Ο Μισέλ Ουελμπέκ έχει, δικαίως ή αδίκως, αποκτήσει τη φήμη προφήτη των δεινών του δυτικού πολιτισμού. Μέρος της φήμης αυτής είναι και ότι διέβλεψε κάτι από τη βαθιά δυσαρέσκεια της «αόρατης» Γαλλίας που προκάλεσε το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» και σήμερα πυροδοτεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο πια, το κίνημα διαμαρτυρίας των αγροτών της Γηραιάς μας Ηπείρου. Μπορεί, βέβαια, ο συγγραφέας μας να είναι απλώς ένας αντιφιλελεύθερος νεο-αντιδραστικός είρων, που αναζητά στη γαλλική επαρχία, και όχι στα «παρηκμασμένα» παρισινά μπουλβάρ, τη βαθιά ρίζα που βρέθηκε κάποτε στην καρδιά του γαλλικού grandeur. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο.
Στη «Σεροτονίνη» του, ο Φλοριάν, υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας και ως συνήθως ένας άνδρας σε πτώση, γυρίζει πίσω στην επαρχία, στον παλιό του φίλο και γόνο αριστοκρατικής οικογένειας ονόματι Αιμερίκ, ο οποίος ασχολείται με τα κτήματά του ως αγρότης. Η ιστορία του Αιμερίκ είναι η ιστορία της αποτυχίας της γαλλικής αγροτικής πολιτικής υπό τις επιταγές της Ε.Ε., που καταστρέφει την πρωτογενή παραγωγή και οδηγεί στον αφανισμό τους παραγωγούς. «Οταν θα έχει υποτριπλασιαστεί ο αριθμός των αγροτών και θα έχουμε φτάσει στα ευρωπαϊκά πρότυπα, λέει ένας ήρωας του βιβλίου, θα έχουμε βρεθεί στα πρόθυρα της οριστικής ήττας, γιατί τη μάχη της παγκόσμιας παραγωγής δεν πρόκειται να την κερδίσουμε». Και στην ερώτηση εάν πιστεύει ότι θα υπάρξουν ποτέ προστατευτικά μέτρα, ο ίδιος απαντά: «Εντελώς αδύνατον. Η ιδεολογική τανάλια δεν ανοίγει».
Ασφαλώς ο Ουελμπέκ σαρκάζει την «Ευρώπη» και επιζητεί μια επιστροφή στον προστατευτισμό. Εκ πρώτης όψεως, το ίδιο κάνουν και οι Ευρωπαίοι αγρότες αυτές τις μέρες. Πράγμα παράδοξο, εάν σκεφτεί κανείς ότι η Κοινή Αγροτική Πολιτική υπήρξε για χρόνια η μοναδική πραγματικά ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική και δη στην κατεύθυνση του προστατευτισμού. Θα μπορούσε κανείς να χλευάσει την γκρίνια των προστατευμένων για περισσότερη προστασία. Ωστόσο, όταν τρακτέρ από τη μισή Ευρώπη συρρέουν στην Γκραν Πλας των Βρυξελλών, θα πρέπει να συμβαίνει και κάτι άλλο· οι άνθρωποι σπανίως σπαταλούν τόσους οργανωτικούς πόρους για ένα καπρίτσιο.
Η πραγματικότητα είναι λίγο πιο περίπλοκη από τις πιασάρικες ειρωνείες του Ουελμπέκ. Υπάρχει ένα πραγματικό πρόβλημα στο κρίσιμο για την ασφάλεια των κοινωνιών μας επίπεδο της πρωτογενούς παραγωγής: η συνεχόμενη μείωση των εισοδημάτων των αγροτών, ιδίως σε σχέση με τα κέρδη που αποκομίζουν οι μεσάζοντες, φέρνοντας το αγροτικό προϊόν πολύ ακριβότερο στο πιάτο μας. Και αυτό μέσα σε μια ευρωπαϊκή πολιτική σχιζοφρένεια: από τη μία, ένα προστατευτικό πλαίσιο, η ΚΑΠ, η οποία επιδοτεί την αγροτική παραγωγή θέτοντας αυστηρούς όρους, και από την άλλη, μηδενική παρέμβαση στα αυξημένα κόστη παραγωγής (ενέργεια, λιπάσματα) αλλά και ελεύθερες εισαγωγές φθηνών αγροτικών προϊόντων από την Ουκρανία· από τη μία, αυστηρές απαιτήσεις για τον ευγενή στόχο της μείωσης του πράσινου αποτυπώματος (περιορισμός φυτοφαρμάκων, ζωικών αποβλήτων και της χρήσης ντίζελ) και από την άλλη, διακρατικές συμφωνίες που επιτρέπουν την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων που παράγονται με πολύ χαμηλότερα περιβαλλοντικά και λοιπά στάνταρ, στην ουσία ένα ντάμπινγκ εις βάρος των Ευρωπαίων παραγωγών. Ενας συνδυασμός των χειρότερων χαρακτηριστικών και των δύο μοντέλων: ανελαστικότητες του προστατευτισμού, ντάμπινγκ της ελεύθερης αγοράς – μια «κούρσα προς τα κάτω», στην οποία όμως τρέχεις με δεμένα πόδια.
Το πολιτικό πρόβλημα δεν είναι μόνο η Ακροδεξιά. Είναι πρωτίστως ο προσανατολισμός της Ευρώπης.
Και βέβαια, το έδαφος είναι εύφορο (σκόπιμο το λογοπαίγνιο) για την Ακροδεξιά, η οποία μπροστά στα σύνθετα ζητήματα υπόσχεται εύκολες λύσεις και έναν ορίζοντα προστασίας διά της «εθνικής προτίμησης» – η ίδια συνταγή, είτε πρόκειται για ανθρώπους (μετανάστες) είτε για καλαμπόκια. Μαζί όμως με την ακροδεξιά υπόσχεση της προστασίας πηγαίνει και η καταγγελία της πράσινης μετάβασης ως επινόημα της παγκοσμιοποίησης, του κοσμοπολιτισμού, των προοδευτικών, των Βρυξελλών, των αριστεριστών οικολόγων, γιατί όχι και του woke κινήματος.
Το πολιτικό πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο η Ακροδεξιά. Είναι πρωτίστως ο προσανατολισμός της Ευρώπης.
Η επιλογή της ελεύθερης αγοράς σημαίνει φτηνιάρικη αγροτική παραγωγή και υποχώρηση από τη μέριμνα για το περιβάλλον, αφού πάντα θα βρίσκονται άλλες χώρες που θα παράγουν «ανταγωνιστικά» προϊόντα, δηλαδή με χαμηλότερα περιβαλλοντικά προαπαιτούμενα. Σημαίνει λιγότερη προστασία και νέες ανισότητες μεταξύ των ίδιων των αγροτών, είτε από χώρα σε χώρα (άλλο η Ολλανδία, άλλο η Ελλάδα) είτε εντός της ίδιας χώρας. Ο αγροτικός εθνικισμός θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα: αυτάρκεια βασισμένη στην καταστροφή του περιβάλλοντος – εκτός του ότι θα έμοιαζε κιόλας με τον γηράσκοντα Ουελμπέκ ως προς τη συμπάθεια για τη Μαρίν Λεπέν.
Σε αυτό το πολιτικό δίλημμα, υπάρχει τρίτος δρόμος; Μόνο αν έχει μια συνεκτική απάντηση: προστασία και ρύθμιση της αγοράς, στη βάση ενός μοντέλου υψηλών περιβαλλοντικών απαιτήσεων που θα είναι εν δυνάμει εξαγώγιμο στον υπόλοιπο κόσμο, καθολικό και καθολικεύσιμο – όπως υπήρξαν οι μεγάλες ιδέες που διαμόρφωσαν την Ευρώπη. Δύσκολο στοίχημα, αλλά η μόνη πραγματικά φιλοευρωπαϊκή απάντηση. Χρειάζεται όμως πράγματι να ανοίξει η ιδεολογική τανάλια, ή να επινοήσουμε άλλα, καλύτερα εργαλεία. Οι κρίσιμες ευρωεκλογές που έχουμε μπροστά μας είναι μια καλή, και ας ελπίσουμε όχι μια τελευταία, ευκαιρία να ακουστεί.
*Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας.