χρόνια στην πολιτική», μου είπε στο γραφείο του, το 2017. «Κανείς δεν έχασε τη δουλειά του από μια συνέντευξη που δεν έδωσε».
Ο Ευάγγελος μου απάντησε: “Εχουμε πολλά οικονομικά προβλήματα, αλλά είμαστε και πάρα πολύ υπερήφανοι και γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα εκχωρήσουμε ποτέ τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε οιονδήποτε θεσμό, δεν θα γίνουμε προτεκτοράτο. Είναι αδύνατον. Και, ούτως ή άλλως, πιστεύω ότι θα μείνουμε στο ευρώ. Η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα. Ο,τι κι αν χρειαστεί να κάνουμε, θα μείνουμε στο ευρώ. Οχι στο τάιμ άουτ, λοιπόν”».
«Σε εμάς δεν είπε ψέματα»
Ο Σόιμπλε εξέφραζε τον θαυμασμό του για το γεγονός πως η Ελλάδα κατάφερε να μείνει στο ευρώ, αλλά δεν είχε αλλάξει γνώμη, καθόλου μάλιστα, για την ορθότητα της άποψής του για την προσωρινή έξοδο της χώρας από το ενιαίο νόμισμα. Τον απασχολούσε πολύ, έπειτα από χρόνια, το ποιος έπεισε την καγκελάριο Μέρκελ να αλλάξει γνώμη ύστερα από μια κρίσιμη σύσκεψη, στην οποία θεωρούσε ότι την είχε πείσει για τη δική του άποψη.
Ενδιαφέρον είχαν, τέλος, οι διηγήσεις του για τη θυελλώδη διαπραγμάτευση του 2015. Για τον Τσίπρα μου είπε, για δεύτερη φορά, μια και το είχε αναφέρει off the record την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε το 2017, ότι «δεν μας είπε ποτέ ψέματα». Κατάλαβε ότι τον κοίταξα κάπως και επανέλαβε «λέω, σε εμάς, εδώ στο Βερολίνο δεν είπε ποτέ ψέματα». Οσο για τον Γιάνη Βαρουφάκη, ήταν λιγότερο γενναιόδωρος, δεν τσιγκουνεύτηκε τον σαρκασμό: «Ο Βαρουφάκης ήταν μια καταστροφή για τη χώρα του. Κανείς άλλος υπουργός Οικονομικών δεν έχει κάνει τόση ζημιά στη χώρα του και στον λαό του. Νομίζω ότι τον εκτιμούσαν πολύ περισσότερο τα γερμανικά και αγγλοσαξονικά μέσα ενημέρωσης από ό,τι τα ελληνικά. Ηταν ένας πολύ αποτελεσματικός πλασιέ και πολύ επιτυχημένος, φυσικά, στο να βγάζει χρήματα από αυτό».
Ο Σόιμπλε έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ελληνική κρίση και γνώριζε καλά πως ήταν το αλεξικέραυνο για την, δικαιολογημένη, οργή του ελληνικού λαού την περίοδο των μεγάλων περικοπών. Αν και δεν είχε αλλάξει γνώμη για την ανάγκη προσωρινής εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, νομίζω ότι θεωρούσε πως είχε επωμιστεί την ευθύνη και την κατακραυγή για ορισμένες αποφάσεις που δεν του ανήκαν ολοκληρωτικά, όπως η ανάμειξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης ευρωπαϊκής χώρας. Επέμενε, και είχε δίκιο, πως όσα χρήματα και αν έμπαιναν στην Ελλάδα, οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνονταν γιατί δεν ήταν θέμα χρημάτων, αλλά ικανότητας και βούλησης της πολιτικής ελίτ και του κράτους να τις υλοποιήσουν. Υποτίμησε, όμως, δύο παράγοντες: τον συνδυασμό πείσματος και υπερηφάνειας που ένιωσαν οι Ελληνες για την παραμονή στο ευρώ και τις γεωπολιτικές διαστάσεις που θα είχε το Grexit. Η ιστορία «στεγνώνει» με την πάροδο του χρόνου και θα του αποδώσει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί μακριά από συνθήματα και συγκρούσεις.