Στο «ρελαντί», ενδεχομένως και με συχνές ρητορικές εξάρσεις από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, αναμένεται να κινηθούν το επόμενο δίμηνο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τα νέα δεδομένα που διαμορφώνουν η συμφωνία της Αθήνας με τις ΗΠΑ για τα F-35 αλλά και οι αυτοδιοικητικές εκλογές στη γειτονική χώρα στις 31 Μαρτίου εκτιμάται πως δεν επιτρέπουν στην Αγκυρα άμεσα «μεγάλες» κινήσεις – εάν υποτεθεί ότι ο Ταγίπ Ερντογάν όντως επιθυμεί να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στη διαφορά της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Οπως λέγεται, η κυβέρνηση Ερντογάν τελεί υπό πίεση στο εσωτερικό της Τουρκίας, καθώς στη γειτονική χώρα έχει διαμορφωθεί η αίσθηση πως ειδικά στον αέρα η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο ανατρέπεται υπέρ της Αθήνας. Παράλληλα, ο Τούρκος πρόεδρος έχει το βλέμμα του στραμμένο στις αυτοδιοικητικές εκλογές της 31ης Μαρτίου, όπου υπάρχει το μεγάλο στοίχημα της επικράτησης σε Αγκυρα και Κωνσταντινούπολη, και είναι λογικό να αποφύγει κινήσεις που θα «αποξένωναν» ένα περισσότερο συντηρητικό ακροατήριο. Υπό αυτό το πρίσμα, η Αθήνα δεν αποκλείει επιστροφή της ρητορικής της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Πάντως, το χρονοδιάγραμμα των διμερών επαφών προβλέπεται να τηρηθεί κανονικά: ήδη πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη Φραγκογιάννη για τη λεγόμενη θετική ατζέντα, στις 11 Μαρτίου θα συναντηθούν η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και ο Μπουράκ Ακσαπάρ στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου, ενώ έχει «κλειδώσει» και η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αγκυρα τον Μάιο. Παράλληλα, επί του παρόντος η Αγκυρα συνεχίζει την πολιτική των «ήρεμων νερών» στο πεδίο. Πολιτική που πιθανότατα θα προσλάβει μονιμότερα χαρακτηριστικά –κυρίως στο ζήτημα των υπερπτήσεων– μετά τις δεσμεύσεις που όπως φαίνεται ανέλαβε η Αγκυρα έναντι της Ουάσιγκτον, παρά τις εκ μέρους της διαψεύσεις, προκειμένου να προχωρήσει η προμήθεια των τουρκικών F-16.
Ο ορίζοντας της Ηρώδου Αττικού
Στον πέμπτο και τελευταίο χρόνο της τρέχουσας θητείας της εισέρχεται η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία στις 22 Ιανουαρίου 2020 είχε εκλεγεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας με 261 ψήφους και τη στήριξη της Ν.Δ., του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Παρότι η σχετική συζήτηση δεν έχει «ανοίξει», το ερώτημα εάν ο πρωθυπουργός θα προτείνει εκ νέου την κ. Σακελλαροπούλου ή, όπως έπραξε με τον Πρ. Παυλόπουλο, θα αναζητήσει μετά την ολοκλήρωση της πρώτης πενταετίας της άλλον «ένοικο» του Προεδρικού Μεγάρου έχει αρχίσει να απασχολεί τους πολιτικούς διαδρόμους.
Τα «συν» της παρουσίας της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας είναι δεδομένα, με αποτέλεσμα ο Κυρ. Μητσοτάκης να της έχει απόλυτη εμπιστοσύνη και η επανεκλογή της να θεωρείται το κυρίαρχο σενάριο: κινήθηκε σε όλη τη διάρκεια της θητείας της εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της, όπως προσδιορίζονται από το Σύνταγμα, και ουδέποτε προέβη σε δηλώσεις που θα μπορούσαν να έχουν τον χαρακτήρα παρέμβασης στην πολιτική σκηνή. Ηταν σαφής στην ανάπτυξη των εθνικών θέσεων σε εξαιρετικά δύσκολες περιόδους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς όμως να πυροδοτεί την ένταση. Τέλος, εξέφρασε την ελληνική κοινωνία σε στιγμές οδύνης, όπως η τραγωδία των Τεμπών, ενώ επέδειξε μεγάλη ευαισθησία –και ανέδειξε– σε κρίσιμα κοινωνικά θέματα.
Στην υποθετική εκδοχή, πάντως, που ο Κυρ. Μητσοτάκης θα αποφάσιζε αλλαγή φρουράς στο Προεδρικό Μέγαρο, εκτιμάται πως θα το έπραττε μόνο προκειμένου να στραφεί σε πρόσωπο με περισσότερο πολιτικά χαρακτηριστικά. Ενώ θα είχε το βλέμμα του στραμμένο στον χώρο του Κέντρου και ειδικότερα της Κεντροαριστεράς, παρότι με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας είναι δυνατή με 151 ψήφους. Οπως σημειώνουν συνομιλητές του πρωθυπουργού, ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει πάντα κατά νουν το γεγονός ότι, σύμφωνα με μετρήσεις της κοινής γνώμης, το 40% της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να τον ψηφίσει. Ως συμπέρασμα, ενδεχόμενη άλλη επιλογή για το Προεδρικό Μέγαρο –εάν ανοίξει η σχετική συζήτηση– μπορεί να εικάζεται ότι δεν θα αφορά πρόσωπο από τη λεγόμενη «δεξιά πολυκατοικία», αλλά θα αποτελεί συνέχεια των ανοιγμάτων του πρωθυπουργού, αρχικά με την υπουργοποίηση των Μ. Χρυσοχοΐδη, Κυρ. Πιερρακάκη, Λίνας Μενδώνη, εν συνεχεία του Γ. Φλωρίδη και την τρέχουσα περίοδο με την ένταξη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ. του Π. Δήμα και της Εύης Χριστοφιλοπούλου.
Φουρτούνες και μετά τις Σπέτσες
Προβληματισμός για το ενδεχόμενο το καθοδικό δημοσκοπικό σπιράλ για τον ΣΥΡΙΖΑ να συνεχιστεί επικρατεί στην Κουμουνδούρου: η «ανάσα» που πολλοί περίμεναν μετά το ενωτικό κλίμα στη συνάντηση των Σπετσών δεν ήλθε. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να καταγράφει απώλειες (υποχώρησε από το 12% στο 11,5%, σύμφωνα με την Pulse), ενώ προβληματική είναι και η εικόνα του ιδίου του Στ. Κασσελάκη. Επί ημερών Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε «βαρίδι» για τον τότε πρόεδρο του κόμματος. Τώρα, όπως παρατηρούν στελέχη της άτυπης εσωκομματικής αντιπολίτευσης, είναι ο Στ. Κασσελάκης που τείνει να καταστεί «βαρίδι» για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το βασικότερο πρόβλημα για την Κουμουνδούρου είναι, πάντως, ότι τα δύσκολα βρίσκονται μπροστά: τo «βέρτιγκο» που προκαλούν οι σχέσεις του Στ. Κασσελάκη με τον Π. Πολάκη και τον Ν. Παππά συνεχίζεται. Παράλληλα, ο χρόνος μετράει αντίστροφα για το επερχόμενο συνέδριο, που μπορεί να προκαλέσει νέους κραδασμούς, καθώς στην ατζέντα θα μπουν θέματα όπως η κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ με το δίλημμα Αριστερά ή Κεντροαριστερά, αλλά και η αποτίμηση των πεπραγμένων του κόμματος επί διακυβέρνησης Τσίπρα. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει τον Μάρτιο το 20ήμερο της στράτευσης του Στ. Κασσελάκη, κατά το οποίο ο πρόεδρος του κόμματος δεν θα έχει πολιτική δραστηριότητα σε μια περίοδο προεκλογική ενόψει ευρωκάλπης. Επίσης, πολλοί εκφράζουν φόβους ότι η στράτευση Κασσελάκη θα επαναφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην ατζέντα των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών. Το μόνο θετικό για τον Στ. Κασσελάκη είναι ότι η αρνητική δημοσκοπική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύεται από στασιμότητα στα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Αριστεράς.