Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν επιβεβαίωσε τη δυναμική των τελευταίων 14 μηνών. Οι δύο ηγέτες έχουν βρει μεταξύ τους ένα modus operandi, έχοντας αποκαταστήσει τη σχέση τους, η οποία πέρασε μεγάλες διακυμάνσεις από το 2019.
Είναι πάντα χρήσιμη απέναντι σε καθεστώτα προσωποκεντρικά, όπως αυτό της Τουρκίας, η κατανόηση που έχει επιτευχθεί ανάμεσα στους δύο ηγέτες, κυρίως για τη στιγμή που τυχόν προκύψουν σοβαρές παρανοήσεις, τις οποίες θα πρέπει αυτοί να διαχειριστούν. Ενδεικτικό του κλίματος είναι το ζήτημα των θαλάσσιων πάρκων, που χθες δεν τέθηκε καν από τουρκικής πλευράς, το οποίο λίγο καιρό πριν θα μπορούσε κάλλιστα να είχε λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, οδηγώντας σε κλιμάκωση με αβέβαιη έκβαση.
Πάντως, έμφαση εξακολουθεί να δίνεται στη λεγόμενη θετική ατζέντα, η οποία αποδίδει καρπούς τόσο στη συγκράτηση των προσφυγομεταναστευτικών ροών, με τον Ελληνα πρωθυπουργό να σημειώνει ότι η Ελλάδα είναι θετική σε περαιτέρω ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της Τουρκίας για το συγκεκριμένο ζήτημα, όσο και στη σημαντική αύξηση των τουριστών από την Τουρκία στα 10 νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με τη βίζα-εξπρές επτά ημερών. Η εγκαθίδρυση επιχειρηματικού συμβουλίου, με δύο σημαίνουσες προσωπικότητες επικεφαλής, μπορεί κάλλιστα να διευρύνει το πεδίο συνεργειών.
Στη συνέντευξη Τύπου, όπως αναμενόταν, οι δύο ηγέτες ήταν προσεκτικοί, με τον Τούρκο πρόεδρο να μιλάει, κατά τα ειωθότα, περισσότερο πολιτικά, και τον Ελληνα πρωθυπουργό να απαντάει τόσο για το ζήτημα της ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης όσο και γι’ αυτό της Μονής της Χώρας με τρόπο τεκμηριωμένο, θέτοντας τα ζητήματα εντός ενός πολύ συγκεκριμένου νομικού πλαισίου.
Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική πλευρά σε επίπεδο εντυπώσεων αλλά και ουσίας κέρδισε πόντους, ενώ στο θέμα της Χαμάς ο συναισθηματισμός του Ερντογάν, ο οποίος άλλωστε συνδέεται οργανικά με τις μουσουλμανικές αδελφότητες, τον υποχρέωσε να απαντήσει στον ισχυρισμό του Ελληνα πρωθυπουργού περί τρομοκρατικής οργάνωσης. Και οι δύο τοποθετήθηκαν στη συνέντευξη Τύπου με το βλέμμα στραμμένο και στο εσωτερικό.
Ο Ερντογάν, έχοντας χάσει τις αυτοδιοικητικές εκλογές και με την ανάγκη προσεταιρισμού εθνικιστικών, ισλαμιστικών στοιχείων, επέμεινε στον χαρακτηρισμό της Χαμάς ως αντιστασιακής οργάνωσης, άποψη που τον εκθέτει στα μάτια Δυτικών και Ισραηλινών.
Προφανώς, ο κ. Μητσοτάκης αυτό θα σκέφτηκε και δεν συνέχισε την αντιπαράθεση, διότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά και στο φιλοϊσραηλινό λόμπι αυτό που αποτυπώθηκε είναι ότι ο Ερντογάν για μία ακόμη φορά στήριξε αναφανδόν μια τρομοκρατική οργάνωση. Ο κ. Μητσοτάκης από την πλευρά του, με τα μέτωπα σε Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία να κακοφορμίζουν, ήταν καλά προετοιμασμένος, καθότι θα μιλούσε δεύτερος και εύλογα δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω.
Στο θέμα της Μονής της Χώρας ο Ερντογάν ναι μεν δεν ήταν απολογητικός, αλλά επεξηγηματικός για την απόφαση μετατροπής της σε τζαμί, αλλά οπωσδήποτε η πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη στο δείπνο σηματοδοτεί μια προσπάθεια από μεριάς του να ρίξει τους τόνους και να δείξει τον σεβασμό του στην ανεξιθρησκία.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα οφείλει να προετοιμάζεται για την επόμενη μέρα, όταν η θετική ατζέντα μπορεί να μην είναι αρκετή για να αναστείλει μια διαφορετική δυναμική των πραγμάτων σε σχέση με τη σημερινή, που ενδέχεται να επιβληθεί από τον αχαλίνωτο τουρκικό αναθεωρητισμό.
Γι’ αυτό απαιτείται ολοκληρωμένο σχέδιο αναθεώρησης του υφιστάμενου πλαισίου διμερούς διαλόγου, το οποίο προσώρας περιορίζεται σε ζητήματα που δεν διχάζουν τα δύο μέρη, με αξιοποίηση του διπλωματικού και του στρατιωτικού μας κεφαλαίου, καθώς και των εταιρικών μας σχέσεων. Μόνο έτσι θα αλλάξουμε τις παραμέτρους της σύνθετης εξίσωσης με τη γείτονα.
* O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.