Η θεσμοθέτηση της ισότητας στον γάμο και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτόν είναι δύσκολο εγχείρημα για την κυβέρνηση. Η έως τώρα συζήτηση, ωστόσο, αποτυπώνει μάλλον αντανακλαστικές και όχι τόσο «επεξεργασμένες» αντιδράσεις, καθώς δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί ουσιαστικά. Η κοινή γνώμη θα μπορούσε συνεπώς να μεταβληθεί περαιτέρω μέσα από ένα συνδυασμό επιχειρημάτων που θα απευθύνονται τόσο στη λογική, όσο και στις ευαισθησίες όσων έχουν επιφυλάξεις. Χωρίς η όλη συζήτηση να παρεκτραπεί σε μια αχρείαστη ταυτοτική διαμάχη, χωρίς υπερβολές, αλλά με ψυχραιμία και ζυγισμένη επιχειρηματολογία.
Τι θα μπορούσε να πει λοιπόν κάποιος στα στελέχη και τους βουλευτές της Ν.Δ. για να λειάνει τις όποιες αντιδράσεις;
Κατ’ αρχάς ότι ο συντηρητισμός δεν (πρέπει να) ταυτίζεται με την ακινησία ή την αντίδραση. Αντιθέτως, το θεμελιώδες δόγμα του συντηρητισμού είναι «εξελισσόμαστε για να διατηρούμαστε». Αλλάζουμε, προσαρμοζόμαστε στην εποχή μας, ακριβώς για να μπορούμε να παραμείνουμε επίκαιροι και να διαφυλάξουμε τις θεμελιώδεις κοινωνικές συμβάσεις. Το να αποδέχονται όσο το δυνατόν περισσότεροι πολίτες παραδοσιακούς θεσμούς όπως ο γάμος, το να επιδιώκουν να χτίζουν τη ζωή τους μέσα σε ένα περιβάλλον σταθερότητας και υποχρεώσεων, θα έπρεπε να αποτελεί επιδίωξη ενός συντηρητικού. Οπως και το να διασφαλίσει τα δικαιώματα των παιδιών που ήδη υπάρχουν και μεγαλώνουν σε ομόφυλες οικογένειες, μια πραγματικότητα που δεν πρέπει κάποιος να παραγνωρίζει.
Θα μπορούσε επίσης να θυμίσει ότι τέτοιες πρωτοβουλίες όχι μόνο δεν είναι ασύμβατες με την παράδοση της Κεντροδεξιάς, αλλά ότι, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά πρωταγωνίστησε στις αλλαγές που θεμελίωσαν τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
Στη Βρετανία πρωταγωνιστής της εκστρατείας για την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας τη 10ετία του ’60 ήταν ο Συντηρητικός Λόρδος Αρραν. Το σχετικό νομοσχέδιο, μάλιστα, υπερψήφισε η βουλευτής (της αντιπολίτευσης τότε) Μάργκαρετ Θάτσερ. Η αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στον στρατό και η θεσμοθέτηση του γάμου των ομοφυλοφίλων έγιναν από τους επίσης Συντηρητικούς πρωθυπουργούς Τζον Μέιτζορ και Ντέιβιντ Κάμερον, αντίστοιχα.
Στη Γερμανία η αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας έγινε από τον Χριστιανοδημοκράτη καγκελάριο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ. Στην Ιταλία από τον Χριστιανοδημοκράτη Αλτσίντε ντε Γκασπέρι, ενώ νόμος για κατάργηση διακρίσεων βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού ψηφίστηκε επί Μπερλουσκόνι. Στην Ιρλανδία από την κεντροδεξιά συμμαχία του πρωθυπουργού Αλμπερτ Ρέινολντς, μόλις το 1993, ενώ σημαντικές αλλαγές για κοινωνικά ζητήματα προώθησε ο επίσης κεντροδεξιός Λέο Βαράντκαρ.
Στην Κύπρο η αποποινικοποίηση έγινε από τον Γλαύκο Κληρίδη, ενώ το σύμφωνο συμβίωσης από τον επίσης κεντροδεξιό Νίκο Αναστασιάδη, παρά την αντίθεση της πανίσχυρης Εκκλησίας της Κύπρου.
Στην Ελλάδα το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου (ένα από τα πιο «προχωρημένα» της εποχής του) ψηφίστηκε το 1976 επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ νόμος για την κατάργηση των διακρίσεων βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού ψηφίστηκε από τον Κώστα Καραμανλή το 2005.
Στην Ελλάδα το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου (ένα από τα πιο «προχωρημένα» της εποχής του) ψηφίστηκε το 1976 επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ νόμος για την κατάργηση των διακρίσεων βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού ψηφίστηκε από τον Κώστα Καραμανλή το 2005.
Στη Γαλλία επί προεδρίας του κεντροδεξιού Ζισκάρ ντ’ Εστέν θεσμοθετήθηκε το δικαίωμα στις αμβλώσεις, με υπουργό Υγείας τη σπουδαία Σιμόν Βέιγ.
Είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις –και μάλιστα σε δυσκολότερες εποχές– που κεντροδεξιές κυβερνήσεις προώθησαν ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες, χωρίς αυτό να απομειώσει την πολιτική τους δύναμη.
Θα μπορούσε ακόμα να τους πει ότι ναι μεν η Αριστερά έχει σήμερα ψηλά στην ατζέντα της τα ζητήματα δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, αλλά το παρελθόν της είναι βεβαρημένο. Στην ΕΣΣΔ η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικώς κολάσιμη μέχρι την τελευταία ημέρα του καθεστώτος. Στην Κούβα τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, χιλιάδες ομοφυλόφιλοι εξοντώθηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν γίνεται να παριστάνεις τον «κομμουνιστοφάγο» και στο συγκεκριμένο ζήτημα να συμπορεύεσαι με την κομμουνιστική ορθοδοξία. Οπως δεν γίνεται να ανησυχείς για την αλλοίωση του δυτικού πολιτισμού από την άνοδο του ριζοσπαστικού Ισλάμ και ταυτόχρονα να θεωρείς τους ομοφυλόφιλους πολίτες μειωμένων νομικών δικαιωμάτων, όπως ακριβώς πιστεύουν και οι ισλαμιστές.
Θα μπορούσε επίσης να τους θυμίσει ότι η Εκκλησία –παρά τον σεβασμό που δικαιούται– δεν έχει δικαιωθεί σε πολλές από τις ανησυχίες που εξέφρασε στο παρελθόν. Ο πολιτικός γάμος είναι πλέον αυτονόητος. Το δικαίωμα στην αποτέφρωση το ίδιο. Η απάλειψη της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες δεν οδήγησε στον αφελληνισμό μας. Ενώ ορισμένοι που καταψήφισαν πριν από 8 χρόνια το σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών, σήμερα επικαλούνται τη θεσμοθέτησή του ως επιχείρημα για τη μη αναγκαιότητα του πολιτικού γάμου!
Κόστισε το 2019
Με αφορμή αυτό το τελευταίο μάλιστα θα μπορούσε κάποιος να συμπληρώσει ότι εν μέσω της διαδικασίας για ανάδειξη προέδρου της Ν.Δ., ο υποψήφιος τότε Κυριάκος Μητσοτάκης ψήφισε υπέρ του συμφώνου συμβίωσης των ομοφύλων, παρά το ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της Ν.Δ. ήταν και τότε αντίθετη. Αν η υπερψήφιση εκείνη δεν κόστισε στον Μητσοτάκη, σε μια εκλογή μάλιστα που αφορούσε τον στενό πυρήνα της Ν.Δ. και μόλις 3 εβδομάδες πριν από τις εσωκομματικές εκλογές, είναι βέβαιο ότι δεν θα κοστίσει ούτε σε όσους υπερψηφίσουν σήμερα, 3 ολόκληρα χρόνια πριν από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Αντιθέτως, μιλώντας για ένα ζήτημα που περισσότερο ίσως από ό,τι ιδεολογικά, τέμνει ηλικιακά το εκλογικό σώμα, το να ανοιχτεί η Ν.Δ. προς τις νεότερες ηλικίες (όπου το ποσοστό της είναι 14% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της) μακροπρόθεσμα μπορεί να την ωφελήσει.
Τέλος, θα μπορούσε να πει ότι στην πολιτική δεν μπαίνεις μόνο για τα εύκολα, αλλά και για τα δύσκολα. Το να στηρίξεις κάτι που θεωρείς σωστό, ακόμα και αν έχει κόστος, περιποιεί τιμή σε όποιον το πράττει. Πολύ περισσότερο αν υπερασπίζεται την αξία της ελευθερίας. Ειδικά στη χώρα της οποίας ο εθνικός ύμνος είναι ο «Υμνος στην Ελευθερία».