31 Ιανουαρίου 1996. Η κορύφωση της κρίσης των Ιμίων οδηγεί στη συντριβή του ελικοπτέρου «Π.Ν. 21» τύπου «Αγκούστα Μπελ» και στον θάνατο των τριών Ελλήνων αξιωματικών. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, η «Κ» επιχειρεί να φωτίσει το άγνωστο παρασκήνιο της κρίσης και τις αιτίες που έφεραν τις δύο χώρες σε τροχιά σύγκρουσης. Μέσα από τις αποκλειστικές μαρτυρίες στην «Κ» δύο εκ των πρωταγωνιστών της κρίσης, του Ελληνα τότε πρέσβη στην Αγκυρα Δημητρίου Νεζερίτη και του πρώην υφυπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Ονούρ Οϊμέν, αποκαλύπτονται άγνωστες λεπτομέρειες της κρίσης και στοιχεία από τον «πόλεμο της διπλωματίας».
Σε ένα χρονολόγιο γεγονότων χωρισμένο σε επτά μέρη, ο στενός συνεργάτης της τότε πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ, το «πραγματικό αφεντικό στο υπουργείο Εξωτερικών», όπως τον χαρακτηρίζει ο πρέσβης Νεζερίτης, ξεδιπλώνει άγνωστες πτυχές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ ο Ελληνας διπλωμάτης προβαίνει στην αποκάλυψη των πραγματικών προθέσεων της τουρκικής ηγεσίας και των λεπτών χειρισμών της ελληνικής αποστολής μέσα από διαλόγους που διημείφθησαν πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Πράξη πρώτη
Η προσάραξη του «Φιγκέν Ακάτ» και τα σχέδια της Αγκυρας
Στα τέλη του 1995 η βεβαρημένη υγεία του Ανδρέα Παπανδρέου τον οδηγεί να παραδώσει την πρωθυπουργία στον Κώστα Σημίτη. Την ίδια ώρα, στην αντίπερα όχθη οι τουρκικές εκλογές της 24ης Δεκεμβρίου, μία ημέρα πριν από την προσάραξη του τουρκικού φορτηγού πλοίου «Φιγκέν Ακάτ» σε αβαθή στην ανατολική νησίδα των Ιμίων, έφεραν την εκλογική ήττα της Τανσού Τσιλέρ, η οποία παρά τους κλυδωνισμούς και τις αντιδράσεις παρέμεινε στην ηγεσία της χώρας μέχρι τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Οπως σημειώνει ο Τούρκος πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, «όταν ξέσπασε η κρίση ήταν μια περίοδος που στην Τουρκία και στην Ελλάδα υπήρχε αλλαγή κυβερνήσεων, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών μας είχε πρόσφατα αντικατασταθεί. Σκεφθείτε πως υπήρξαν έξι φορές αλλαγές υπουργών στο υπουργείο Εξωτερικών μέσα σε δυόμισι χρόνια. Ετσι δεν ήταν η πιο σταθερή περίοδος».
Σύμφωνα με τον επίτιμο πρέσβη Νεζερίτη, «η τουρκική πλευρά είχε μελετήσει πολύ προσεκτικά το πότε θα προκαλούσε την κρίση, διότι εκείνη την εποχή δεν είχε γίνει ακόμη η εκλογή του Κώστα Σημίτη. Πρωθυπουργός ήταν ακόμη ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος βρισκόταν άρρωστος στο νοσοκομείο. Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις είναι πρωθυπουργοκεντρικές, οπότε εκείνη τη στιγμή η χώρα βρισκόταν σε μια κατάσταση εκκρεμότητας. Το γεγονός αυτό έδινε στην Τουρκία μια πάρα πολύ καλή ευκαιρία να προχωρήσει στην κρίση αυτή, την οποία, όπως μου είχε αποκαλύψει ο τότε πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της τουρκικής Βουλής, σχεδίαζαν ήδη από το καλοκαίρι του 1995».
«Οταν συνέβη το περιστατικό με το “Φιγκέν Ακάτ”», υποστηρίζει ο Τούρκος διπλωμάτης, «αντιληφθήκαμε ότι τα Καρντάκ (σ.σ. έτσι αποκαλεί τα Ιμια) ήταν καταχωρισμένα στα έγγραφα της τοπικής τουρκικής κυβέρνησης ως μέρος της τουρκικής επικράτειας, και συμβουλευτήκαμε διεθνείς χάρτες που εμφανίζουν τα Καρντάκ εντός των τουρκικών χωρικών υδάτων. Στη συνέχεια συμβουλευτήκαμε και άλλες υπηρεσίες που μπορεί να ήταν ενημερωμένες για την ιστορία των νησιών και ανακαλύψαμε ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως αμφιβολία για την υπαγωγή των Καρντάκ. Ομως εκείνη τη στιγμή δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε πολιτικό πρόβλημα, γιατί το θέμα με το καράβι λύθηκε και δεν υπήρχε τίποτα να κάνουμε».
Ενα κλίμα που δεν προμήνυε κλιμάκωση περιγράφει και ο πρέσβης Νεζερίτης. «Οταν συνέβη το περιστατικό με το “Φιγκέν Ακάτ”, ο γραμματέας της πρεσβείας μας κ. Παπαμελετίου μετέβη στο τουρκικό ΥΠΕΞ και έκανε το διάβημα. Η απάντηση των Τούρκων ήταν “ναι, θα πούμε του κυβερνήτη να δεχθεί να αποκολληθεί από τις ελληνικές αρχές”. Το ζητούμενο είναι ότι εάν η ιστορία είχε μείνει εκεί, τότε δεν θα είχε υπάρξει καμία συνέχεια», θυμάται.
Πράξη δεύτερη
Η αμφισβήτηση του καθεστώτος των νησίδων
Τις ημέρες που ακολούθησαν, η ελληνική πρεσβεία στην Αγκυρα βρισκόταν σε τακτική επικοινωνία με το τουρκικό ΥΠΕΞ, καθώς η τουρκική πλευρά αμφισβητούσε την ελληνικότητα των Ιμίων. Οπως εξιστορεί ο πρώην επικεφαλής της ελληνικής αποστολής, «λίγες ημέρες μετά το επεισόδιο με το τουρκικό φορτηγό πλοίο, η Τουρκία έστειλε ρηματική διακοίνωση στην ελληνική πρεσβεία η οποία έλεγε ότι “οι νησίδες είναι τουρκικές και είναι καταγεγραμμένες στο τουρκικό κτηματολόγιο του νομού Μπόντρουμ”. Η τουρκική διακοίνωση προκάλεσε την άμεση απάντηση της Ελλάδας. Αλλωστε δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε μια ρηματική διακοίνωση σαν και αυτή αναπάντητη, καθώς θα σήμαινε τη σιωπηρή αναγνώριση των ισχυρισμών της τουρκικής πλευράς».
Από την άλλη, ο υφυπουργός Οϊμέν περιγράφει την πρώιμη διπλωματική κρίση και αναφέρεται στις τουρκικές ενστάσεις. «Πήραμε ένα σημείωμα από την ελληνική πρεσβεία στην Αγκυρα που ισχυριζόταν ότι τα Καρντάκ ήταν ελληνικό έδαφος. Οι διπλωμάτες σας επισκέφτηκαν το υπουργείο μας, συνομίλησαν μαζί μου και με τον υπουργό Μπαϊκάλ, προέβαλαν τα επιχειρήματά τους και τους εξηγήσαμε ότι σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως τα νησιά ήταν τουρκικό έδαφος και πως για εμάς δεν υπάρχει καμία συζήτηση επ’ αυτού. Επειτα ο υπουργός μας επισκέφθηκε την πρωθυπουργό και δήλωσε το ίδιο. Οπότε για εμάς το θέμα είχε ήδη κλείσει».
Πράξη τρίτη
Ο «πόλεμος» διά των ΜΜΕ
Το νέο έτος (1996) βρίσκει την Ελλάδα υπό την ηγεσία του Κώστα Σημίτη. Ο τότε δήμαρχος Καλύμνου, Δημήτρης Διακομιχάλης, πληροφορούμενος πως οι τουρκικές αρχές αμφισβητούν το καθεστώς των Ιμίων, μεταβαίνει στις 25 Ιανουαρίου 1996 στην ανατολική νησίδα (Μικρή Ιμια) και υψώνει την ελληνική σημαία. Η πράξη του δημάρχου χαρακτηρίζεται «προκλητική» και «εχθρική» από τον τουρκικό Τύπο, με δημοσιογράφους της εφημερίδας «Χουριέτ» να μεταβαίνουν στη Μικρή Ιμια και να υψώνουν την τουρκική σημαία, υποστέλλοντας την ελληνική.
Οπως υποστηρίζει ο πρέσβης Οϊμέν, «ο ελληνικός Τύπος έγραψε αρκετά άρθρα σχετικά με το θέμα και αυτό δημιούργησε μια δημόσια αντίδραση και στις δύο χώρες. Αρχικά ο δήμαρχος Καλύμνου έφερε μια ελληνική σημαία και πήγε στο Καρντάκ και την τοποθέτησε, ενώ στη συνέχεια ο τουρκικός Τύπος αντέδρασε και έγραψε άρθρα σχετικά με το θέμα. Αυτό οδήγησε κάποιους Τούρκους δημοσιογράφους να μεταβούν στη βραχονησίδα και να κατεβάσουν την ελληνική σημαία και να βάλουν αντί αυτής την τουρκική. Ολο αυτό το ζήτημα προκάλεσε μια μεγάλη πολιτική κρίση».
Στον αντίποδα της εξιστόρησης Οϊμέν, ο Ελληνας πρέσβης Νεζερίτης σημειώνει: «Ηταν δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα διέρρεαν στον ελληνικό Τύπο οι τουρκικές αξιώσεις, καθώς η Τουρκία μέσω της ρηματικής διακοίνωσης αμφισβητούσε επίσημα όχι μόνο το καθεστώς των Ιμίων, αλλά όλο το καθεστώς της περιοχής, όπως αυτό είχε χαραχθεί μέσω της τουρκο-ιταλικής συμφωνίας για τον καθορισμό των συνόρων στο Νότιο Αιγαίο, στο ύψος της Δωδεκανήσου. Πρέπει να γνωρίζετε πως ένας Τούρκος διπλωμάτης, συνεργάτης της Τσιλέρ, είχε πει ότι “αυτό είναι κάτι το οποίο προετοιμάζουμε από το καλοκαίρι”».
Το διάστημα 25-28 Ιανουαρίου ο «πόλεμος» δι’ αντιπροσώπων κλιμακώνεται, με τις πολιτικές ηγεσίες να λαμβάνουν θέσεις «μάχης» και τους δύο πρωθυπουργούς να διασταυρώνουν τα ξίφη τους στην επικοινωνιακή αρένα. Η ελληνική πρεσβεία στην Αγκυρα βρίσκεται σε συναγερμό, με το ελληνικό επιτελείο να ετοιμάζεται να αντικρούσει τις τουρκικές αιτιάσεις. «Περί το τέλος του Ιανουαρίου, λίγες ημέρες πριν φθάσουμε στο αποκορύφωμα της κρίσεως, επισκέφθηκα το τουρκικό υπουργείο και συνομίλησα με τον υπουργό Μπαϊκάλ», θυμάται ο κ. Νεζερίτης. «Ο Μπαϊκάλ ήταν πολύ ψύχραιμος και καθόλου εκνευρισμένος από την κατάσταση. Καθίσαμε πλάι πλάι και μου διάβασε τη ρηματική διακοίνωση, η οποία ήταν ένα ολόκληρο κατεβατό με το σύνολο της τουρκικής επιχειρηματολογίας, γραμμένης στα αγγλικά».
«Πρέπει να σας πω», προσθέτει ο Ελληνας πρέσβης, «πως όπως καθόμουν δίπλα του, έριξα μια ματιά στο κείμενο που διάβαζε. Παρατήρησα πως σε ορισμένα σημεία πάνω από τα αγγλικά είχε γραμμένες μεταφράσεις λέξεων στα τουρκικά. Ο άνθρωπος δεν ήξερε πάρα πολύ καλά αγγλικά ώστε να γνωρίζει τι ήταν ακριβώς αυτά τα οποία μου έλεγε».
«Οι οδηγίες που είχα πάρει από τον Θ. Πάγκαλο», προσθέτει ο κ. Νεζερίτης, «ήταν να πάω στο υπουργείο και να δω όλη την ανώτατη ηγεσία για να προσπαθήσουμε να εκτονώσουμε την κρίση, με το επιχείρημα ότι η συσσώρευση ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή προκαλούσε κίνδυνο σύρραξης. Μετά τη συνάντηση με τον Μπαϊκάλ πήγα και είδα τον Οϊμέν και μου είπε ορισμένα πράγματα, τα οποία μετέφερα στην Αθήνα. Ο Οϊμέν συνόψισε τη συζήτησή μας με τη φράση “αγαπητέ κύριε πρέσβη, τα πράγματα είναι πάρα πολύ σοβαρά. Η κρίση αυτή πρέπει να ελεγχθεί. Μαζέψτε τις δυνάμεις σας, μαζέψτε τις σημαίες σας και αποσυρθείτε”. Αυτά συνέβησαν το πρωί της ημέρας της κρίσεως, ενώ από τις 3-4 το απόγευμα ο Οϊμέν είχε εξαφανιστεί γιατί ήταν στις συσκέψεις που προετοίμαζαν την απόβαση στα Ιμια. Μην έχουμε αυταπάτες, ο Οϊμέν ήταν το πραγματικό αφεντικό στο υπουργείο Εξωτερικών».
Την ίδια ώρα, ο Οϊμέν περιγράφει τα γεγονότα ως εξής: «Η ελληνική κυβέρνηση ενήργησε επίσημα, έστειλε στρατεύματα και τοποθέτησαν την ελληνική σημαία στα Ιμια. Ο Θ. Πάγκαλος μας είπε ότι αυτή η σημαία δεν θα αποσυρθεί ποτέ και τα στρατεύματα δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Ετσι προκλήθηκε μια πραγματική πολιτική κρίση μεταξύ των δύο χωρών, ενώ στο υπουργείο συζητήσαμε για το πώς μπορούμε να αντιδράσουμε. Ετσι χρησιμοποιήσαμε όλους τους διπλωματικούς τρόπους και τα μέσα για να επικοινωνήσουμε με την ελληνική κυβέρνηση».
Συμπληρώνοντας, ο Τούρκος πρέσβης περιγράφει το σκηνικό στο τουρκικό επιτελείο. «Η θέση του Θ. Πάγκαλου δεν άφηνε περιθώρια ελιγμών σε κανέναν», υποστηρίζει και προσθέτει: «Ως εκ τούτου συζητήσαμε με την κυβέρνηση σε ανώτατο επίπεδο και η κυβέρνηση αποφάσισε ότι σε περίπτωση που οι Ελληνες δεν δεχθούν τον διπλωματικό τρόπο επίλυσης του προβλήματος, ο μόνος τρόπος να αποτρέψουμε τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης είναι στέλνοντας στρατεύματα όχι στα μικρά νησιά όπου στάθμευαν τα ελληνικά στρατεύματα, αλλά στην άλλη βραχονησίδα (Δυτική Ιμια), αποφεύγοντας οποιαδήποτε αντιπαράθεση, και να προσπαθήσουμε να το λύσουμε μέσω της διπλωματίας».
«Η Τουρκία δεν πέτυχε τους στόχους της στα Ιμια»
Πράξη τέταρτη
Η αποστολή στρατευμάτων και ο ρόλος της διπλωματίας
Από τις πρώτες μέρες της κρίσης οι αμερικανικές δυνάμεις παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Ο υπεύθυνος της αμερικανικής διπλωματίας για τα θέματα Ευρώπης, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ βρισκόταν σε ανοικτή γραμμή με τα υπουργεία Εξωτερικών των δύο χωρών. «Τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ τον γνώριζα ήδη από τις προηγούμενες συνεργασίες μας», λέει ο Οϊμέν. «Κατά τις 3.00 τα ξημερώματα (31 Ιανουαρίου) μου τηλεφώνησε και είπε, “ακούσαμε ότι τα τουρκικά στρατεύματα πρόκειται να αποβιβαστούν στο Καρντάκ, είναι αλήθεια; Γιατί μια τέτοια πράξη δημιουργεί πραγματικά μια σοβαρή κατάσταση”. Του απάντησα “έχετε λάθος πληροφορία”. “Τώρα είμαι ανακουφισμένος”, μου λέει και του απαντώ: “Μην ανακουφίζεστε γιατί τα στρατεύματά μας είναι ήδη εκεί. Δεν σχεδιάζουν να αποβιβαστούν, αλλά είναι ήδη εκεί, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα επίλυσης του προβλήματος μέσω της διπλωματίας και ο μόνος τρόπος για να πείσουμε την ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει τα στρατεύματά της είναι να πάρει πίσω τη σημαία της”.
»Στην άλλη πλευρά της γραμμής, προφανώς ήταν και ο Θ. Πάγκαλος. Είχαμε 4 ή 5 τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Χόλμπρουκ. Στο τέλος της νύχτας, ο Χόλμπρουκ μας είπε, “σε περίπτωση που τα ελληνικά στρατεύματα αποσυρθούν και η ελληνική σημαία απομακρυνθεί, η τουρκική κυβέρνηση θα είναι έτοιμη να πάρει πίσω τα στρατεύματά της και την παρουσία της;”».
Μία ώρα νωρίτερα (02.00), ο Ελληνας πρέσβης ειδοποιείται για την αποβίβαση των τουρκικών ειδικών δυνάμεων στη δυτική βραχονησίδα. Οπως εξιστορεί, «στις 2 το πρωί με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής του γραφείου Τύπου, κ. Σταθουλόπουλος και με ενημέρωσε σχετικά, οπότε πήρα τηλέφωνο τους υπόλοιπους συνεργάτες, τους εξήγησα την κατάσταση και τους έφερα όλους στην πρεσβεία».
Στο τουρκικό επιτελείο οι συνεδριάσεις είναι συνεχείς, ο Οϊμέν βρίσκεται στο επίκεντρο των επαφών. «Εκείνες τις ώρες μίλησα με τον υπουργό και με τους ανωτέρους μου, οι οποίοι τόνισαν ότι αυτή ήταν η αρχική μας θέση, δηλαδή η απόσυρση των δυνάμεων και των σημαιών», αναφέρει στην αφήγησή του στην «Κ». «Δεν ήταν στις προθέσεις μας να εισβάλουμε σε κανένα νησί ή να στείλουμε στρατεύματα σε κάποιο νησί της περιοχής αυτής. Αλλά αναγκαστήκαμε από τους Ελληνες να προβούμε σε μια τέτοια ενέργεια», υποστηρίζει.
Σύμφωνα με τον Τούρκο διπλωμάτη, «από τις πρώτες ώρες της επόμενης ημέρας (1η Φεβρουαρίου) είχαμε επιστρέψει στην προηγούμενη κατάσταση στα Καρντάκ, δεν υπήρξε καμία περαιτέρω αντιπαράθεση και κανένα πρόβλημα, ενώ οι Ελληνες απέσυραν τα στρατεύματά τους και εμείς πήραμε πίσω τα δικά μας. Οπότε, δεν υπήρχε πλέον τοποθετημένη η ελληνική σημαία και αυτό μας επανέφερε στο “status quo ante”».
Πράξη πέμπτη
Το ελικόπτερο «Π.Ν. 21» και η θυσία των τριών ιπταμένων
Η κρίση των Ιμίων σημαδεύτηκε από την απώλεια των τριών μελών του πληρώματος του ελικοπτέρου «Π.Ν. 21», των υποπλοιάρχων Χριστόδουλου Καραθανάση και Παναγιώτη Βλαχάκου και του αρχικελευστή Εκτορα Γιαλοψού. Ο επίτιμος πρέσβης Οϊμέν και πρώην επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας σημειώνει: «Η πτώση του ελικοπτέρου ήταν προφανώς ένα ατύχημα. Λυπούμαστε πολύ για τους πιλότους, για τις οικογένειές τους και για την ελληνική κυβέρνηση. Η κατανόηση του συμβάντος και οι πληροφορίες που έχουμε είναι ότι πρόκειται για ατύχημα. Συνέβη κατά τη διάρκεια της νύχτας και πιθανόν να είχαν προβλήματα με τον εξοπλισμό νυχτερινής όρασης. Δεν ξέρω περισσότερα καθώς δεν έχουμε αναφορά για το ατύχημα από την ελληνική πλευρά, αλλά αυτή η κρίση ήταν μια περιττή κατάσταση και είναι κρίμα που οι τρεις αεροπόροι έχασαν τη ζωή τους». Στο ερώτημα της αντίδρασης στην είδηση της πτώσης του ελικοπτέρου, ο κ. Νεζερίτης δήλωσε πως επιθυμεί να μην τοποθετηθεί.
Στη συνέχεια της συζητήσεως, ο Τούρκος πρώην υφυπουργός Εξωτερικών ερωτάται αν είχε δοθεί εντολή στους στρατιώτες να προσβάλουν ή να καταρρίψουν τα ελληνικά πτητικά μέσα: «Το ελικόπτερο δεν καταρρίφθηκε. Δεν είχαμε τέτοια πολιτική, ούτε τέτοια πρόθεση και φυσικά δεν δόθηκαν τέτοιες οδηγίες στους στρατιώτες μας».
«Το ελικόπτερο δεν καταρρίφθηκε. Δεν είχαμε τέτοια πολιτική, ούτε τέτοια πρόθεση και φυσικά δεν δόθηκαν τέτοιες οδηγίες στους στρατιώτες μας», λέει ο Τούρκος διπλωμάτης.
Πράξη έκτη
Η αποκλιμάκωση και η απόσυρση των στρατευμάτων
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών, η πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό της Τουρκίας και η κυβερνητική αδυναμία της Τσιλέρ, που οδήγησε τον Ιούνιο του 1996 σε συνασπισμό με τον Νετσμετίν Ερμπακάν, συνηγόρησαν στην εξωτερίκευση της έντασης στο Αιγαίο.
Ο Οϊμέν απορρίπτει αυτήν την εκδοχή και υποστηρίζει: «Δεν ήταν τουρκική πρωτοβουλία αυτή η κρίση, δεν δημιουργήσαμε εμείς την κρίση και προσπαθήσαμε να την επιλύσουμε μέσω της διπλωματίας από την πρώτη μέρα. Αλλά η κ. Τσιλέρ ανέφερε στο τέλος πως τα ελληνικά στρατεύματα θα αποσυρθούν και θα πάρουν πίσω την ελληνική σημαία. Αυτό ήταν λοιπόν αυτό που είπε. Αλλά ξαναλέω πως η τουρκική κυβέρνηση δεν ήταν ο εμπνευστής αυτής της κρίσης και αυτού του προβλήματος».
«Ειλικρινά μιλώντας», συμπληρώνει ο Τούρκος διπλωμάτης, «δεν περίμενα έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας, γιατί ήμουν αρκετά σίγουρος ότι οι Ελληνες θα αντιλαμβάνονταν πως η Τουρκία είναι αποφασισμένη, και έκαναν αυτό που περιμέναμε να κάνουν, δηλαδή απέσυραν τα στρατεύματά τους και τη σημαία τους και έτσι δεν δημιουργήσαμε κανένα πρόσθετο πρόβλημα στον Τύπο ή στην κοινή γνώμη. Επομένως, η εκτίμησή μου είναι ότι επρόκειτο για μια σοβαρή κρίση εκείνη τη στιγμή, η οποία τώρα έχει τελειώσει».
Στη δική του εκτίμηση για τη βαρύτητα της κρίσης των Ιμίων, ο κ. Νεζερίτης αξιολογεί την κατάσταση ως «αρκούντως σοβαρή», υπογραμμίζοντας: «Κοιτάξτε, βρεθήκαμε αρκετά κοντά στον πόλεμο και οι στιγμές ήταν κρίσιμες, αλλά κατά τη γνώμη μου, δεν θα γινόταν ένας ολοκληρωτικός πόλεμος. Οι Τούρκοι επιδίωκαν να γίνει μια τοπική σύρραξη, να βουλιάξουν κάνα δυο καράβια, να σκοτωθούν γύρω στα εκατό άτομα, καθώς οι Τούρκοι δεν τους λογαριάζουν πολύ τους ανθρώπους και μετά να ασκηθούν πιέσεις προς τις δύο πλευρές για συνομιλίες».
Πράξη έβδομη
Οι σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας στη «μετα-Ιμια» εποχή
Ολοκληρώνοντας τις συζητήσεις με τους δύο διπλωμάτες, ο κ. Οϊμέν τονίζει πως η κρίση των Ιμίων δεν έληξε στο Αιγαίο, αλλά μεταφέρθηκε στη διπλωματική σκακιέρα. «Κοιτάξτε, μετά το πέρας της κρίσης, οι Ελληνες συνέχιζαν να δημιουργούν προβλήματα, καθώς αποφάσισαν να μπλοκάρουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση τη βοήθεια που έπρεπε να παρασχεθεί στην Τουρκία για να αντισταθμίσει την τελωνειακή ένωση. Ετσι, δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση, ένα νέο πρόβλημα μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, το οποίο διήρκεσε αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ελληνας πρέσβης που χειρίστηκε την κρίση και τις σχέσεις των δύο κρατών μετά το πέρας αυτής τονίζει στην «Κ»: «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από την εποχή των Ιμίων ήταν μονίμως πια κακές. Ημασταν σε μια περίοδο συνεχούς κρίσεως, καθώς μετά τα Ιμια εμφανίστηκε η πολιτική των γκρίζων ζωνών. Τα τέσσερα χρόνια που παρέμεινα στην Τουρκία οι σχέσεις των δύο χωρών πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι η Τουρκία δεν πέτυχε τον επιδιωκόμενο στόχο της στα Ιμια, δηλαδή μια διαπραγμάτευση Ελλάδας – Τουρκίας για το καθεστώς του Αιγαίου».
«Συνοψίζοντας, το συμπέρασμα που λάβαμε», αναφέρει ο Τούρκος διπλωμάτης, «είναι ότι όλοι θα πρέπει να παίρνουν μαθήματα από τέτοιες κρίσεις και να συνειδητοποιήσουν ότι ο μόνος τρόπος για να λυθούν τα τουρκοελληνικά προβλήματα δεν είναι μέσω τετελεσμένων γεγονότων ή μέσω προκλήσεων και επιθέσεων, αλλά να δημιουργηθεί μια καλύτερη ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο χωρών μέσω του διαλόγου, ενώ η συμφιλίωση Τουρκίας και Ελλάδας μπορεί να έρθει και μέσω της βοήθειας του εκάστοτε γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ».
Η «Κ» είχε δημοσιεύσει το 2017 άρθρο του κ. Σταθουλόπουλου το οποίο έφερνε στο φως της δημοσιότητας ένα χάρτη – ντοκουμέντο. Επρόκειτο για μια έκδοση της Γενικής Διοίκησης Χαρτογράφησης του τουρκικού υπουργείου Αμυνας σε συνεργασία με τον γερμανικό χαρτογραφικό οίκο R. Ryborsch.
Διαβάστε το άρθρο εδώ: