Η αυτοκριτική των «πρώην» έχει πάντα ενδιαφέρον. Οταν μάλιστα δεν αποτελεί αφορμή για πολιτική κλωτσοπατινάδα ή μικροπολιτικές αναφορές, είναι και χρήσιμη καθώς βοηθάει στην πιο ψύχραιμη αποτίμηση όσων συνέβησαν αλλά και των ίδιων των πρωταγωνιστών. Η εξεύρεση κοινών τόπων και οι γόνιμες επαναθεωρήσεις, με τη «σοφία» που δίνει η χρονική απόσταση, θα μπορούσαν να αποτελούν δείγματα ωρίμανσης του πολιτικού μας συστήματος.
Υπό το πρίσμα αυτό, τα όσα ανέφερε ο κ. Τσίπρας στο Συνέδριο της «Καθημερινής» για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης είχαν ενδιαφέρον. Το επίτευγμα, εξάλλου, του κ. Τσίπρα, να οδηγήσει ένα κόμμα του 5% στην κυβέρνηση, είναι πρωτόγνωρο στη μεταπολιτευτική μας ιστορία. Ούτε η συγκυρία και οι μέθοδοι που το πέτυχε, ούτε οι τελευταίες ήττες του, ακυρώνουν το ιστορικό του βάρος και το γεγονός ότι η περίοδος που πρωταγωνίστησε θα μελετάται για καιρό ακόμα.
Η αυτοκριτική συνεπώς του κ. Τσίπρα είναι χρήσιμη και καλοδεχούμενη. Είναι όμως και ελλιπής. Τα δύο λάθη στα οποία επέλεξε να αναφερθεί, η υπόθεση με τις τηλεοπτικές άδειες και η υπόθεση Novartis, ήταν σημαντικά, αλλά δεν ήταν τα πλέον καθοριστικά.
Το μεν ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, με εξαίρεση το συγκεκριμένο διάστημα εκείνων των μηνών, δεν επηρέασε τόσο τη στάση των καναλιών. Ενώ δεν του επέφερε ιδιαίτερο κόστος, καθώς οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ δεν ήταν ποτέ δημοφιλείς. Η δε υπόθεση Novartis εξέπεμψε έναν καθεστωτικό κυνισμό που ενίσχυσε το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, αλλά εκτυλίχθηκε όταν το δημοσκοπικό προβάδισμα της Ν.Δ. ήταν ήδη ευρύ και παγιωμένο.
Το μεγαλύτερο πολιτικό, στρατηγικό, απολύτως καθοριστικό, άρα και ιστορικό, σφάλμα του Αλέξη Τσίπρα ήταν το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Και μοιάζει ίσως οξύμωρο ότι η στιγμή που θεωρήθηκε ο κολοφώνας της δόξας του Αλέξη Τσίπρα, ήταν τελικά το μοιραίο λάθος και η αρχή του τέλους της πολιτικής κυριαρχίας του.
Το δημοψήφισμα ήταν ίσως η πιο διχαστική διαδικασία της Μεταπολίτευσης, καθώς αμφισβήτησε τις βασικές συναινέσεις της. Προκάλεσε δε τραύμα τόσο σε εκείνους που βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών και στη συνέχεια βίωσαν τη διάψευση, όσο και σε εκείνους που βρέθηκαν στη μεριά των ηττημένων, αν και στην πορεία ένιωσαν δικαιωμένοι.
Αμέσως μετά το δημοψήφισμα –και παρά τον θρίαμβο– η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα επιδεινώθηκε ραγδαία. Το κόστος δεν καταβλήθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, επειδή υπήρχε λίγο ακόμα «καύσιμο» στο ρεζερβουάρ του, αλλά και επειδή οι ψηφοφόροι δεν ήταν έτοιμοι να επαναφέρουν στην εξουσία τους «προηγούμενους». Η στρατηγική ζημιά όμως για τον κ. Τσίπρα είχε επέλθει.
Πρώτον, σπατάλησε γρήγορα το πολιτικό του κεφάλαιο. Με τις αλλεπάλληλες αναμετρήσεις του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε restart, όπως βαυκαλιζόταν, αλλά έκαιγε πολιτικά «κανονάκια». Οι πολίτες που τον ψήφισαν τρεις φορές σε 8 μήνες, θεώρησαν ότι του έδωσαν ευκαιρίες, οπότε η περίοδος χάριτος εξαντλήθηκε γρήγορα.
Τα δύο λάθη στα οποία επέλεξε να αναφερθεί ο κ. Τσίπρας, η υπόθεση με τις τηλεοπτικές άδειες και η υπόθεση Novartis, ήταν σημαντικά, αλλά δεν ήταν τα πλέον καθοριστικά.
Δεύτερον, έκανε εμφατική την αποτυχία της πολιτικής του. Η παρατεταμένη ένταση, το δημοψήφισμα και η αλλαγή στάσης «οπτικοποίησαν» την αποτυχία της στρατηγικής του. Η δε ρεαλιστική στροφή που αν είχε υλοποιηθεί εγκαίρως και πιο ήπια θα μπορούσε να επιφέρει κέρδη για τον ΣΥΡΙΖΑ, απαξιώθηκε ως «κωλοτούμπα».
Τρίτον, δημιούργησε ψυχικό ρήγμα με παλαιούς, αλλά και με δυνητικούς ψηφοφόρους. Οχι μόνο με όσους αποχώρησαν μετά τη στροφή, αλλά και με μετριοπαθείς πολίτες, στους οποίους θέλησε να απευθυνθεί τα επόμενα χρόνια όταν, θεωρητικώς, επιχειρούσε να παρουσιάσει έναν πιο ώριμο ΣΥΡΙΖΑ. Τα όσα είχαν προηγηθεί δυσκόλευαν το εγχείρημα.
Τέταρτον, συνέδεσε τους πολίτες με μια αποτυχία και εκείνοι αντέδρασαν. Οι ψηφοφόροι, στην πλειοψηφία τους, απεχθάνονται να είναι συνυπεύθυνοι. Θεωρούν ότι δεν κάνουν λάθη, αλλά παρασύρονται. Οτι δεν πέφτουν έξω στις εκτιμήσεις τους, αλλά εξαπατώνται. Λίγες εβδομάδες μετά το δημοψήφισμα τα 2/3 της κοινής γνώμης το χαρακτήριζαν επιζήμιο και υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να έχει διεξαχθεί.
Πέμπτον: Προκάλεσε διεργασίες στον χώρο της αντιπολίτευσης και ιδίως της Ν.Δ. Η Ν.Δ., που μετά την ήττα της τον Ιανουάριο 2015 παρέπαιε, έμεινε συσπειρωμένη. Μέσα από τις ωσμώσεις μεταξύ φορέων, κομμάτων και ενεργών πολιτών της πλευράς του «Ναι», ανεδείχθη σε βασικό πόλο του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, αναπτύσσοντας μάλιστα κινηματικά στοιχεία. Οι διεργασίες αυτές συνέβαλλαν λίγο αργότερα στην εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ., γεγονός απολύτως καθοριστικό για τις μελλοντικές εξελίξεις. Οι δε ωσμώσεις, σε συνδυασμό με το επίσης κορυφαίο στρατηγικό σφάλμα του κ. Τσίπρα να συνεχίσει τη συνεργασία με τον κ. Καμμένο και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, οδήγησαν σταδιακά τον ενδιάμεσο, «κεντρώο», χώρο στην αγκαλιά του κ. Μητσοτάκη.
Τέλη Ιανουαρίου 2016, μόλις 4 μήνες μετά τις εκλογές, πριν καν αρχίσει η υλοποίηση των σκληρών μέτρων του μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε δεύτερος στις δημοσκοπήσεις. Συντομότερα από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης και χωρίς έκτοτε να ανακτήσει το προβάδισμα. Ενώ ο κ. Τσίπρας κουβαλάει διαχρονικά ένα ζήτημα αξιοπιστίας το οποίο ξεκάθαρα εδράζεται στα όσα συνέβησαν την περίοδο εκείνη.
Ολα αυτά σήμερα μοιάζουν –και είναι– μακρινά. Δεδομένου όμως ότι ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ήδη σε μια περιδίνηση και πιθανότατα θα βρίσκεται για καιρό ακόμα, είναι σημαντικό να εντοπιστούν όλες οι παθογένειες του παρελθόντος. Μια αυτοκριτική που παραβλέπει τις πλέον καθοριστικές στρατηγικές επιλογές, είναι ελλιπής. Και οι λανθασμένες διαγνώσεις οδηγούν σε λανθασμένες θεραπείες.
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.