Σημαντική ευκαιρία για την ανάταξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας προσφέρει η αναθεώρηση της κοινοτικής στρατηγικής για την παραγωγή αμυντικού υλικού, που προωθούν οι Βρυξέλλες. Η Αθήνα θέλει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι της «πίτας» του 1,5 δισ. ευρώ που ετοιμάζεται να ρίξει η Κομισιόν στην αγορά.
Παράθυρο ευκαιρίας από Βρυξέλλες για τα ΕΑΣ
Του Σταύρου Ιωαννίδη
Οι σχεδόν άδειες αποθήκες πυρομαχικών των ευρωπαϊκών κρατών και η πρωτοφανής ζήτηση για βλήματα και εκρηκτικές ύλες πιέζουν τις Βρυξέλλες για άμεση αναθεώρηση της κοινοτικής στρατηγικής για την παραγωγή αμυντικού υλικού. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον μιας ιστορικής ευκαιρίας για την ανάταξη της αμυντικής της βιομηχανίας, η οποία τα τελευταία χρόνια αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Η Αθήνα θέλει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι της «πίτας» του 1,5 δισ. ευρώ που ετοιμάζεται να ρίξει η Κομισιόν στην αγορά, για να πάρει και πάλι μπρος η ευρωπαϊκή αμυντική μηχανή. Αρμόδιες πηγές, ωστόσο, επισημαίνουν ότι για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ξεπεραστούν χρόνια προβλήματα και παθογένειες που οδήγησαν στη συρρίκνωση του ελληνικού αμυντικού οικοσυστήματος και σε ορισμένες περιπτώσεις στην απαξίωση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Ενα εκατ. βλήματα
Στην εποχή που οι κοινοτικοί προϋπολογισμοί για τις αμυντικές δαπάνες καταγράφουν αλματώδη αύξηση, τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) θα μπορούσαν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της παραγωγής πυρομαχικών στην Ευρώπη. Οι Βρυξέλλες υποσχέθηκαν την παράδοση ενός εκατομμυρίου βλημάτων πυροβολικού στο Κίεβο, ενώ τα κράτη-μέλη πασχίζουν να συμπληρώσουν τα αποθέματά τους που μειώθηκαν δραματικά μετά την έναρξη του πολέμου.
Τα προηγούμενα χρόνια, όμως, η εταιρεία έφτασε ένα βήμα πριν από την εγκατάλειψη για μία σειρά από λόγους που έχουν να κάνουν με την απομείωση του προσωπικού λόγω μνημονίων και συνταξιοδοτήσεων, το κλείσιμο του εργοστασίου στον Υμηττό και του γομωτηρίου στο Λαύριο και εντέλει της αδυναμίας εκτέλεσης παραγγελιών εξαιτίας των χαμηλών ρυθμών παραγωγής. Σε αντίθεση, μάλιστα, με την ΕΑΒ, η οποία πέρασε στην εποπτεία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, τα ΕΑΣ παραμένουν υπό τον έλεγχο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Παρ’ όλα αυτά, τους τελευταίους μήνες επιχειρείται η πλήρης επαναφορά των ΕΑΣ κυρίως μέσω της διεκδίκησης έργου για τα πυρομαχικά της Ουκρανίας, ενώ η ζήτηση για βλήματα των 155 χιλιοστών οδήγησε στην επαναλειτουργία του γομωτηρίου, για πρώτη φορά έπειτα από 27 χρόνια. Η εταιρεία υπέβαλε τριπλή υποψηφιότητα για συμμετοχή στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα ASAP (Act in Support Ammunition Production) μέσω του οποίου διεκδικεί κοινοτικά κονδύλια για την αναβάθμιση του εργοστασίου στο Λαύριο. Πιο συγκεκριμένα, τα ΕΑΣ ζητούν 50 εκατ. ευρώ για επαναλειτουργία της γραμμής παραγωγής ΤΝΤ, 20 εκατ. ευρώ για τη γόμωση των βλημάτων 155 χιλιοστών και 13 εκατ. ευρώ για την παραγωγή κόκκων των βλημάτων υψηλής εκρηκτικότητας «base bleed».
Από το σύνολο των 83 εκατ. ευρώ, η πρόταση των ΕΑΣ προβλέπει ότι το 45% θα προέρχεται από ευρωπαϊκούς πόρους και το υπόλοιπο 55% από ιδιώτη επενδυτή και συγκεκριμένα τον όμιλο CSG από την Τσεχία. Αρμόδια πηγή αναφέρει στην «Κ» ότι η Ε.Ε. ενθαρρύνει τις κοινοπραξίες καθώς οι λιγοστές εναπομείνασες εταιρείες δεν έχουν τη δυνατότητα εξ ολοκλήρου κατασκευής των πυρομαχικών. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η υποψηφιότητα ΕΑΣ-CSG θεωρείται ισχυρή, εξαιτίας της δυνατότητας παραγωγής ΤΝΤ. Σημειώνεται ότι το Λαύριο είναι η δεύτερη ενεργή μονάδα ΤΝΤ στην Ευρώπη μετά το εργοστάσιο της Πολωνίας, ενώ της Ουκρανίας είναι κλειστό λόγω του πολέμου. Η πρόταση των ΕΑΣ θα αξιολογηθεί στις 13 Μαρτίου.
Το «στοίχημα» της ΕΑΒ
Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Νίκος Δένδιας έθεσε ψηλά τον πήχυ για την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία. Δήλωσε πως θα βάλει τάξη στην πολύπαθη εταιρεία και προχώρησε σε αντικατάσταση του διοικητικού συμβουλίου όταν η εποπτεία της πέρασε στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Πρόκειται για δύσκολο «στοίχημα», αφού η ΕΑΒ βρίσκεται σε τραγική κατάσταση. Εδώ και δεκαετίες, αδυνατεί να εκτελέσει συμφωνίες πολλών εκατ. ευρώ για τη συντήρηση και υποστήριξη κρίσιμων αεροπορικών μέσων. Η Πολεμική Αεροπορία έχει καταβάλει περισσότερα από 120 εκατ. ευρώ για προγράμματα που δεν έχουν υλοποιηθεί, ενώ από το 2014 δεν έχει γίνει καταγραφή των υλικών που υπάρχουν στις αποθήκες της εταιρείας με αποτέλεσμα περίπου 100 εκατ. να θεωρούνται χαμένα. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, οι ισολογισμοί της ΕΑΒ δεν μπορούν να επαληθευτούν από τους ελεγκτές και περιλαμβάνουν κυρίως ανεκτέλεστο έργο. Ταυτόχρονα, η εταιρεία αδυνατεί να προσλάβει εξειδικευμένο προσωπικό για να προχωρήσει στην υποστήριξη των μέσων, με αποτέλεσμα μόνο το 2023 να χαθούν περίπου 20 εκατ. ευρώ που προορίζονταν για επισκευές σε αεροσκάφη. Αποτελεί, ακόμη, παγκόσμια πρωτοτυπία το γεγονός ότι αν και είναι πιστοποιημένο «συνεργείο» για αεροπλάνα C-130, η ΕΑΒ αδυνατεί να υποστηρίξει επαρκώς τα μεταγωγικά της Π.Α. Χρειάστηκε μια δεκαετία για να αποδώσει ένα C-130Β, ενώ ακόμη τρία αεροπλάνα βρίσκονται ενταγμένα στα υπόστεγα και έξι παραμένουν στην πίστα της εταιρείας, εκτεθειμένα στον καιρό και την πανίδα, και είναι αμφίβολο αν θα πετάξουν ξανά. Σε χειρότερη μοίρα είναι το πρόγραμμα αναβάθμισης των αεροσκαφών P-3 του Πολεμικού Ναυτικού, για το οποίο έχουν ήδη καταβληθεί περίπου 500 εκατ. ευρώ. Τα πέντε αεροπλάνα θα έπρεπε να αποδοθούν μέχρι το 2022, ωστόσο μια δεκαετία μετά την έναρξη του προγράμματος, το Π.Ν. έχει παραλάβει μόνο το Ρ-3 ενδιάμεσης λύσης, που απλώς επανήλθε σε πτήσιμη κατάσταση αλλά δεν αναβαθμίστηκε. Πληροφορίες, μάλιστα, αναφέρουν ότι στα δύο αυτά προγράμματα απασχολείται μόλις το 20% του απαιτούμενου προσωπικού.
1,5 δισ. ευρώ για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία
Της Αλεξάνδρας Βουδούρη
Βρυξέλλες-Ανταπόκριση. Στη σκιά του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία αλλά και της έντονης ανησυχίας στις Βρυξέλλες για την πιθανή αλλαγή «ενοίκου» στον Λευκό Οίκο, η Κομισιόν παρουσίασε χθες την πρώτη ολοκληρωμένη στρατηγική της για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, με βασικό στόχο την επιτάχυνση της κοινής προμήθειας αμυντικών προϊόντων και τον ανεφοδιασμό των ευρωπαϊκών εργοστασίων, που «στεγνώνουν», λόγω των τρεχουσών αναγκών του Κιέβου. «Πρέπει να ανατροφοδοτήσουμε την αμυντική βιομηχανική μας ικανότητα τα επόμενα πέντε χρόνια», τόνισε πρόσφατα η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία τοποθετεί την εν λόγω στρατηγική και τη θέσπιση χαρτοφυλακίου επιτρόπου Αμυνας στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας της για παραμονή στο Μπερλεμόντ, η οποία όμως είναι συναφής με το πολιτικό μανιφέστο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) που θα υιοθετηθεί την Πέμπτη στο συνέδριό του στο Βουκουρέστι.
Σύμφωνα με τη νέα ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική (EDIS), η Ε.Ε. επιδιώκει επιτάχυνση παραγωγής όπλων διαθέτοντας κονδύλια για κοινά αμυντικά πρότζεκτ, ώστε η ευρωπαϊκή βιομηχανική βάση να είναι σε θέση να παρέχει όλα τα αμυντικά προϊόντα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Στόχος είναι τα κράτη-μέλη να μπορούν να προμηθεύονται τουλάχιστον το 40% του αμυντικού εξοπλισμού τους συνεργατικά έως το 2030. Τόσο ο επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν όσο και η επίτροπος Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι η Κομισιόν «δεν αντικαθιστά τα κράτη-μέλη όσον αφορά τη διαχείριση των αμυντικών δαπανών τους», απλώς προτείνει μια κοινή στρατηγική που θα διασφαλίσει «ευρωπαϊκή αυτονομία» μέσω του ευρωπαϊκού αμυντικού επενδυτικού προγράμματος (EDIP), που έρχεται ως συνέχεια των αντίστοιχων κανονισμών για κοινές προμήθειες (EDIRPA) και παραγωγή πυρομαχικών (ASAP) πέρυσι, ώστε να επιταχυνθεί η παραγωγή πυρομαχικών προς το Κίεβο.
Η στρατηγική της Κομισιόν ενθαρρύνει τα κοινά πρότζεκτ μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. – Τελικός στόχος, η δυνατότητα ανταγωνισμού με τις αμερικανικές εταιρείες.
Επί της ουσίας η Κομισιόν δίνει κίνητρα στις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες αμερικανικές, καθώς και οι δύο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επισήμαναν ότι από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το μεγαλύτερο ποσοστό εξαγοράς οπλικών συστημάτων έγινε εκτός της Ενωσης. «Από το 2022, το 75% της αγοράς στρατιωτικών εξοπλισμών δόθηκε σε μη ευρωπαϊκές εταιρείες, εκ των οποίων το 68% ήταν αμερικανικές», ανέφερε ο Μπρετόν. Επομένως, στόχος της Ε.Ε. είναι να πραγματοποιηθεί έως και το ήμισυ των αγορών εξοπλισμών εντός του «μπλοκ» έως το 2035.
Ο ρόλος της Κομισιόν δεν είναι να γίνει «αγοραστής όπλων», ξεκαθάρισε ο Μπρετόν, αλλά διαμεσολαβητής προμηθειών μεταξύ κρατών-μελών και βιομηχανιών, όπως συνέβη με την παραγωγή εμβολίων στην πανδημία, ενώ θα καταγράφει δυνατότητες παραγωγής αλλά και ελλείψεις. Επομένως θα εξασφαλιστεί προβλεψιμότητα, ώστε να μειωθεί το ρίσκο των επενδύσεων, εξήγησε, ενώ θα υπάρχουν δυνατότητες για προτεραιοποίηση των παραγγελιών σε περιόδους κρίσεων, ώστε να διασφαλίζονται οι αλυσίδες αμυντικού εφοδιασμού.
Αυτό που προβληματίζει, ωστόσο, τις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες είναι η γραφειοκρατία και η έλλειψη κονδυλίων. Η χρηματοδότηση άλλωστε της φιλόδοξης στρατηγικής θα αναμένει τον επόμενο επταετή προϋπολογισμό, το 2028, ενώ θα διατεθεί 1,5 δισ. ευρώ από τον τρέχοντα προϋπολογισμό για τη διετία 2025-2027. Για τον λόγο αυτό, η Κομισιόν ζητάει αλλαγή των κανονισμών λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), ώστε να μπορεί να συνδράμει με κονδύλια και για αμυντικά προγράμματα, ενώ ήδη αρκετά κράτη-μέλη, όπως η Γαλλία, θέτουν ζήτημα έκδοσης αμυντικών ομολόγων (European Defense Funds), που απορρίπτει προσώρας η Γερμανία. Για μικρότερα κράτη-μέλη –προφανώς και για τη χώρα μας– υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες, όπως τόνισε η επίτροπος Βεστάγκερ, καθώς θα δοθούν κονδύλια και σε μικρομεσαίες αμυντικές επιχειρήσεις, ενώ ενδιαφέρον θα έχει η ενσωμάτωσή τους σε πανευρωπαϊκές αλυσίδες αμυντικής βιομηχανικής παραγωγής (FAST).