Παράθυρο για –ευρύ ή διορθωτικό– ανασχηματισμό, που το πιθανότερο είναι να πραγματοποιηθεί αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, συνιστά η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να περιοριστεί σε «σημειακές» εκ των έσω παρεμβάσεις στο Μέγαρο Μαξίμου προκειμένου να καλυφθούν τα κενά από τις παραιτήσεις των Στ. Παπασταύρου και Γ. Μπρατάκου. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν συνομιλητές του, ο πρωθυπουργός επέλεξε να προχωρήσει σε άμεσο restart στο Μέγαρο Μαξίμου, καθώς για ενδεχόμενο κυβερνητικό restart, μέσω αλλαγών στο υφιστάμενο υπουργικό συμβούλιο, είναι σαφές πως θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα πολιτικά αλλά και «γεωγραφικά» μηνύματα της κάλπης της 9ης Ιουνίου – οι περιοχές δηλαδή όπου η Ν.Δ. είχε επιδόσεις καλύτερες του αναμενομένου και εκείνες όπου ενδεχομένως το «μήνυμα» των πολιτών ήταν ηχηρότερο. Πάντως, οι επιλογές του Κυρ. Μητσοτάκη αναφορικά με τη νέα ανθρωπογεωγραφία του Μεγάρου Μαξίμου, παρότι εξαιρετικά περιορισμένες, δεν πρέπει να υποτιμώνται. Η ανάληψη της θέσης του γ.γ. του Πρωθυπουργού από τον Στ. Κουτνατζή, ένα πρόσωπο με σαφή τεχνοκρατικά και όχι πολιτικά χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το ότι ο Στ. Παπασταύρου δεν αντικαταστάθηκε –τμήμα μόνο των αρμοδιοτήτων του θα αναλάβει ο Μ. Βορίδης–, εκτιμάται πως «στεγανοποιεί» σε μεγάλο βαθμό το Μέγαρο Μαξίμου και κυρίως «ενοποιεί» τα μηνύματα που θα εκπέμπονται εφεξής. Παράλληλα, παρότι τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στον Μ. Βορίδη λόγω της διεύρυνσης του «χαρτοφυλακίου» του, πρόσωπα που γνωρίζουν άριστα και εκ των έσω τη λειτουργία του Μεγάρου Μαξίμου εκτιμούν πως πραγματικός κερδισμένος των πρόσφατων ανακατατάξεων είναι ο Ακης Σκέρτσος. Ο υπουργός Επικρατείας, που είναι πρακτικά ο μόνος με σταθερή παρουσία στον στενό πυρήνα του «επιτελικού κράτους» από την πρώτη ημέρα διακυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη, αναλαμβάνει όλους τους φορείς που υπάγονται στον πρωθυπουργό καθώς και την εποπτεία του foresight που «τρέχει» ο Γ. Μαστρογεωργίου. Το κυριότερο, όμως, είναι πως σε εκείνον περνάει η διαχείριση θεμάτων σχεδιασμού και στρατηγικής για τα οποία την ευθύνη είχε ο Στ. Παπασταύρου, αλλά και η εποπτεία της ΕΥΠ, ως προς το νομοθετικό σκέλος. Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές πως ο Κυρ. Μητσοτάκης ήθελε να επενδύσει σε «δοκιμασμένες» λύσεις, καθώς στην πολιτική σκηνή κυριαρχεί τοξικότητα, ενώ ο χρόνος προς τις ευρωεκλογές μετράει αντίστροφα. Με το σκεπτικό της αποφυγής «στοιχημάτων» ενόψει της κάλπης πραγματοποιήθηκε εξάλλου και η αναβάθμιση του έμπειρου στα κομματικά Θ. Νέζη που θα αναλάβει ρόλο συνδέσμου με την Κοινοβουλευτική Ομάδα, αντικαθιστώντας στα συγκεκριμένα καθήκοντα τον Γ. Μπρατάκο. Οπως και εκείνη της επίσης πολύ παλαιάς συνεργάτιδος του κ. Μητσοτάκη, της Ελένης Σχινά, που τοποθετήθηκε διευθύντρια του ιδιαίτερου γραφείου του πρωθυπουργού.
Τα δύο ραντεβού με τον Ερντογάν
Στη γεμάτη, και λόγω της εν εξελίξει προεκλογικής περιόδου, ατζέντα του ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει «κυκλώσει» δύο ημερομηνίες με την υποσημείωση «ελληνοτουρκικά».
Η πρώτη είναι η 7η Μαΐου, οπότε και αναμένεται να επισκεφθεί την Αγκυρα για να συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν – εάν το τετ α τετ τους δεν «μετακινηθεί» κατά λίγες ημέρες, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος θα μεταβεί στις ΗΠΑ προκειμένου να συναντηθεί στις 9 του μηνός με τον Τζο Μπάιντεν.
Η δεύτερη είναι η 9η Ιουλίου, όταν αναμένεται να επισκεφθεί την Ουάσιγκτον προκειμένου να μετάσχει στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ. Στο περιθώριο της συνόδου ο πρωθυπουργός προγραμματίζεται να έχει νέο τετ α τετ με τον Τούρκο ηγέτη. Στις δύο συναντήσεις και από την προσέγγιση του Ταγίπ Ερντογάν θα απαντηθεί με σαφήνεια το ερώτημα που απασχολεί την Αθήνα: σε ποια κατεύθυνση θα επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις η δεινή ήττα του Τούρκου προέδρου στις δημοτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής. Σύμφωνα με το θετικό σενάριο, αλλά και με βάση σχετικά μηνύματα που εξέπεμψε η Αγκυρα τις προηγούμενες ημέρες, ο Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να τηρήσει εποικοδομητική στάση στα ελληνοτουρκικά, περιλαμβανομένης της προσπάθειας αναζήτησης λύσεων στη βασική διμερή διαφορά της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή σε επίπεδο εθνικών εκλογών διαθέτει νωπή εντολή και πλέον έχει για μια τετραετία καθαρό πολιτικό τοπίο, χωρίς άλλη εκλογική δοκιμασία στον ορίζοντα. Και, δεύτερον, επειδή ενδεχομένως θα θελήσει να εντάξει τα ελληνοτουρκικά στην «παρακαταθήκη» της 20ετούς και πλέον πολιτικής παρουσίας του.
Στον αντίποδα, εκφράζονται φόβοι ότι το ιδιαίτερα αρνητικό για το ΑΚΡ εκλογικό αποτέλεσμα στην αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής μπορεί να οδηγήσει τον Ταγίπ Ερντογάν σε μεγαλύτερη εξάρτηση από τον κυβερνητικό εταίρο του, τον Μπαχτσελί, εξωθώντας την Αγκυρα σε περισσότερο εθνικιστικές θέσεις. Πάντως, με δεδομένο ότι στις 12 Ιουλίου συμπληρώνεται ένας χρόνος από το Βίλνιους, είναι σαφές πως εάν από τις δύο συναντήσεις των Μητσοτάκη και Ερντογάν δεν προκύψει «λευκός καπνός» αναφορικά με την προοπτική της Χάγης, δεν θα πρέπει να αναμένεται ουσιαστική πρόοδος στη συνέχεια.
Οι δημοσκοπήσεις στο μικροσκόπιο
Με ιδιαίτερη προσοχή μελετά το Μέγαρο Μαξίμου το τελευταίο κύμα δημοσκοπήσεων, καθώς πραγματοποιήθηκαν σε μια ιδιαίτερα αρνητική για την κυβέρνηση συγκυρία, με την τραγωδία των Τεμπών αλλά και τις παραιτήσεις των Στ. Παπασταύρου και Γ. Μπρατάκου να κυριαρχούν στην επικαιρότητα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι τρεις τελευταίες έρευνες που έφθασαν στο πρωθυπουργικό γραφείο δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά από εκείνη της Pulse για τον ΣΚΑΪ και εμφανίζουν τη Ν.Δ. –με αναγωγή επί των αναποφάσιστων– να κινείται σε ποσοστά από 33,2% μέχρι 33,6%, με απώλειες της τάξεως του 3% προς τα δεξιά της και 5% προς την αδιευκρίνιστη ψήφο. Δηλαδή, στην «περιοχή» της εκλογικής της επίδοσης στις ευρωεκλογές του 2019. Παράλληλα, με βάση τα ποιοτικά στοιχεία, κυριαρχεί η αίσθηση πως οι απώλειες της Ν.Δ. δεν προέρχονται από την «επιμονή» της ακρίβειας και την επαναφορά των Τεμπών στο προσκήνιο, αλλά πρωτίστως από τη νομοθέτηση του γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Θετικά αξιολογείται, τέλος, το γεγονός ότι αν και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να επανακάμπτει στη δεύτερη θέση, δεν αναπτύσσει ισχυρή δυναμική.
Είναι, δηλαδή, πολύ πιθανό το βράδυ των εκλογών της 9ης Ιουνίου τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ να κινούνται καθαρά κάτω από το 20%, επαναβεβαιώνοντας την εικόνα κατακερματισμένης αντιπολίτευσης που θα είναι δύσκολο από τη συγκεκριμένη αφετηρία να αποκτήσει δυναμική νίκης στην πορεία προς τις προσεχείς εθνικές εκλογές.