Λένε ότι τα αναγνώσματα των παιδικών και εφηβικών χρόνων μας επηρεάζουν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και μπορούν να καθορίζουν αρκετές από τις ενήλικες επιλογές μας. Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης από παιδί διάβαζε σταθερά δύο εφημερίδες, τις αγαπημένες του παππού του: την «Ελευθεροτυπία» και τον «Ορθόδοξο Τύπο». Η πολιτική τοποθέτηση στην Αριστερά και ο ιδιότυπος υπεροκταετής πολιτικός αναχωρητισμός του, που πρόσφατα έλαβε τέλος, ίσως εξηγούνται από αυτές τις επιρροές.
Από την επαύριον της απόφασής του να παραιτηθεί από βουλευτής και να φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Νοέμβριο του 2015, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης πρωταγωνιστεί σε ένα διαρκές σενάριο επιστροφής. Κάθε φορά που προέκυπτε μια κρίση, κάθε φορά που άδειαζε μια θέση, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, το όνομά του επανερχόταν στο προσκήνιο.
Λίγο καιρό πριν ανακοινώσει την απόφασή του να αποχωρήσει και ενώ η σχετική φημολογία είχε φουντώσει, σε μια συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ στην «Αθηναΐδα», φθάνοντας στον χώρο τον περικύκλωσε μια ομάδα γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας, που επίμονα του ζητούσαν να μη φύγει. Φεύγοντας λίγο καιρό αργότερα, κατάφερε όχι απλώς να μην προκαλέσει θυμό σε αυτό τον κόσμο, στην κομματική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να περισώσει το προσωπικό του πολιτικό κεφάλαιο.
Φλερτ κατά κύματα
Οσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιβεβαιώνουν ότι σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που μεσολάβησαν από τον Νοέμβριο του 2015 μέχρι σήμερα έγιναν επίμονες κρούσεις προς τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη να είναι υποψήφιος. Σε εθνικές εκλογές, σε ευρωεκλογές, σε αυτοδιοικητικές εκλογές και με υπόσχεση για ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Ακόμη και μετά τις εκλογές του περασμένου Μαΐου οι πληροφορίες αναφέρουν ότι του προτάθηκε, καθώς η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση ήταν με λίστα, να επιλέξει στη λίστα ποιας περιφέρειας ήθελε να τεθεί επικεφαλής, ακόμη και εις βάρος ισχυρών στελεχών του κόμματος, που θα έμεναν πίσω. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ακόμη και στη συζήτηση αναζήτησης διαδόχου του Αλέξη Τσίπρα το όνομά του βρέθηκε στο τραπέζι, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Ο ίδιος, περιγράφοντας σε συνομιλητές του το επίμονο φλερτ τόσων χρόνων από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, το συνοψίζει στη φράση «Ο,τι ήθελα. Αλλά, δεν ήθελα». Είχε αναπτύξει, μετά τη δύσκολη περίοδο διακυβέρνησης της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα, κάποια «αλλεργία» στην πολιτική; «Δεν ήθελα να επιστρέψω όχι γιατί με απωθούσε η πολιτική, αλλά γιατί με απωθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ», λέει. Η απόσταση που πήρε από την άμεση εμπλοκή και την καθημερινή πολιτική τριβή τού έδινε την πολυτέλεια να παρακολουθεί απέξω όσα εξελίσσονταν στο εσωτερικό του κόμματος. Και αυτό που έβλεπε δεν του άρεσε. «Δεν μπορούσα. Για λόγους πολιτικής και ιδεολογίας. Δεν είμαι άκαμπτος ιδεολογικά, θεωρώ ότι είμαι ισχυρά αριστερός, κατανοώ την ανάγκη για συναινέσεις, για διάλογο, για υποχωρήσεις, για ευελιξία. Αλλά υπήρχε μέσα μου μια ισχυρή διαφωνία άλλης τάξης. Για ζητήματα υφολογικά και ήθους, ζητήματα βαθιά πολιτικά, για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η διαχείριση καταστάσεων, για μια εικόνα αναξιοπιστίας που προέκυπτε. Προσωπικά, είχα ανάγκη να βρεθώ σε ένα χώρο που να είμαι περήφανος γι’ αυτό που κάνω, να κάνω την προσπάθειά μου με αξιοπρέπεια. Οταν αποχώρησε η ομάδα που έφτιαξε τη Νέα Αριστερά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ένιωσα να αναπνέω ξανά. Είναι ένας χώρος που νιώθω ότι με αξιοπρέπεια μπορώ να είμαι χρήσιμος στην πολιτική. Και νομίζω ότι, τελικά, αυτό είναι το “κλειδί” της επιτυχίας στην πολιτική: να είσαι αυτό που είσαι επειδή το πιστεύεις, να δουλεύεις με όρεξη, αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια. Ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούσει αυτά».
«Δεν ήθελα να επιστρέψω όχι γιατί με απωθούσε η πολιτική, αλλά γιατί με απωθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε μέσα μου μια ισχυρή διαφωνία για ζητήματα υφολογικά και ήθους, ζητήματα βαθιά πολιτικά».
Οσα έγιναν το περασμένο Σαββατοκύριακο στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν να επιβεβαιώνουν την εκτίμησή του για μια σοβούσα παρακμή στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Δεν είναι κάτι τωρινό όλο αυτό. Ηταν ακριβώς αυτό που με απωθούσε για καιρό. Απλώς σήμερα εκδηλώνεται σε υπερθετικό βαθμό. Από καιρό είχε ξεκινήσει η αποπολιτικοποίηση, η αποθέωση του ηγέτη, η τοξικότητα, ο βαρύς, άκρατος λαϊκισμός. Αυτό που βλέπουμε, πάντως, με την επικράτηση Κασσελάκη και όσα ακολούθησαν, είναι ακραίο σε παγκόσμια κλίμακα για κόμμα τέτοιου μεγέθους και τέτοιας ιστορίας», πιστεύει.
25 χρόνια στράτευσης
Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης «συναντήθηκε» με τον Συνασπισμό, το πρόδρομο του ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό σχήμα, τον Ιανουάριο του 1999 στην ΑΣΟΕΕ, όπου λίγους μήνες νωρίτερα είχε εισέλθει ως φοιτητής. Προερχόταν από μια οικογένεια με «εγγενή πολιτικοποίηση χαλαρού τύπου», όπως την περιγράφει. «Στο πανεπιστήμιο ψαχνόμουν πολιτικά, μου άρεσε ο Συνασπισμός και πήρα την απόφαση να ενταχθώ εκεί. Η απόφαση μου φαινόταν τότε βουνό, αλλά όλες οι πολιτικές αποφάσεις που έχω πάρει έκτοτε μου φαίνονται βουνό». Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον κατά επτά χρόνια μεγαλύτερο Αλέξη Τσίπρα. Ηταν η εποχή των κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης, που έδιναν έναν αέρα εξωστρέφειας, μια άλλη προοπτική.
Βεβαίως, όπως ο ίδιος περιγράφει τη συγκυρία και την εποχή, ήταν η περίοδος του στέρεου δικομματισμού, που δεν έδειχνε να απειλείται από τίποτα. «Δεν είχα ποτέ τη φαντασίωση ότι θα γινόμουν βουλευτής, πολύ περισσότερο υπουργός». Η πολιτική, λοιπόν, δεν αποτελούσε επαγγελματικό μονοπάτι. Οι βασικές σπουδές ολοκληρώθηκαν ακριβώς σε τέσσερα χρόνια. Από το τρίτο έτος δούλευε πάνω στο αντικείμενό του, σε λογιστήριο. Μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα ήταν φοιτητής και «ενεργός συνδικαλιστής» στο πανεπιστήμιο.
Τα επόμενα βήματά του τον οδήγησαν στη Νέα Υόρκη, στο New School for Social Research και στο κάποτε θρυλικό Crystal Palace της Αστόρια, όπου δούλευε σαν σερβιτόρος. Το 2003, όταν στην Ελλάδα η μαζική κάθοδος Αλβανών συνοδεύτηκε από ένα ισχυρό κύμα ρατσισμού, ο νεαρός Σακελλαρίδης προσέβλεπε στα tips των Αλβανών και άλλων Βαλκανίων που κατέκλυσαν την Αστόρια και έκαναν γαμήλια γλέντια στο Crystal Palace. Ως ένα «μεγάλο κοινωνιολογικό μάθημα» το θυμάται.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και ακολούθως στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ως επιστημονικός συνεργάτης για οικονομικά θέματα. Παράλληλα, ασχολούνταν με ερευνητικά προγράμματα σε πανεπιστήμια. Κάπως έτσι κύλησε ο χρόνος μέχρι το 2014, όταν προέκυψε η υποψηφιότητά του για τον Δήμο Αθηναίων. Εχοντας ήδη εκλεγεί στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανιζόταν κάποιες φορές στην τηλεόραση και τράβηξε την προσοχή του Αλέξη Τσίπρα, με τον οποίο στο μεσοδιάστημα, και ιδιαίτερα από την εποχή που ο τελευταίος εξελέγη πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, είχαν χαθεί. «Οχι ότι ήμασταν πραγματικά ποτέ κολλητοί. Αυτός ήταν ένας μύθος που καλλιεργήθηκε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε τροχιά κατάκτησης της εξουσίας». Η πρόταση να είναι υποψήφιος για τον Δήμο Αθηναίων δεν ήρθε ως κατάληξη μακράς συζήτησης ή κάποιας ιδιαίτερης διαδικασίας. Ο Αλέξης Τσίπρας τού τηλεφώνησε, του ζήτησε να συναντηθούν και στη συνάντηση του είπε ότι ήθελε την επομένη να τον ανακοινώσει ως υποψήφιο για τον Δήμο Αθηναίων, σε συνδυασμό με τη Ρένα Δούρου, που θα ήταν υποψήφια στην Περιφέρεια Αττικής. «Ηταν κολακευτικό, είχα ενδοιασμούς γιατί δεν ήξερα τα αυτοδιοικητικά, με καθησύχασε και την επόμενη μέρα ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα».
Εκείνη η προεκλογική εκστρατεία ήταν η πρώτη διαδικασία πολιτικής διαφοροποίησης από τον κεντρικό ΣΥΡΙΖΑ, αν και μέσα στη μνημονιακή παραζάλη ελάχιστη σημασία δόθηκε τότε. «Ηταν το πρώτο προσωπικό μου πρότζεκτ. Μπορούσα να βάλω σε αυτό τα δικά μου χαρακτηριστικά, να αφήσω έξω πράγματα που δεν μου άρεσαν στην κεντρική μας εκφώνηση. Προσπαθήσαμε να δώσουμε πιο αυτόνομα χαρακτηριστικά σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, να μιλήσουμε αυτοδιοικητικά, κάτι που δεν ήταν αυτονόητο. Ηταν τόσο έντονο το αντιμνημονιακό στοιχείο, που ακόμη και οι επικοινωνιολόγοι μού έλεγαν να “καβαλήσω το κύμα”, να με μάθουν ως ΣΥΡΙΖΑ, ως επιλογή Τσίπρα. Εγώ είχα την πεποίθηση ότι για την πόλη ο κόσμος ψηφίζει διαφορετικά, με άλλα κριτήρια. Ηταν μεγάλο σχολείο η καθημερινή, πόρτα πόρτα επικοινωνία. Στο τέλος της διαδρομής ένιωθα ότι έμαθα πολλά. Πολύ σημαντικό για μένα, που ποτέ δεν ένιωθα αυτάρκης, πάντα θεωρούσα ότι υπάρχουν κι άλλα που πρέπει να μάθω. Συνολικά ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία, που επιβραβεύθηκε κιόλας από τους πολίτες».
Ακολούθησαν οι εθνικές εκλογές στις αρχές του 2015. Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης ήθελε αρχικά να παραμείνει στον δήμο, αλλά «ήταν το λεγόμενο “κύμα της Ιστορίας”, μια τόσο ιδιαίτερη συνθήκη που δεν μπορούσα να μη συμμετάσχω». Στην πρώτη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ορίστηκε κυβερνητικός εκπρόσωπος. «Ηταν ήττα το ’15. Δεν ήταν λάθος ή σωστό. Ηταν ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, της Αριστεράς, της ελληνικής κοινωνίας η κατάληξη της διαπραγμάτευσης. Το πώς διαχειρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα και ως πρόσωπα την ήττα αυτή… Εγώ μπήκα στο πλαίσιο του υποκειμενισμού και της προσωπικής απόφασης. Αλλοι έβαλαν ένα πολιτικό πλαίσιο και έφτιαξαν κόμμα, τη ΛΑΕ. Εγώ είχα τη βαριά αίσθηση ότι δεν ανταποκριθήκαμε στην προσδοκία, στην ελπίδα που δώσαμε. Ενιωθα ότι δεν μπορούσα να το υπηρετήσω πλέον, και από την άλλη δεν είχα εναλλακτική. Ψήφισα το τρίτο μνημόνιο, είχα φύγει από κυβερνητικός εκπρόσωπος, αλλά ήμουν παρών σε όλο το επτάμηνο, που κατέληξε στη δεκαεπτάωρη διαπραγμάτευση. Τι μπορούσα να πω στον Τσίπρα; Μην πάρεις τη συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο; Και όταν γυρίζαμε πίσω, τι; Δεν είχα να προτείνω εναλλακτική. Επομένως, το ψήφισα και μετά ακολούθησα τον προσωπικό δρόμο μου στην έρημο. Ούτε μπορούσα να ενταχθώ σε αντιμνημονιακό ρεύμα, πώς θα μπορούσα; Δεν έψαχνα κολυμβήθρα του Σιλωάμ να ξεπλυθώ και, ταυτόχρονα, δεν μπορούσα να υπηρετήσω το μνημόνιο. Και ο λόγος που έμεινα εκτός πολιτικής ήταν ότι σε μεγάλο βαθμό δεν είχα λύσει μέσα μου αυτή την αντίφαση: του να βλέπω από τη μία ότι η κατάσταση είναι μονόδρομος και από την άλλη να μην έχω εναλλακτική. Αυτό με έστειλε σπίτι μου και όχι σε άλλο πολιτικό σχηματισμό, γιατί δεν είχα τι να πω».
Ξεφυλλίζοντας τις αγγελίες
Η αποχώρηση από την πολιτική συνοδεύτηκε με ένα νέο κεφάλαιο στην προσωπική του ζωή. Παντρεύτηκε και απέκτησε παιδί. Στην αρχή εργάστηκε ως οικονομολόγος σε μεγάλη τράπεζα. «Δεν ήθελα τίποτα που να έχει σχέση με πολιτική», λέει. Οταν είδε μια αγγελία ότι η Διεθνής Αμνηστία αναζητάει διευθυντή, κατάλαβε ότι η πολιτική τού λείπει και αποφάσισε να διεκδικήσει τη θέση «γιατί ήταν η ευκαιρία για πολιτική με άλλους όρους». Τέσσερα χρόνια αργότερα εντάχθηκε στην ομάδα του Eteron.
«Ηταν ήττα το ’15. Δεν ήταν λάθος ή σωστό. Ηταν ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, της Αριστεράς, της ελληνικής κοινωνίας η κατάληξη της διαπραγμάτευσης. Το πώς διαχειρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ την ήττα αυτή».
Η πρώτη παρέμβασή του στην κεντρική πολιτική σκηνή έγινε ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, με μια ανάρτηση στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ. «Χωρίς να θέλω να γυρίσω στον ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχε ένα συναισθηματικό φορτίο μετά την καταβαράθρωση στις πρώτες εκλογές. Ενιωθα ότι κλείνει ένας κύκλος και για το κόμμα και για τον Αλέξη Τσίπρα». Το δείπνο του με τον Αλέξη Τσίπρα τον περασμένο Νοέμβριο πυροδότησε και πάλι σενάρια επιστροφής. Ηταν, όμως, μια προσπάθεια να αποτραπεί η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Η επιστροφή ήρθε τώρα, μέσα από τη Νέα Αριστερά και όραμα να επανέλθει η πολιτική, να ανεβάσει ξανά ο κόσμος τις προσδοκίες του από το πολιτικό προσωπικό.