Με την Τουρκία πλέον βρισκόμαστε σε άλλη φάση. Αυτή είναι η μόνιμη επωδός ξένων διπλωματών, όταν καλούνται να προβλέψουν πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις Δύσης – Τουρκίας το 2024. Είναι όμως έτσι; Και ποια δείγματα γραφής εκ μέρους της Αγκυρας οδήγησαν σ’ αυτό το συμπέρασμα;
Κατ’ αρχάς, δεν είναι μυστικό ότι η Τουρκία έχει αρκετούς υποστηρικτές στη Δύση κυρίως, αλλά όχι μόνο, λόγω της πολύ σημαντικής γεωγραφικής της θέσης και του ρόλου της σε διάφορα μέτωπα που ενδιαφέρουν ή και ταλανίζουν τη διεθνή κοινότητα. Αυτή η στήριξη στην Αγκυρα παρέχεται κάποιες φορές άκριτα και ανεξάρτητα απ’ το αν η πολιτική της είναι εποικοδομητική και υποβοηθητική για τα δυτικά συμφέροντα, για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί έχουν καταφέρει οι τουρκικές ηγεσίες –και όχι μόνον ο Ερντογάν– να πείσουν συγκεκριμένους κύκλους εντός της Δύσης για τον εξαιρετισμό της Αγκυρας, αφού είναι η μόνη μουσουλμανική χώρα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, και μάλιστα προσπαθεί να σταθεί σε μια περιοχή που βρίθει αβεβαιοτήτων και επισφαλών καταστάσεων, που επηρεάζουν τη Δύση αλλά πρωτίστως την ίδια. Η ιδιαιτερότητα της μουσουλμανικής της ταυτότητας σε σχέση με τους υπολοίπους εταίρους της στο ΝΑΤΟ αξιοποιείται από τους Τούρκους αξιωματούχους, σε συνάρτηση με τις προβληματικές καταστάσεις που επικρατούν στην ευρύτερη περιφέρεια, προκειμένου να διεκδικούν μεγαλύτερους βαθμούς ανοχής και κατανόησης από τη Δύση. Συχνά χρησιμοποιείται το χαρτί των εσωτερικών συσχετισμών και της εχθροπάθειας εθνικιστικών κύκλων εις βάρος της Δύσης και των ΗΠΑ. Μάλιστα, αναφέρονται στις –πολλές η αλήθεια είναι– αστοχίες του αμερικανικού παράγοντα την τελευταία εικοσαετία στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, ως την αιτία που δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη δυσπιστία απέναντι στις προθέσεις του και κάτι ανάλογο ισχύει με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ως αποτέλεσμα της απογοήτευσης από την απροθυμία πολλών ευρωπαϊκών κρατών να δουν την Τουρκία να εντάσσεται στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τη Ρωσία και παλαιότερα τη Σοβιετική Ενωση, με την Τουρκία να θεωρείται ακόμη και σήμερα ζώνη ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή η άποψη είναι πρόδηλα παρωχημένη, γιατί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η Αγκυρα περισσότερο διευκολύνει παρά δυσχεραίνει το έργο της Μόσχας, ενώ έτσι κι αλλιώς έχει επιτευχθεί μια στρατηγική κατανόηση ανάμεσα στις δύο ηγεσίες, ώστε παρά τις διαφωνίες τους να πορεύονται μαζί σε αρκετές περιπτώσεις. Βλέπουμε λοιπόν ότι με αφορμή το ξεκλείδωμα της προμήθειας F-16 και άλλων αμερικανικών συστημάτων προς την Τουρκία, η Ουάσιγκτον έθεσε χωρίς χρονοτριβή το δέλεαρ επανένταξης στο πρόγραμμα των F-35, διατηρώντας τη γνωστή προϋπόθεση αποκλεισμού των ρωσικών S-400.
Είναι σαφές πως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ορισμένοι πιστεύουν ότι είναι τώρα η ευκαιρία να επαναφέρουν την κλονισμένη σχέση με την Τουρκία σε μια κανονικότητα ή πάντως να δείξουν ότι αυτή είναι η δική τους πρόθεση, ρίχνοντας το μπαλάκι της τελικής επιλογής στον Ερντογάν. Και μπορεί ο τελευταίος να δυσκολευτεί πολύ για λόγους ισορροπιών με τον Πούτιν, αλλά και πολιτικού εγωισμού, γιατί θα πρέπει να παραδεχθεί το τεράστιο σφάλμα που διέπραξε με την αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος, το οποίο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, ωστόσο η διάθεση είναι εμφανής: προσφέροντας και λαμβάνοντας (προσώρας) το μίνιμουμ, ανοίγει εκ νέου, αν και ποτέ δεν είχε κλείσει, η πόρτα της Ουάσιγκτον στην Αγκυρα. Κι αυτό γιατί έπειτα από 20 μήνες ενέκρινε την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, μια κορυφαία επιλογή για τη Συμμαχία, την οποία καθυστέρησε αναίτια και επειδή παράλληλα έπαψε να παραβιάζει τον ελληνικό εναέριο χώρο και να κάνει υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα νησιά. Η Αγκυρα δεν άλλαξε την πολιτική της στο ζήτημα των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, παραμένοντας συνειδητά εκτός αυτών, ενώ εξακολουθεί να μην ευθυγραμμίζεται με την κυρίαρχη άποψη στη Δύση ότι η Χαμάς είναι τρομοκρατική οργάνωση και εσχάτως περνάει στην τελική φάση εργαλειοποίησης της τουρκικής διασποράς, με την ίδρυση κόμματος – παραρτήματος του AKP στη Γερμανία. Ως προς την Ελλάδα, δεν έχουν αρθεί εδαφικές διεκδικήσεις και η ατζέντα παραμένει αναθεωρητική.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλειδί στην τριγωνική σχέση Ελλάδας – Τουρκίας – Δύσης. Γιατί η καλή διαγωγή της Αγκυρας σε σχέση με το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί, αν δεν υπάρχει ένα σαφές πλαίσιο κανόνων που θα διέπει τη σχέση όλων των εμπλεκομένων, που έτσι κι αλλιώς είναι σύνθετη και περίπλοκη. Απαιτούνται επίσης και ισχυρότερες δόσεις διεκδικητικότητας από πλευράς μας, όχι μόνο στον προσδιορισμό των περιθωρίων για έναν δομημένο διάλογο ανάμεσα σε Ελλάδα – Τουρκία και Ε.Ε. – Τουρκία, αλλά και απέναντι στις ΗΠΑ συνολικά.
Οι σχέσεις μας με τους Αμερικανούς βρίσκονται στο απόγειό τους. Ομως, μετά το 2017, όταν μπήκαν οι βάσεις του στρατηγικού διαλόγου, ακριβώς επειδή δεν έχουν αποκτήσει αυτοτέλεια και ετεροπροσδιορίζονται σε σχέση με την Τουρκία, έχουν υπάρξει τουλάχιστον τρία φάλτσα από τη μεριά της Ουάσιγκτον που πρέπει να μην επαναληφθούν: το 2020 με επιστολή στο Κογκρέσο δεν αναγνώρισαν καν τα ελληνικά σύνορα, όπως προκύπτουν από διεθνείς συνθήκες, το 2022 απέσυραν την υποστήριξή τους στον East Med, ενώ εν τοις πράγμασι δεν συμμετέχουν πλέον στο σχήμα 3+1 με Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ.
Θα πρέπει επομένως να μη θεωρείται αυτονόητη η ευθυγράμμισή μας με κάθε επιλογή της Ουάσιγκτον. Η τελευταία πρέπει να αισθάνεται την ανάγκη να διαβουλεύεται μαζί μας και συχνά να μας συμβουλεύεται, κάτι που προϋποθέτει ότι η άποψή μας (θα) έχει βαρύνουσα σημασία. Εξίσου δεν ωφελεί η ταύτιση με τους Αμερικανούς σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συρρικνώνονται τα περιθώρια ελιγμών μας με άλλους δρώντες.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.