Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Μαρσέλ Προυστ κάπου ανακάλυψε το παιχνίδι ερωτήσεων «Confessions», που ήταν πολύ διαδεδομένο ανάμεσα στους εφήβους της βικτωριανής Αγγλίας για να περνούν την ώρα τους πολύ πριν προκύψουν η τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα. Το προσάρμοσε στα γαλλικά δίνοντας τις δικές του απαντήσεις. Αλλες ευφυείς, άλλες γλυκερές («Η αγαπημένη σου ασχολία; Να αγαπώ»), αρκούσαν πάντως για να μείνει γνωστό ως το «ερωτηματολόγιο του Μαρσέλ Προυστ».
Ερωτήσεις και ερωτηματολόγια υπάρχουν από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος. Και αν υπάρχει κάτι καλύτερο από τις σωστές απαντήσεις, αυτό είναι οι σωστές ερωτήσεις· πολύτιμο εργαλείο στα χέρια όποιου επιθυμεί πραγματικά να μάθει κάτι για τον κόσμο.
Σε μια σύγχρονη παραλλαγή του βικτωριανού παιχνιδιού, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απηύθυνε πριν από λίγες ημέρες ένα τέτοιο ερωτηματολόγιο απευθείας και προσωπικά στα μέλη του κόμματος. Θα μπορούσε να είναι μια ενδιαφέρουσα κίνηση για ένα κόμμα σε αναζήτηση ταυτότητας. Θα μπορούσε, εάν δεν είχε ένα εγγενές ελάττωμα: εάν δεν έθετε τα λάθος ερωτήματα – ή, καλύτερα, τα σωστά ερωτήματα, αλλά σε λάθος χρόνο και με λάθος τρόπο.
«Πιστεύετε ότι η τωρινή δομή του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτελεσματική;». «Πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί ως Κεντροαριστερά ή ως Αριστερά;». Από μόνα τους, τα ερωτήματα είναι απολύτως νόμιμα. Δεν θα έλεγε τίποτα πρωτότυπο όποιος ισχυριζόταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό χρειαζόταν ένα ριζικό rebranding. Να ξανασυστηθεί σε ένα ευρύ κοινωνικό ακροατήριο, με το οποίο συνήψε πολιτικές και οργανωτικές σχέσεις που ποτέ δεν απέκτησαν βάθος και το οποίο ήταν πιο κεντροαριστερό απ’ ό,τι θα ήθελε το κόμμα.
Ο χρόνος, όμως, είναι αμφίβολος. Υπάρχει στην πολιτική επιστήμη μια ολόκληρη συζήτηση για το πώς αλλάζει ένα κόμμα (party change), η εσωτερική του οργάνωση, οι ανθρώπινοι και υλικοί του πόροι, αυτό που πρεσβεύει και αυτό που πράττει. Η χρονικότητα είναι κρίσιμος παράγοντας, καθώς η δύναμη της αδράνειας μπορεί να πάρει χρόνο για να υπερνικηθεί, είτε αυτό να γίνει αστραπιαία, εάν γίνει συνείδηση ότι είναι καιρός «κάτι να αλλάξει». Το κλειδί της αλλαγής είναι η στρατηγική προσαρμογή (adaptation), που ίσως επιτρέψει στο κόμμα να ξεπεράσει μια ήττα και να παραμείνει στο παιχνίδι.
Μια τέτοια αλλαγή μπορεί να οφείλεται σε ένα εξωτερικό σοκ, σε μια αλλαγή ηγεσίας, στην αλλαγή των εσωκομματικών συσχετισμών, στην αλλαγή του κοινωνικού κλίματος. Ολες αυτές οι προϋποθέσεις υπήρξαν. Αυτό που έλειψε ήταν η υπέρβαση της αδράνειας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι ένα σημείο, υπήρξε αξιοσημείωτη εξαίρεση στον κανόνα ότι τα (κεντρο-)αριστερά κόμματα είναι πιο «ιδεολογικά» και άρα αλλάζουν πιο δύσκολα από τα «πραγματιστικά» (κεντρο-)δεξιά. Ανεξάρτητα πώς το αξιολογεί κανείς, μέσα σε λίγα χρόνια όχι απλώς άλλαξε αλλά δεν σταμάτησε να αλλάζει: ιδεολογική αναπλαισίωση χάρη σε μια νέα και πιο ρευστή ταυτότητα, εκλογική ανανέωση και διεύρυνση, κινηματική αναζωογόνηση, αναπροσανατολισμός στο ζήτημα της διακυβέρνησης.
Και από ένα σημείο και μετά, υπέστη καθίζηση. Στο σημείο της ήττας, το 2019, στο σημείο δηλαδή όπου έπρεπε να ξανασκεφτεί την εμπειρία που τον έφερε από μια μικρή δύναμη διαμαρτυρίας στη θέση της διακυβέρνησης και από εκεί στη θέση του δεύτερου πόλου ενός έστω λιγότερο ισχυρού δικομματισμού. Λες και ποτέ δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από την κορύφωση αυτής της διαδρομής, να ανασυντάξει τις δυνάμεις που είχε αφιερώσει στη διακυβέρνηση σε μια διαδικασία κοινωνικής αντιστοίχισης της εκλογικής του δύναμης. Λες και ένιωσε ενοχές που κυβέρνησε.
Αμφίβολος όμως είναι και ο τρόπος. Ο μετασχηματισμός ενός συλλογικού οργανισμού, όπως είναι τα κόμματα, προϋποθέτει μια διαδικασία αναστοχασμού. Μια διεργασία πένθους για πράγματα που αφήνεις πίσω, τόλμης για πράγματα που επιλέγεις, επινοητικότητας για πράγματα που δοκιμάζεις. Και όλα αυτά απαιτούν χρόνο, ειλικρίνεια, αλλά και αυτό που τελικά κάνει ένα κόμμα να είναι κόμμα: συλλογικότητα. Σπανίως ευδοκιμούν σε συνθήκες αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας του ηγέτη με τον «λαό» του, ιδίως όταν ο πρώτος εμφανίζεται σαν άδειο κουτί στο οποίο καθένας μπορεί να γλιστρήσει το χαρτάκι με την ιδέα του, αλλά στο τέλος μπορεί από το κουτί να βγει οτιδήποτε. Η διαμόρφωση ενός ισχυρού δεσμού πολιτικής εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους –που κατεξοχήν, εντέλει, έλειψε από τον ΣΥΡΙΖΑ– είναι απαιτητικό πράγμα.
Μπορεί, λοιπόν, τα ερωτήματα να είναι κατ’ αρχήν σωστά. Και οι απαντήσεις λίγο-πολύ αναμενόμενες: ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα δεν είναι μια λειτουργική δομή, είναι ένα αρχηγοκεντρικό σώμα χωρίς ρίζωμα στην κοινωνία, και εάν ήθελε να καλύψει ηγεμονικά το κενό στην καθ’ ημάς Κεντροαριστερά θα έπρεπε να έχει εδώ και πολύ καιρό προετοιμαστεί ταυτοτικά, ιδεολογικά, προγραμματικά, αξιοποιώντας και όχι εκδιώκοντας ικανά στελέχη που κάτι κατάλαβαν από την εμπειρία της διακυβέρνησης. Υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις να το κάνει;
Ιδού το πραγματικά χρήσιμο ερώτημα. Στην πολιτική, όπως και γενικώς, κανείς δεν έχει απεριόριστες ευκαιρίες να αλλάξει.
Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας.