Οταν χρεοκοπείς από έλλειμμα συνοχής

Οταν χρεοκοπείς από έλλειμμα συνοχής

Η Ελλάδα έφτασε σε οικονομικό αδιέξοδο όχι γιατί οι κυβερνήσεις έθεσαν σε εφαρμογή μια σοσιαλδημοκρατική ή φιλελεύθερη στρατηγική που απέτυχε, αλλά γιατί δεν σεβάστηκαν τους ελάχιστους καταναγκασμούς που συνεπάγεται κάθε ιδεολογική και πολιτική επιλογή. Εχουν σήμερα αρθεί οι αντιφάσεις;

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν χρειαζόταν το πρόσφατο άρθρο των Financial Times για να μάθουμε ότι η Ελλάδα είναι η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ε.Ε., ότι το δημογραφικό μάς πνίγει και ότι η κλιματική αλλαγή απειλεί ιδιαίτερα τη χώρα μας.

Χρειάστηκε, όμως, το άρθρο αυτό για να κατανοήσουν mainstream αναλυτές και αυτάρκεις (και λόγω συμφέροντος) πολιτικοί, αν το κατανόησαν, ότι η ελληνική κρίση χρέους δεν υπήρξε συγκρίσιμη, ως προς το βάθος, τη διάρκεια και τις συνέπειες, με αυτές της Πορτογαλίας, της Ισπανίας ή της Ιρλανδίας. Συγκρίνεται μόνο με την Great Depression και, ειδικά, με την αμερικανική κρίση της δεκαετίας του 1930. Το έχω υποστηρίξει πολλές φορές (ας συγχωρηθεί η αυτοαναφορά). Η Ελλάδα βυθίστηκε, μόνη αυτή, στην κρίση μιας άλλης εποχής. Μόνο που το βάθος της κρίσης προσδιορίζει και το «μετά».

Προς τη μεγάλη πτώση

Σε ένα άρθρο του, από τα καλύτερά του, και παρά τη διαφορετική άποψή μου ως προς τις πολιτικές λύσεις, ο Αρίστος Δοξιάδης έγραφε το 2014 (ας μου επιτραπεί το μακροσκελές παράθεμα): «Σοσιαλδημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς προϋπολογισμούς που τηρούνται, αξιολόγηση και αναμόρφωση υπηρεσιών, και κοινωνικές παροχές είτε ίσες είτε στοχευμένες στους αδύναμους. Φιλελεύθερη οικονομία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς δικαστήρια που αποφασίζουν σε λογικό χρόνο, ξεκάθαρες χρήσεις γης, σαφές διευθυντικό δικαίωμα, σταθερή φορολογία και γενικά κανόνες που τηρούνται. Το πρόβλημά μας στην Ελλάδα δεν είναι ποιο από τα δύο θα διαλέξουμε, αλλά ότι δεν μπορούμε να έχουμε κανένα από τα δύο. Η πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού, σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, χειρίζεται καλά την εξουσία της υποκρισίας και της υφαρπαγής: άλλα να λένε, άλλα να νομοθετούν και άλλα να συμβαίνουν. Δίπλα τους υπάρχουν μερικοί “χρήσιμοι ηλίθιοι”, που ειλικρινά νομίζουν ότι η πολιτική εξουσία, με αυτούς τους θεσμούς, μπορεί να εφαρμόσει κάποιο συνεκτικό πρόγραμμα, είτε σοσιαλιστικό είτε φιλελεύθερο». («Καθημερινή», 15/6/2014).

Στα προηγούμενα θα είχα αρκετά να προσθέσω ή ίσως να διευκρινίσω, αλλά τίποτε να αφαιρέσω. Πράγματι, αυτό που αποτέλεσε κοινό τόπο της «μεγάλης σύγκλισης» μεταξύ ελληνικής «σοσιαλδημοκρατίας» και ελληνικού «φιλελευθερισμού», μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., ήταν η απουσία συνεκτικής ιδεολογίας και συνεκτικών προγραμμάτων.

Οταν χρεοκοπείς από έλλειμμα συνοχής-1Δύο κεντρικά παραδείγματα εικονογραφούν με ακραίο τρόπο το έλλειμμα ιδεολογικής συνοχής των δύο αυτών κομμάτων: η φορολογική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και η δημοσιονομική πολιτική της Ν.Δ.

Στην Ελλάδα, ένα από τα πιο προοδευτικά συστήματα συλλογής φόρων στην Ευρώπη μετατράπηκε, με μεγάλη ευθύνη του «σοσιαλδημοκρατικού» ΠΑΣΟΚ, αν και όχι μόνο, σε μηχανισμό φορολογικής ασυλίας για τον μεγάλο όγκο των αυτοαπασχολουμένων, τους αγρότες και για τον κόσμο της μεσαίας και μεγάλης επιχείρησης. Η δε αποτυχία του συστήματος εν μέρει καλύφθηκε, όπως είχε γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, με μαζικούς έμμεσους φόρους – επιλογή που συγκρούεται μετωπικά με την ιστορική κουλτούρα της σοσιαλδημοκρατίας και του εργατικού κινήματος. Ετσι, χάρις στο ΠΑΣΟΚ, ανακαλύψαμε κάτι που δεν γνωρίζαμε. Ο δημόσιος τομέας, με κριτήριο το μέγεθος των δαπανών, απέκτησε εν μέρει σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ενώ, με κριτήριο το ύψος των φορολογικών εσόδων, θα μπορούσε να «κατηγοριοποιηθεί» ως σχεδόν φιλελεύθερος, καθώς βρισκόταν πιο κοντά στον μέσο όρο ορισμένων «φιλελεύθερων οικονομιών της αγοράς» (ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας και της Νέας Ζηλανδίας).

Ως αποτέλεσμα, τα δημόσια ταμεία βρέθηκαν να είναι βαριά εξαρτημένα από τη φορολογία των μισθωτών και συνταξιούχων και η Ελλάδα μετατράπηκε σε μία από τις χειρότερες χώρες για τη μισθωτή εργασία στην Ευρώπη (φαινόμενο που σήμερα έχει πλέον προσλάβει δραματικές διαστάσεις). Δεν τα λες σοσιαλδημοκρατικά αυτά. Ετσι το περήφανο για την κοινωνική του πολιτική ΠΑΣΟΚ όχι μόνον αγνόησε την ηθική και αξιακή σημασία, ιδιαίτερα για ένα αριστερό κόμμα, της αποτελεσματικής φορολογικής διοίκησης («the sense-making of the tax system», όπως έγραψε η Jenny Jannson 2018) αλλά ποτέ δεν εξασφάλισε, παρά τη βελτίωση της περιόδου 1996-99, την οικονομική βάση στήριξης του κοινωνικού κράτους που το ίδιο προώθησε.

Η κρίση στην Ελλάδα έλαβε διαστάσεις απολύτως αντίστοιχες της κρίσης του 1929. Η σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία είναι εσφαλμένη.

Από την άλλη, η Ν.Δ., ιστορικά η παράταξη της δημοσιονομικής εγκράτειας στη χώρα, ακολούθησε την περίοδο 2004-2009 μια «συνολικά ασυνάρτητη πολιτική δαπανών», η οποία συνοδεύτηκε από «αδικαιολόγητη χαλάρωση του φορολογικού μηχανισμού» (Καζάκος, 2010). Αν στην Ελλάδα του 2000 θα ήταν δύσκολο η κυβέρνηση της Ν.Δ. να γίνει tax cutter, λόγω του χαμηλού ποσοστού που αντιπροσώπευαν οι φόροι στο ΑΕΠ, θα περίμενε κανείς να ακολουθήσει την άλλη οδό, να γίνει, έστω μετριοπαθώς, deficit cutter – στην κατεύθυνση μιας στρατηγικής ελέγχου των ελλειμμάτων. Μια τέτοια στάση θα ήταν συνεκτική και με την ευρωπαϊκή πολιτική και με την εικόνα της Ν.Δ. ως του «κόμματος της Ευρώπης στην Ελλάδα», αλλά και με τη λογική του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, που θεωρεί τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα σημαντικό εμπόδιο στην καλή λειτουργία της οικονομίας. Εντέλει, το κόμμα των νοικοκυρεμένων προϋπολογισμών, το οποίο είχε καταγγείλει τη δημοσιονομική χαλάρωση της δεκαετίας του 1980, βρέθηκε να πρωτοπορεί στη νοσηρή άσκηση των Greek statistics. Και στη διάλυση κάθε ιδέας «συνοχής».

Δεν χρεοκοπείς μόνο για οικονομικούς λόγους

Πέραν της ανοχής στη φοροδιαφυγή και στην εκτεταμένη παραοικονομία, η έλλειψη στρατηγικής για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και για τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου (η οικονομία είχε ραγδαία απώλεια ανταγωνιστικότητας με την ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ), η απουσία σοβαρής στήριξης του εξωστρεφούς τμήματος του ιδιωτικού τομέα, η προστασία κρατικοδίαιτων συμφερόντων, η απαξίωση της εργασιακής ηθικής, η επιβράβευση του κατακερματισμού των προνοιακών μηχανισμών (separatism), η κατάχρηση των αγροτικών επιδοτήσεων, όπως, γενικότερα, η συγκρότηση ενός εξόχως αναποτελεσματικού κράτους, όλα τα προηγούμενα δεν ήταν συμβατά ούτε με τη σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία (κυρίως) ούτε όμως με τη (νεο)φιλελεύθερη, ούτε με καμιά συγκροτημένη ιδεολογία που εγώ τυχαίνει να γνωρίζω. Η Ελλάδα χρεοκόπησε όχι γιατί οι κυβερνήσεις της έθεσαν σε εφαρμογή μια σοσιαλδημοκρατική ή φιλελεύθερη στρατηγική που απέτυχε, αλλά γιατί δεν σεβάστηκαν τους ελάχιστους καταναγκασμούς συνοχής που εμπεριέχει και συνεπάγεται κάθε ιδεολογική και πολιτική επιλογή, σοσιαλδημοκρατική ή φιλελεύθερη. Και τα δύο κόμματα, με επαφή μόνον επιφανειακή με την κεντρική ιδεολογία αναφοράς τους, εκπροσώπησαν ιδεοτυπικά την απουσία συνεκτικών προγραμμάτων. Αλλά και την προτεραιότητα του εκλογικού κυνισμού. Οι χώρες δεν χρεοκοπούν εύκολα. Και δεν χρεοκοπούν μόνο για οικονομικούς λόγους.

Οπως στο μεγάλο Κραχ

Το πρώτο μνημόνιο, που υπογράφηκε τον Μάιο του 2010 μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, δεν συνιστά οικονομική «επιτυχία». Γι’ αυτό, άλλωστε, όσες και όσοι βλέπουν «επιτυχία» επικαλούνται κυρίως πολιτικά και στρατηγικά επιχειρήματα (παραμονή στην Ευρωζώνη αλλά και κάποια βελτίωση του θεσμικού συστήματος).

Κατ’ αρχάς, η αστοχία των αρχικών προβλέψεων ήταν βαριά. Το 2010, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας ήταν -5,5% (έναντι αρχικής πρόβλεψης του ΔΝΤ για -0,6%), το 2011 ήταν -9,1% (έναντι αρχικής πρόβλεψης -1,1%) και το 2012 ήταν -7,3% (έναντι αρχικής πρόβλεψης για ανάκαμψη +1,1%) (στοιχεία από διαΝΕΟσις). Επιπλέον, η κρίση στην Ελλάδα –και μόνο στην Ελλάδα– έλαβε διαστάσεις απολύτως αντίστοιχες της κρίσης του 1929. Η ομοιότητα των αριθμών τρομάζει (βλ. πίνακα). Και δείχνει γιατί η συμβατική σύγκριση της ελληνικής περίπτωσης με χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία είναι τόσο εσφαλμένη. Το βάθος της ύφεσης και το εύρος της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είχαν αντίστοιχο σε καμία από τις ευρωπαϊκές χώρες σε κρίση.

Οι μισθωτοί είναι αυτοί που συνεχίζουν να γεμίζουν το δημόσιο ταμείο. Το φορολογικό παραμένει η πιο παραμελημένη ενότητα των κομματικών προγραμμάτων.

Η μείωση του εισοδήματος του μέσου νοικοκυριού κατά τα έτη 2008-2012 ήταν πρωτόγνωρη στη μεταπολεμική Ευρώπη, της τάξης του 31,92% (Giannitsis και Zografakis, 2015). Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Τ. Γιαννίτση και τον Σ. Ζωγραφάκη, «το να δεχτούμε ότι η διαχείριση της κρίσης που οδήγησε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα ήταν αποτελεσματική και ότι επομένως δεν υπήρχε περιθώριο για πιο θετική εναλλακτική λύση θα ήταν μια πολύ ηρωική θέση». Ηρωική ήταν και η αποστολή του ΠΑΣΟΚ, κάτι σαν αποστολή αυτοκτονίας.

Μετά την κρίση

Σε μια χώρα που χρεοκόπησε, οι «μικρομεσαίοι», παρότι δεν υπήρξαν φορείς ενός «επιτευγματικού καπιταλισμού», εξακολουθούν να απολαμβάνουν μέγιστου σεβασμού και να φοροδιαφεύγουν. Οι αγρότες, επίσης. Ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις συνήθως ξεφεύγουν, με σύγχρονες μεθόδους, όπως σε όλη την Ευρώπη, από το φορολογικό δίχτυ. Οι μισθωτοί είναι αυτοί που συνεχίζουν, παρά μικρές διορθώσεις, να γεμίζουν το δημόσιο ταμείο. Το φορολογικό παραμένει η πιο παραμελημένη ενότητα των κομματικών προγραμμάτων. Επίσης, δεν έχει ακόμη διατυπωθεί σε κομματικό επίπεδο κάποιο «μεγάλο» σχέδιο για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού «αναπτυξιακού κράτους». Ούτε ένα εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της δραματικής υποβάθμισης των δημόσιων υποδομών και θεσμών. Φυσικά, βελτιώσεις υπάρχουν, όπως η ψηφιοποίηση αρκετών δημόσιων υπηρεσιών. Οι δε ρυθμοί ανάπτυξης είναι θετικοί.

Εάν όμως οι ΗΠΑ ξαναβρήκαν το 2011 το επίπεδο ανάπτυξης του 2007, η Ευρωζώνη το 2015, η Ελλάδα δεν το βρήκε ακόμη. Η σύγκριση με το 2007 παραμένει το «μεγάλο κενό», σύμφωνα με τον Νίκο Βέττα. Ή, διατυπωμένο αλλιώς: Η χώρα βγήκε από τη χρεοκοπία, αλλά όχι από τις συνθήκες που δημιούργησε η χρεοκοπία. Για όποιο κόμμα αναζητεί αφήγημα και πρόγραμμα, αυτό είναι το πραγματικό πεδίο, αυτό το εθνικό διακύβευμα με το οποίο καλείται να αναμετρηθεί. Ωστόσο, τίποτε δεν δείχνει ότι θα διατυπωθεί κάποιο συνεκτικό αφήγημα και πρόγραμμα, είτε σοσιαλιστικό είτε φιλελεύθερο. Τίποτε δεν δείχνει ότι το έλλειμμα συνοχής και δεσμευτικού αξιακού ορίζοντα ανήκει στο παρελθόν.

Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT