Η επιστολή Μητσοτάκη προς την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τις πρακτικές των πολυεθνικών εταιρειών μονοπώλησε τη συνέντευξη Σκέρτσου, στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1.
Απαντώντας, γιατί ελήφθη τώρα η σχετική πρωτοβουλία, δήλωσε πως αυτό συνέβη για δύο λόγους: αφενός είναι «το ζήτημα το οποίο απασχολεί περισσότερο από όλα την ελληνική κοινωνία, αλλά και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες». Αφετέρου «πρέπει να αντιμετωπίσουμε πιο μόνιμα και διαρθρωτικά προβλήματα λειτουργίας του ανταγωνισμού, όχι μόνο στην ελληνική αγορά αλλά και τις ευρωπαϊκές αγορές. Και εκεί, η συλλογική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της ευρωπαϊκής οικογένειας είναι πάρα πολύ σημαντική».
Κάνοντας δε, λόγο για «ασυμμετρία δύναμης», παρατήρησε πως «υπάρχουν πολυεθνικοί κολοσσοί που μπορεί να έχουν τον ετήσιο τζίρο, ο οποίος ισούται με το ΑΕΠ της Ελλάδας ή μιας άλλης μεσαίας ευρωπαϊκής χώρας. Οι εταιρείες χρησιμοποιούν διασυνοριακές εμπορικές πρακτικές που ναι μεν δεν είναι παράνομες, οι οποίες όμως δεν μπορούν να ελεγχθούν και να κολασθούν ποινικά, διοικητικά από ένα μεμονωμένο κράτος-μέλος. Η Ε.Ε., η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εδώ πολλά πράγματα να κάνει και δεν τα έχει κάνει ακόμη», αναγνώρισε ακόμη και θύμισε παλαιότερες κυβερνητικές δράσεις, επί παραδείγματι για το βρεφικό γάλα ή για τις παρεμβάσεις στις τιμές τιμοκαταλόγου.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ζήτησε «να συνδέσουμε τις ευρωεκλογές και το διακύβευμα αυτών των εκλογών με τις προτεραιότητες που θα θέσει η επόμενη Επιτροπή, η επόμενη ευρωβουλή».
Εξαπέλυσε επίθεση κατά των αντιπάλων της κυβέρνησης, λέγοντας: «Η άρνηση και η αντίδραση της αντιπολίτευσης σε αυτό το μείζον ζήτημα και αυτήν την πολύ σημαντική θεσμική πρωτοβουλία που παίρνει ο πρωθυπουργός, δείχνει πόσο δεν θέλουν να συζητήσουν τα θέματα που αφορούν την ευρωπαϊκή κάλπη. Και, πως στην ουσία δεν θέλουν και δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τη συλλογική δύναμη της Ε.Ε.» Επιπλέον, κατηγόρησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι «κλαίνε με κροκοδείλια δάκρυα για την ακρίβεια», ενώ οι προτάσεις τους είναι «ανεύθυνες».
Σε άλλο σημείο, επικαλέστηκε στοιχεία της Eurostat για την ακρίβεια, τα οποία δείχνουν ότι «συνολικά ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί κατά 15,5% στην πενταετία, από το 2019 ως το 2023, στην Ελλάδα. Και, κατά 23,3% στην Ε.Ε. των 27. Συνεπώς ως προς το συνολικό δείκτη πληθωρισμού έχουμε πετύχει μια καλύτερη απόδοση». Ενώ στα τρόφιμα «έχουμε την ακριβώς ίδια αύξηση στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η αύξηση είναι σημαντική, είναι 33%».
Βεβαίως, πρόσθεσε, «τα εισοδήματα στην Ελλάδα είναι ακόμη χαμηλότερα από τα ευρωπαϊκά εισοδήματα. Ομως ταυτόχρονα η Ελλάδα είναι η χώρα που χάρη στην τριπλάσια – τετραπλάσια αύξηση της οικονομίας που έχουμε σημειώσει τα τελευταία χρόνια από την υπόλοιπη Ευρώπη», έχει καταφέρει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 27,5%. «Παραμένει χαμηλός, πρέπει να αυξηθεί και άλλο, αλλά χάρη στη δική μας πολιτική μπορεί και αυξάνεται», σχολίασε.
Εξάλλου, πέρα από «τις αυξήσεις στα εισοδήματα, τις συντάξεις, τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, υπάρχει και το εργαλείο των ελέγχων. Ποτέ στο παρελθόν δεν έχουν γίνει τόσοι πολλοί έλεγχοι και δεν έχουν επιβληθεί τόσα πολλά πρόστιμα, άνω των 20 εκατ. κυρίως σε μεγάλες εταιρείες για καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά».