Συμπληρώνονται σήμερα Τετάρτη, 24 Απριλίου, είκοσι έτη από τα ιστορικά δημοψηφίσματα στην Κύπρο που οδήγησαν στην απόρριψη του σχεδίου συμφωνίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με τη σφραγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, που έμεινε στην ιστορία ως Σχέδιο Ανάν.
Φέροντας το επώνυμο του τότε γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, ένεκα και της ενεργούς εμπλοκής και ενδιαφέροντος του Γκανέζου διπλωμάτη για το Κυπριακό, το σχέδιο συμφωνίας που προτάθηκε σε χωριστά δημοψηφίσματα στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας (ανεξαρτήτως εθνότητας ή θρησκείας) και στους κατοίκους των Κατεχομένων που υποτίθεται ότι ήταν Τουρκοκύπριοι (αν και στην πλειονότητά τους πλέον είναι έποικοι και απόγονοι αυτών) ήταν η πέμπτη τελικά εκδοχή του Σχεδίου Ανάν που είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά 15 μήνες νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 2002.
Τότε πρόεδρος στην Κύπρο ήταν ο ιστορικός ηγέτης της Δεξιάς, δηλαδή του Δημοκρατικού Συναγερμού, ο Γλαύκος Κληρίδης, που διαπραγματευόταν με τον Ραούφ Ντενκτάς (φανατικό υπέρμαχο του ψευδοκράτους του) μέχρι την αποχώρησή του από το Προεδρικό Μέγαρο και τη διαδοχή του από τον Τάσσο Αναστασιάδη τον Φεβρουάριο του 2003.
Η αρνητική στάση του προερχόμενου από το κεντρώο Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) προέδρου (αλλά και με τη στήριξη του αριστερού ΑΚΕΛ), όπως και του Ραούφ Ντενκτάς οδήγησε στην ολοκλήρωση του σχεδίου (με την πέμπτη και τελική εκδοχή του) από τον ίδιο τον Κόφι Ανάν. Αυτό παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2004 για να τεθεί στα δημοψηφίσματα της 24ης Απριλίου, μία εβδομάδα πριν την προγραμματισμένη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την 1η Μαΐου εκείνου του πολλαπλά ιστορικού για τον Ελληνισμό έτους.
Το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε την αντικατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας από ένα μόρφωμα με την ονομασία «Κύπρος» που δεν έχει προηγούμενο στη διεθνή ιστορία, παίρνοντας πάντως στοιχεία από τα συντάγματα του Βελγίου και της Ελβετίας. Θα επρόκειτο για ένα μείγμα ομοσπονδίας (όπως ήθελε και θέλει η ελληνική πλευρά και έχει προκρίνει η διεθνής κοινότητα) και συνομοσπονδίας (που επιθυμούσε η τουρκική πλευρά).
Προβλεπόταν η δημιουργία δύο συνιστώντων κρατών σε χαλαρή σχετικά σύνδεση μεταξύ τους κυρίως έναντι των διεθνών υποχρεώσεων, με το κεντρικό κράτος να έχει εναλλασσόμενη προεδρία, άνω βουλή μοιρασμένη εξίσου μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κάτω βουλή με βάση τον πληθυσμό κάθε συνιστώντος κράτους και ένα πολύπλοκο σύστημα λήψης αποφάσεων που πολλοί χαρακτήρισαν μη λειτουργικό.
Κεντρικές μέριμνες ήταν όμως αφενός ότι τον τελικό λόγο σε διαφωνίες επί της διακυβέρνησης του κράτους «Κύπρος» θα είχαν έξι δικαστές, ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις καθενός συνιστώντος κράτους θα είχαν δικαίωμα μετάβασης και στο έτερο συνιστών κράτος. Επίσης θα παρέμεναν εκατοντάδες Τούρκοι στρατιώτες και τουλάχιστον 45.000 Τούρκοι έποικοι.
Διχασμένοι
Στον δρόμο για τα δημοψηφίσματα της 24ης Απριλίου διχάστηκαν τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα. Η στάση της Ελλάδας τροποποιήθηκε μετά τις εκλογές της 7ης Μαρτίου, καθώς τις θέσεις του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου είχαν πλέον πάρει ο Κώστας Καραμανλής και ο Πέτρος Μολυβιάτης αντιστοίχως. Αντί της σθεναρής υποστήριξης της Αθήνας επί πρωθυπουργίας Σημίτη στο Σχέδιο Ανάν έως την 7η Μαρτίου, η νέα κυβέρνηση Καραμανλή τήρησε μια μάλλον αρνητική στάση, με την τελική δήλωση της κυβέρνησης να είναι ότι ήλπιζε πως μακροπρόθεσμα τα θετικά του σχεδίου θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα αρνητικά.
Την ίδια ώρα, η Κύπρος έβραζε: Το μεγαλύτερο κόμμα της Κύπρου, που όμως βρισκόταν στη αντιπολίτευση, ο Δημοκρατικός Συναγερμός με επικεφαλής τον (αργότερα πρόεδρο της Δημοκρατίας) Νίκο Αναστασιάδη είχε ταχθεί υπέρ του σχεδίου ακολουθώντας τις επιταγές του ιστορικού του ηγέτη και τέως τότε προέδρου Κληρίδη. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής ήταν τελικά η διάσπαση του ΔΗΣΥ, με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κόμματος από τους απορριπτικούς του σχεδίου.
Το δεύτερο δημοφιλέστερο κόμμα, το ΑΚΕΛ, ήταν βαθιά διχασμένο μεταξύ του Ναι και του Οχι, με τη βάση του κόμματος να είναι περισσότερο αρνητική, και την ηγεσία, υπό τον γενικό γραμματέα Δημήτρη Χριστόφια (επίσης αργότερα πρόεδρο της Δημοκρατίας), η οποία συγκυβερνούσε με το ΔΗΚΟ από τον Φεβρουάριο του 2003, να διατυπώνει αρχικά θετική άποψη βάσει προηγούμενων δεσμεύσεων στον διεθνή παράγοντα. Τελικά η ηγεσία αναγκάστηκε να διατυπώσει επαμφοτερίζουσα στάση, με το θρυλικό «λέμεν Οχι για να τσιμεντώσουμεν το Ναι» του Χριστόφια.
Αναφανδόν κατά του σχεδίου τάχθηκαν τα λεγόμενα κόμματα του μεσαίου χώρου, δηλαδή το κυβερνών ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ του Βάσου Λυσσαρίδη, καθώς και άλλες μικρότερες παρατάξεις.
Η στάση του ΔΗΚΟ αποκρυσταλλώθηκε στο ιστορικό διάγγελμα του προέδρου Αναστασιάδη 17 ημέρες πριν τα δημοψηφίσματα. Το συγκινητικό τηλεοπτικό διάγγελμα του Κύπριου ηγέτη αποτελεί σημείο αναφοράς ακόμη και σήμερα, με τις αποστροφές ενός ανθρώπου που είχε πολεμήσει με την ΕΟΚΑ τη δεκαετία του 1950, είχε δει το όραμα της Ενωσης με την Ελλάδα να ενταφιάζεται και υφίστατο τεράστια πίεση (με απειλές, κατά πολλούς) από τον διεθνή παράγοντα για να μην επηρεάσει τους ψηφοφόρους, τουλάχιστον να κρατήσει ουδέτερη στάση.
Δεν το έκανε, και επέλεξε να πει όλη την άποψή του, καλώντας τους Ελληνες της Κύπρου να απορρίψουν το Σχέδιο Ανάν. Ιστορικά έμειναν τα λόγια του την 7η Απριλίου 2004, όταν με εμφανή συγκίνηση και τρεμάμενη φωνή είπε: «Παρέλαβα κράτος, διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα, χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς, και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών και παραπλανητικών προσδοκιών, δήθεν ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της».
Τα αποτελέσματα
Οι ελληνοκυπριακός λαός τον άκουσε και 17 μέρες μετά έδωσε ακόμη ηχηρότερη απάντηση από εκείνη που ανέμεναν οι δημοσκοπήσεις. Την ώρα που δύο στους τρεις Τουρκοκύπριους επικροτούσαν το σχέδιο, ελπίζοντας στην έξοδο από τη διεθνή απομόνωση, πάνω από τρεις στους τέσσερις Ελληνοκύπριους απέρριπταν με το ιστορικό 75,8% το Σχέδιο Ανάν προς κατάπληξη του διεθνούς παράγοντα, αλλά και ανακούφιση του Ραούφ Ντενκτάς.
Συγκεκριμένα, το Οχι έλαβε στην Κυπριακή Δημοκρατία 313.704 ψήφους και ποσοστό 75,83%, ενώ κάτω από 100.000 (99.976) ψήφισαν Ναι, ήτοι ποσοστό 24,17%. Περίπου 15.000 ψηφοφόροι επέλεξαν λευκό ή άκυρο, σε ένα δημοψήφισμα με τεράστια συμμετοχή που άγγιξε το 90% (89,18%).
Από την άλλη πλευρά της Πράσινης Γραμμής, οι Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι κάτοικοι των Κατεχομένων ψήφισαν Ναι κατά το 64,91% (77.646 ψήφοι) και Οχι κατά το 35,09% (41.973 ψήφοι), με 5.344 άκυρα ή λευκά και 87% συμμετοχή.
Το πολιτικό σκηνικό στην Κύπρο αναδιατάχθηκε για μια δεκαετία, με τη Δεξιά να μπαίνει σε εσωστρέφεια, ενώ το σχέδιο Ανάν δεν επανήλθε ποτέ επισήμως στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μολονότι παραλλαγές του, κατά πολλούς έτι δυσμενέστερες, έχουν συζητηθεί υπό άλλον μανδύα στις διακοινοτικές συνομιλίες.
Σήμερα η Κύπρος, 20 χρόνια μετά τα δημοψηφίσματα και σχεδόν 50 μετά την εισβολή και κατοχή από την Τουρκία στο βόρεια τμήμα της, παραμένει διαιρεμένη και ημικατεχόμενη. Οι Τουρκοκύπριοι πλέον δεν μιλούν για ομοσπονδία (διζωνική και δικοινοτική), αλλά τείνουν όλο και περισσότερο στη «λύση» των δύο κρατών που ούτε η Λευκωσία ούτε η Αθήνα μπορούν να αποδεχθούν.
Η Κυπριακή Δημοκρατία (και όχι το μόρφωμα «Κύπρος») ανθεί ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τις Βρυξέλλες να φροντίζουν μάλιστα και για κάποια ευεργετικά μέτρα για την τουρκοκυπριακή κοινότητα στα Κατεχόμενα. Λύση όμως για το Κυπριακό δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.